Με καμάρι και συνάμα απόγνωση κοιτώ το νέο μου απόκτημα, μια ξυλόσομπα που δεσπόζει στο κέντρο του σαλονιού μου. Πως παντρεύονται αυτά τα δυο μαζί;
Καμαρώνω τις φλόγες που χορεύουν στο σκοτάδι, γλώσσες ετοιμοπόλεμες να πεταχτούν έξω απ το μεγάλο τζάμι της. Έχει ένα δέος η φωτιά. Τα ξύλα από πίσω της στοιβαγμένα δημιουργούν ένα όμορφο και ζεστό ντεκόρ.
Απ την άλλη μεριά έρχεται η απόγνωση-βαριά λέξη- για την κατάντια να μην μπορώ να ανοίξω το καλοριφέρ, αφού χρωστώ ακόμη περσινά κοινόχρηστα.
Αφορμή είναι η σόμπα για τα μπερδεμένα μου συναισθήματα. Στη λεπτομέρεια δεν κρύβεται ο διάβολος;
Είναι όλα μετέωρα. Σάμπως πάντα δεν ήταν; Αλλά να... τώρα γέρνουν ελαφρώς. Παραπαίουν τα πάντα γύρω μου; Μεγάλωσα και μαζί μου μεγαλώνει και η ανασφάλεια; Κι αυτή την είχα περίσσια μια ζωή. Κάποιες φορές της έδινα σημασία και άλλες την έκρυβα επιμελώς στο συρτάρι. Τι να χωρέσει κι αυτό;
Να φταίει άραγε το γιορτινό πανηγύρι που με νύχια και δόντια προσπαθούν να στήσουν σε μια χώρα που έχασε τον εαυτό της και τον χαρακτήρα της εδώ και δεκαετίες;
Να είναι η κατάθλιψη που χτυπά όλο και πιο δυνατά την πόρτα; Είναι της μόδας, λέει, να είσαι καταθληπτικός. Την καμπάνα σε ένα παντελόνι μπορείς να τη στενέψεις. Στην κατάθλιψη, τι μεταποίηση μπορείς να κάνεις, αν δεν σου ταιριάζει; Θα βρεί απο μόνη της τρόπο να σου φέρει για παρέα, τη μανία ίσως, κανα ψυχοφάρμακο και στην καλύτερη των περιπτώσεων ενα ψυχολόγο. Και να τον πληρώσεις με τι; Θα σου μπαστακωθεί λοιπόν, θέλεις δεν θέλεις.
Σκέφτομαι αν είχα χρήματα θα έπαιρνα σβάρνα τα καταστήματα να γυρίσω κουρέλι απο την κούραση φορτωμένη δεκάδες τσάντες; Μάλλον οχι. Η καταθλιψούλα που λέγαμε. Δεν έχω όμως. Εκεί κρύβεται ο διάολος πάλι. Που δεν εχω την δυνατότητα να επιλέξω.... αν μπορούσα!
Εκεί τρυπώνει. Στην κουβέντα που μου έγραψε κάποιος μια νύχτα που βολόδερνα στο facebook .
«Σκέφτεσαι ασταμάτητα. Σταμάτησε το». Λές και είναι διακόπτης.
Ζηλεύω ανθρώπους που παραπονιούνται για έλλειψη χρόνου. Που δεν προλαβαίνουν να γεμίσουν 24 ώρες, έστω και με πενιχρές αποδοχές. Η απραξία είναι ο χειρότερος σύμβουλος του νού. Όταν αργοπεθαίνει ο νούς, σιωπά και το κορμί. Επίκτητα οιστρογόνα σε αχρηστία.
Ανακατεύω τα κούτσουρα να αναζωπυρώσω τη φωτιά και η μυρωδιά του καμένου ξύλου μου φέρνει παιδικές αναμνήσεις απ το χωριό. Με μια λάμπα πετρελαίου να διαβάζω στη μητέρα μου, ότι μάθαινα στο σχολείο. Ξεχάστηκε η λάμπα, χάθηκε το τετράδιο. Τη θέση του πήρε ενα imac, απομεινάρι «χρυσών» ημερών. Ξυλόσομπα λοιπόν και apple συντροφιά. Γυρίζουμε πίσω ή πήγαμε απ το σύντομο δρόμο μπροστά; Σαν εκείνο το κρυφό μονοπάτι του Εφιάλτη;
*Η Αννα Κουρουπού είναι συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί δεν έχω σαν το δικό σου μαμά» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου