Ας υποθέσουμε ότι η χώρα βρισκόταν σε μια άλλη οικονομική συγκυρία και ότι η πολιτεία μπορούσε να διαθέσει ένα σημαντικό μέγεθος δημοσίων πόρων για κοινωνικές δαπάνες. Το ερώτημα είναι το εξής: Τι είδους κοινωνική πολιτική θα έπρεπε να ασκήσει μια προοδευτική διακυβέρνηση;
Το γεγονός ότι σήμερα δαπανώνται αρκετά δισεκατομμύρια για «κοινωνικούς σκοπούς» δεν συνεπάγεται κατ΄ ανάγκη ότι διαθέτουμε είτε κοινωνική πολιτική είτε ένα συγκροτημένο κράτος πρόνοιας. Υπό την ευρεία έννοια μια ατέλειωτη σειρά παροχώναπό τις μόνιμες αγροτικές επιδοτήσεις και τη δημόσια εργοδοσία ως τις αλλεπάλληλες νομιμοποιήσεις της αυθαίρετης δόμησης και την έλλειψη κτηματολογίου, την ανοχή της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και την πληθώρα των μικροπρονομίων στο ασφαλιστικό ή στη φορολογία με βάση τις συντεχνιακές πρακτικέςαποτελούν στην πραγματικότητα την κοινωνική πολιτική «ala grecque».
Σε αυτό το ιδιότυπο μείγμα κοινοβουλευτικών θεσμών και πελατειακών πρακτικών το κράτος ορίζει σε μεγάλο βαθμό τη δομή και τον χαρακτήρα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Το ουσιώδες στοιχείο δεν είναι τόσο η αναντιστοιχία μεταξύ δαπανών και αποτελεσμάτων όσο το γεγονός ότι η αναντιστοιχία αυτή τελικά αποτελεί το μέτρο του δημοκρατικού ελλείμματος του πολιτικού μας συστήματος.
Δεν χρειαζόμαστε άλλο τεκμήριο από το εξής: Η κρίση των μικρομεσαίων κοινωνικών στρωμάτων τις τελευταίες δύο δεκαετίες στη χώρα μας συνίσταται κατά μείζονα λόγο στον ταχύτατο περιορισμό των δυνατοτήτων κοινωνικής ανέλιξης και προόδου και στην εξάντληση της ικανότητας της οικογένειας να απορροφά τους κοινωνικούς κινδύνους και να παρέχει προστασία με τους παραδοσιακούς τρόπους.
Υπό τις συνθήκες αυτές η αξίωση από μια προοδευτική διακυβέρνηση σήμερα είναι σαφέστερη από ποτέ: Η αναπροσαρμογή των δομών και των πόρων προς την κατεύθυνση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού Κράτους Ευκαιριών και Δυνατοτήτων. Κοινωνική προστασία των πραγματικά αδυνάμων αλλά κυρίως διευρυμένη παροχή «ευκαιριών» και δημιουργία δυνατοτήτων κοινωνικής ανέλιξης σε ευρείες κοινωνικές κατηγορίες.
Στη διαμόρφωση της Νέας Κοινωνικής Πολιτικής τα ζητήματα που τίθενται είναι πέντε: (α) η φύση των υπηρεσιών, (β) ο προσδιορισμός των αποδεκτών, (γ) οι μηχανισμοί και οι δομές παροχής των υπηρεσιών, (δ) το κόστος και οι πόροι, και (ε) οι θεσμοί αξιολόγησης των πολιτικών και κοινωνικής λογοδοσίας των μηχανισμών παροχής, δηλαδή η απαίτηση για κοινωνική διαφάνεια της πολιτικής.
Στη χώρα μας η έννοια της «δημόσιας υπηρεσίας» ορίζεται κατά κύριον λόγο από το ιδιοκτησιακό καθεστώς τού φορέα που την παρέχει και το εργασιακό καθεστώς των εργαζομένων σε αυτήν, δηλαδή η έμφαση αποδίδεται σχεδόν αποκλειστικά στο «Δημόσιο» και μόνο περιθωριακά στην «υπηρεσία». Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει και σε μια αντιστροφή, πολλές φορές, μεταξύ «μέσων» και «σκοπών», όπου το μέσον γίνεται ο σκοπός της πολιτικής.
Σε μια άλλη λογική όμως, δημόσια υπηρεσία είναι αυτή που εξυπηρετεί με τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τον πολίτη, στην οποία έχουν πρόσβαση όλοι οι πολίτες, είναι υπό δημόσιο έλεγχο, αξιολόγηση και εποπτεία, και λογοδοτεί στην κοινωνία ανεξάρτητα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς του φορέα που την παρέχει. Στο πλαίσιο αυτό η αξίωση των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας από μια προοδευτική διακυβέρνηση- πρέπει να- είναι ο μετασχηματισμός του τρόπου, των μηχανισμών και των δομών παροχής των δημοσίων και ιδιαίτερα των κοινωνικών υπηρεσιών. Το έλλειμμα του κοινωνικού κράτους σήμερα στη χώρα μας μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με καινοτομικές μεθόδους κοινωνικής πολιτικής, που ενεργοποιούν υπαρκτές δυνάμεις οι οποίες σήμερα αργούν και συνδυάζουν δημιουργικά την παραδοσιακή κρατική παρέμβαση με την ιδιωτική πρωτοβουλία, τον μη κερδοσκοπικό τομέα και τον εθελοντισμό, υπό δημόσια εποπτεία, έλεγχο και αξιολόγηση.
*Ο κ. Ηλίας Κικίλιας είναι διοικητής του ΟΑΕΔ.