Η λέξη «ψήφος», προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «ψάω», που σημαίνει λειαίνω, ομαλύνω. Η ψηφοφορία στη Σπάρτη της Αρχαίας Ελλάδας γινόταν δια βοής ενώ στην Αθήνα δια ανάτασης των χειρών (φανερή) ή δια οστράκων και σφαιριδίων (κρυφή).
Το χειρόγραφο ψηφοδέλτιο εμφανίσθηκε στη νεότερη Ελλάδα για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές του 1834 αλλά καταργήθηκε το 1864. Στην προσπάθειά τους να περιορίσουν την χειραγώγηση των αγράμματων Ελλήνων, αντικατέστησαν το ψηφοδέλτιο με ένα μικρό μολυβένιο βώλο, το σφαιρίδιο.
Καλο βόλι
Από το 1844 και για περίπου 80 χρόνια οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν χρησιμοποιούσαν ψηφοδέλτια, για να ψηφίσουν τους κυβερνήτες τους, αλλά «σφαιρίδια», δηλαδή μικρές σφαίρες από μολύβι, όπως αναφέρει το flashnews.gr.
Στις πρώτες εκλογικές διαδικασίες του νεοελληνικού κράτους, που γίνονταν με σφαιρίδια, οι κάλπες ήταν ορθογώνια μεταλλικά κουτιά. Υπήρχε μία κάλπη για τον κάθε υποψήφιο.
Εσωτερικά, η κάλπη ήταν χωρισμένη στα δύο. Στο δεξιό μέρος, που είχε χρώμα λευκό, ήταν το Ναι· στο αριστερό, που είχε χρώμα μαύρο, το Όχι.
Μπροστά η κάλπη είχε έναν σωλήνα, που μέσα έβαζε ο ψηφοφόρος το χέρι του και έριχνε το σφαιρίδιο, δεξιά αν ήθελε να υπερψηφίσει τον υποψήφιο και αριστερά αν ήθελε να τον καταψηφίσει, χωρίς να φανερώνεται η προτίμησή του.
Εξ ου και η ευχή «καλό βόλι»
Του έριξα «μαύρο»
Σε κάθε εκλογικό τμήμα την ημέρα των εκλογών υπήρχαν τόσες κάλπες όσοι ήταν και οι υποψήφιοι.
Η κάθε κάλπη χωριζόταν εσωτερικά σε δύο μέρη που αντιστοιχούσαν, εξωτερικά, σε δύο χρώματα, το άσπρο (θετική ψήφος) και το μαύρο (αρνητική ψήφος).
Ο ψηφοφόρος έπρεπε να περάσει από όλες τις κάλπες και να πάρει από τον κάθε υπάλληλο (σφαιροδότη), που στεκόταν μπροστά από κάθε κάλπη, το σφαιρίδιο.
Ο σφαιροδότης φώναζε δυνατά το όνομα του υποψήφιου και ο ψηφοφόρος έριχνε το σφαιρίδιο μέσα από έναν σωλήνα, στη μεριά που επιθυμούσε.
Σε περίπτωση που ο ψηφοφόρος ήθελε να καταψηφίσει έναν υποψήφιο έριχνε το σφαιρίδιο στη μαύρη πλευρά της κάλπης, εξ’ ου και οι δημοφιλείς εκφράσεις «μαύρο που έχει να φάει», «θα τον μαυρίσω», «τον μαύρισα» κλπ.