Πέρασες σαν σίφουνας από μπροστά μου. Μια ζωή αυτό κάνεις άλλωστε. Πάλι κρυβόσουν σαν χαμένη στης πόλης τα στενά, έτσι απλά γιατί γουστάρεις να τρέχεις χωρίς προορισμό. Τα μάγουλά σου έγιναν κόκκινα από το κρύο και το λαχανητό. Πέταξες το κασκόλ σου στα γρήγορα και μου ’δωσες μια βιαστική αγκαλιά. Έβγαλες από την τσέπη το τσαλακωμένο σου πακέτο που ’χε μέσα, όλα κι όλα, τρία τσιγάρα από τράκες. Πήρες ένα και, κοιτώντας ανήσυχα τριγύρω, το άναψες, αφήνοντας τον καπνό να βουτήξει βαθιά μέσα στα πνευμόνια σου. Μου χαμογέλασες, ενώ έβηχες και ξεφυσούσες, κάνοντας καρδούλες με το στόμα και τα μάτια. Ξεκόλλα, λέμε. Πρέπει να το πάρεις απόφαση ότι μεγαλώνουμε, ότι δεν θα είναι όλα πάντα καρδιές και σχήματα και ρομαντικές βόλτες και κρυφά ραντεβού πίσω από το Λύκειο. Μη ρίχνεις τις στάχτες κάτω, ρε όργιο. Δεν είναι ο κόσμος το τασάκι σου.
Ξέρω, έχεις φρικάρει τελευταία. Απολύσανε το γέρο σου και η μάνα σου όλο γκρινιάζει γιατί ξεσυνήθισε από τα χλιδάτα ψώνια και τα Mall. Θέλεις κάπου να ξεσπάσεις
Ξέρω, έχεις φρικάρει τελευταία. Απολύσανε το γέρο σου και η μάνα σου όλο γκρινιάζει γιατί ξεσυνήθισε από τα χλιδάτα ψώνια και τα Mall. Θέλεις κάπου να ξεσπάσεις