Της Μαρίας Ραφαηλίδου
Μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης και δύο πανδημίας, η κυβέρνηση φαίνεται να εντοπίζει το πρόβλημα της ανεργίας στην απροθυμία των ανέργων να πάνε για δουλειά και να καταρτιστούν. Σε αυτό το πλαίσιο, το νομοσχέδιο «δουλειές ξανά» ορίζει ξανά ποιος θα μπορεί και για πόσο να θεωρηθεί άνεργος, δημιουργώντας στην πραγματικότητα ένα μηχανισμό διαγραφής από το μητρώο ανέργων όσων δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τις αγοράς εργασίας και τελικά μπορεί να έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τις κοινωνικές παροχές.
Το «ποινολόγιο» όπως περιγράφεται στο άρθρο 22 του νομοσχεδίου δείχνει ότι η κυβέρνηση δεν επιθυμεί μόνο να μη γίνεται χρήση κάποιων παροχών αλλά να διαγράφονται – να μην θεωρούνται άνεργοι – από έξι μήνες ως δύο χρόνια όσοι δεν ανταποκρίνονται είτε στις προσκλήσεις για εργασία (3 φορές) είτε δεν καταφέρνουν να παρακολουθήσουν με επιτυχία κάποιο πρόγραμμα κατάρτισης.
Γιατί όμως κάποιος να αρνηθεί μια θέση εργασίας;
Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του ΟΑΕΔ για το μήνα Φεβρουάριο 2022, το 63,74% των εγγεγραμμένων αναζητούντων εργασίας είναι γυναίκες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια από τις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη όσον αφορά την γυναικεία απασχόληση. Η απλήρωτη εργασία φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, καθώς επίσης και η αδυναμία επανένταξης στην αγορά εργασίας μετά από μακροχρόνια απουσία λόγω αυτών των υποχρεώσεων συνιστούν από τους κύριους λόγους του αυξημένου ποσοστού ανεργίας των γυναικών. Ο γενικός τρόπος με τον οποίο ορίζεται η «κατάλληλη» θέση εργασίας στο νομοσχέδιο δεν είναι δυνατό να αποτυπώσει τους περιορισμούς και τις ανάγκες αυτών των γυναικών.
Μεγάλο ποσοστό επίσης των μεγαλύτερων σε ηλικία, συνήθως με εμπειρία σε χειρωνακτική εργασία (καθαρίστριες, οικοδόμοι κλπ.) συχνά μετανάστες και μετανάστριες, αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας που δεν τους επιτρέπουν να εργαστούν στις ίδιες θέσεις με παλιά. Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα υπάρχει υποεκτίμηση των ανθρώπων με αναπηρία και κυρίως δεν προβλέπεται καμία άλλη στήριξη που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων, η άρνησή τους για κάποια θέση εργασίας πολλές φορές έχει να κάνει είτε με την αδυναμία τους να ανταποκριθούν λόγω υγείας, είτε συχνά λόγω της απογοήτευσης που βιώνουν μετά από συστηματικές απορρίψεις από τους εργοδότες. Να σημειωθεί η πλήρης απουσία από το νομοσχέδιο κάθε αναφοράς στα γραφεία για ειδικές ομάδες (ανάπηροι, απεξαρτημένοι, αποφυλακισμένοι, διεμφυλικά άτομα κλπ.), τα οποία σύμφωνα με το τελευταίο οργανόγραμμα του ΟΑΕΔ μειώθηκαν σε μόλις δύο σε όλη την Ελλάδα!
Ο κατάλογος φυσικά των καταστάσεων που μπορεί να οδηγήσουν σε άρνηση θέσης δεν περιορίζεται στα προηγούμενα παραδείγματα και μπορεί να περιλαμβάνει από την αδυναμία κάλυψης του κόστους μετακίνησης με το βασικό μισθό, μέχρι την άρνηση θέσης λόγω διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών εργασίας ή/και απολαβών. Αυτό όμως που δεν ορίζει ξεκάθαρα το νομοσχέδιο είναι πώς θα ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ο ίδιος ο (πρώην) ΟΑΕΔ. Οι πολυδιαφημιζόμενοι «εργασιακοί σύμβουλοι» υπεύθυνοι για τη σωστή αποτύπωση των δεξιοτήτων και θέσεων εργασίας αυτή τη στιγμή είναι 1 προς 3.500 ανέργους πανελλαδικά ενώ στην Ευρώπη η αντιστοιχία είναι 1 προς 150 ανέργους. Είναι επίσης κοινό μυστικό ότι στον γερασμένο και υποστελεχωμένο οργανισμό καλούνται να καλύψουν κάθε είδους διοικητική δουλειά εκτός από τη συμβουλευτική, κάτι που φαίνεται ότι θα επαναληφθεί και με τις νέες προσλήψεις με 8μηνες συμβάσεις εργασιακών συμβούλων. Με αυτά ως δεδομένα φαίνεται ότι η ευθύνη για τη σωστή αποτύπωση δεξιοτήτων και κατάλληλων θέσεων θα βαρύνει δυσανάλογα τους ανέργους, με κίνδυνο να μην μπορούν να ανταποκριθούν όσοι και όσες δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν πρόσβαση σε υπολογιστή ή χρειάζονται στήριξη για να ενταχτούν στην αγορά εργασίας.
Το πρόβλημα με τους «πλούσιους» ανέργους
Με δημοσιεύματα για ανέργους από το Κολωνάκι και προβολή της θέλησης της κυβέρνησης να «νοικοκυρέψει» τον (πρώην) ΟΑΕΔ για πρώτη φορά συνδέεται η παραμονή στα μητρώα του οργανισμού με εισοδηματικά κριτήρια. Παίρνοντας υπόψη ότι στο σύνολο του πληθυσμού ο κίνδυνος φτώχειας από το 20.1% το 2008 έφτασε στο 42% το 2019 (Eurostat, dataset At risk of poverty rate anchored at a fixed moment in time (2008) by age and sex, EU–SILC survey) στην Ελλάδα, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι οι «πλούσιοι» άνεργοι δεν συνιστούν κεντρικό πρόβλημα για τον (πρωην) ΟΑΕΔ. Επιπλέον το επιχείρημα ότι δίνονται παροχές σε αυτούς που δεν τις έχουν ανάγκη φαίνεται έωλο αν πάρουμε υπόψη ότι δεν τους αποκλείει απλά από τυχόν παροχές αλλά επιβάλλει τη διαγραφή τους από το μητρώο αναζητούντων εργασία. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα κριτήρια αυτά δεν αφορούν το άτομο που αναζητά εργασία αλλά το οικογενειακό εισόδημα το οποίο δε θα πρέπει να ξεπερνά τα όρια που έχουν ήδη τεθεί για το επίδομα θέρμανσης (περίπου 20.000 ευρώ).
Μπορεί με 20000 ετήσιο εισόδημα μια οικογένεια να μην κατατάσσεται στους μεγαλοαστούς αλλά θα είναι αρκετό για να απαγορεύσει στα μέλη της την καταγραφή τους ως άνεργα πέρα από το ένα έτος. Μπορούμε με ευκολία να φανταστούμε ότι σε μια κοινωνία που δεν έχει ακόμη ξεφύγει από το μοντέλο του «άνδρα κουβαλητή» αυτές που ακόμη μια φορά θα βρεθούν κατά πλειοψηφία αόρατες θα είναι οι γυναίκες.
Όπως φαίνεται η κυβέρνηση αποφάσισε ότι ο κύριος τρόπος να μειώσει την ανεργία είναι να εξαφανίσει τους άνεργους και τις άνεργες από τα μητρώα αναζητούντων εργασία. Δυστυχώς όμως και για την κυβέρνηση και πολύ περισσότερο για όλους και όλες εμάς το κοινωνικό πρόβλημα της ανεργίας δεν διαγράφεται με το πάτημα ενός κουμπιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου