Το αρμόδιο αποφασιστικό όργανο, που κατά νόμο εκδίδει τη διαπιστωτική πράξη δύναται να ορίσει ως ημερομηνία επέλευσης των έννομων συνεπειών τής εν λόγω καταδικαστικής απόφασης την ημερομηνία λήψης της απόφασής του, στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να πιστοποιηθεί το αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης
Α) Σύμφωνα με το άρθρο 149 Υπαλληλικού Κώδικα, για την αυτοδίκαιη έκπτωση υπαλλήλου λόγω ποινικής καταδίκης απαιτείται έκδοση διαπιστωτικής (διοικητικής) πράξης. Δεδομένου ότι μια διαπιστωτική (διοικητική) πράξη έχει ως σκοπό της τη δεσμευτική διαπίστωση μιας νομικής κατάστασης ή ιδιότητας προσώπων ή πραγμάτων (χωρίς να τη μεταβάλλει κατά το περιεχόμενό της), η έκδοσή της από το αρμόδιο αποφασιστικό όργανο, όπου προβλέπεται από τον νόμο, είναι αναγκαία για την επέλευση των εννόμων συνεπειών του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ή της δικαστικής απόφασης. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη διαπιστωτική (διοικητική) πράξη ποσώς αποτελεί (απλή) βεβαίωση/πιστοποίηση, καθώς δεν αναγνωρίζει απλώς μια προϋπάρχουσα κατάσταση, αλλά αντιθέτως συνιστά η ίδια νέα ρύθμιση δημιουργώντας μια νέα νομική κατάσταση• με την έκδοσή της, δε, καθίσταται άμεσα εκτελεστή. Να σημειωθεί ότι η διαπιστωτική (διοικητική) πράξη εκδίδεται υποχρεωτικά όταν συντρέχουν όλες οι προβλεπόμενες στον νόμο προϋποθέσεις (όροι) έκδοσής της από το αρμόδιο αποφασιστικό όργανο. Διακρινόμενης, δε, πλήρως από τις πιστοποιήσεις και τις βεβαιώσεις, η διαπιστωτική (διοικητική) πράξη ως εκτελεστή (διοικητική) πράξη εξυπηρετεί την επίτευξη σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου στις έννομες σχέσεις.
Β) Η διαπιστωτική (διοικητική) πράξη εκδίδεται υποχρεωτικά όταν συντρέχουν όλες οι προβλεπόμενες στον νόμο προϋποθέσεις (όροι) έκδοσής της ορίζοντας ιδίως τον χρόνο επέλευσης των εννόμων συνεπειών, όπου αυτός δεν προκύπτει σαφώς. Στην περίπτωση της αυτοδίκαιης έκπτωσης υπαλλήλου λόγω ποινικής καταδίκης, σύμφωνα με το άρθρο 149 Υπαλληλικού Κώδικα, προβλέπεται η έκδοση διαπιστωτικής πράξης υπό τον όρο επέλευσης του «αμετακλήτου» της καταδικαστικής ποινικής απόφασης. Κατά την Ποινική Δικονομία και συγκεκριμένα κατά το άρθρο 546 ΚΠοινΔ: «Αμετάκλητη είναι η απόφαση κατά της οποίας δεν επιτρέπεται ένδικο μέσο ή δεν ασκήθηκε μέσα στην νόμιμη προθεσμία το επιτρεπόμενο ένδικο μέσο ή ασκήθηκε εμπρόθεσμα και απορρίφθηκε». Τούτο σημαίνει ότι αμετάκλητη είναι μόνο η (τελεσίδικη) δικαστική απόφαση, η οποία δεν υπόκειται πλέον σε κανένα ένδικο μέσο. Ειδικά για να καταστεί αμετάκλητη μια ποινική δικαστική απόφαση πρέπει να έχουν ασκηθεί και να έχουν απορριφθεί αφενός το (τακτικό) ένδικο μέσο της έφεσης και αφετέρου το (έκτακτο) ένδικο μέσο της αναίρεσης• επίσης πρέπει να προκύπτει σαφώς ότι αυτά δεν ασκήθηκαν ή δεν μπορούν να ασκηθούν εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη (στο άρθρο 473 ΚΠοινΔ) γενική προθεσμία άσκησης των ενδίκων μέσων (των δέκα ημερών) ισχύει «όπου ειδική διάταξη δεν ορίζει διαφορετικά».
Γ) Επισημαίνεται ότι ιδίως τα (έκτακτα) ένδικα μέσα, όπως της αναίρεσης και της επανάληψης διαδικασίας, αποσκοπούν κατά κύριο λόγο στη διόρθωση νομικών σφαλμάτων, στην επανόρθωση διαδικαστικών ατασθαλιών και την ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης• κατά αυτό τον τρόπο το επιτρεπτό της άσκησής τους βασίζεται στη συνδρομή εξαιρετικών, αρνητικών και άλλων πολύπλοκων δικονομικών προϋποθέσεων, πέρα των προθεσμιών. Ας σημειωθεί, δε, ότι εάν για παράδειγμα υφίσταται εκκρεμότητα ενός ένδικου μέσου για έναν από τους διαδίκους η απόφαση δεν καθίσταται αμετάκλητη και για τους υπόλοιπους. Επομένως, εφόσον δεν έχουν ασκηθεί και δεν έχουν απορριφθεί τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα, δυσκόλως πιστοποιείται το αμετάκλητο μιας καταδικαστικής απόφασης και προαπαιτούμενο -σύμφωνα με το άρθρο 149 Υπαλληλικού Κώδικα- για την επέλευση των εννόμων συνεπειών της, διά της έκδοσης διαπιστωτικής (διοικητικής) πράξης.
Για αυτό τον λόγο, όταν δεν έχουν ασκηθεί και δεν έχουν απορριφθεί τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα, το πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο, που εξέδωσε την εν λόγω καταδικαστική απόφαση, βεβαιώνει απλώς ότι δεν έχουν ασκηθεί τα ένδικα μέσα της εφέσεως και αναιρέσεως μέχρι τούδε• περί αμετακλήτου ουδείς λόγος γίνεται και ορθώς.
Δ) Τούτο το κενό (ανασφάλειας) δικαίου, όταν δεν μπορεί να πιστοποιηθεί το αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης, καλείται να καλύψει ρυθμικά η σχετική διαπιστωτική πράξη του αρμοδίου αποφασιστικού οργάνου, ορίζοντας (εκτελεστά) και τον χρόνο επέλευσης των εννόμων συνεπειών της καταδικαστικής απόφασης, δηλαδή τον χρόνο έκπτωσης του υπαλλήλου από την υπηρεσία του .
Συνεπώς, το αρμόδιο αποφασιστικό όργανο, που κατά νόμο εκδίδει τη διαπιστωτική (διοικητική) πράξη, λαμβάνοντας υπόψη του την αρχή της χρηστής διοίκησης, την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και κυρίως την αρχή της αναλογικότητας, ο σεβασμός της οποίας αποτελεί συνταγματικό καθήκον της διοίκησης κατά το άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος , δύναται να ορίσει ως ημερομηνία επέλευσης των έννομων συνεπειών τής εν λόγω καταδικαστικής απόφασης την ημερομηνία λήψης της απόφασής του, στις περιπτώσεις που δεν μπορεί να πιστοποιηθεί το αμετάκλητο της ποινικής καταδίκης, συμβάλλοντας τα μάλα στην ασφάλεια δικαίου και στη χρηστή διοίκηση .
1 Άρθρο 149 Υπαλληλικού Κώδικα: «Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας, εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση: α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 8 του παρόντος ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία, β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, «γ) καταδικασθεί σε οποιαδήποτε ποινή για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για οποιοδήποτε έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
2 Το άρθρο 149 Υπαλληλικού Κώδικα εφαρμόζεται ευθέως στους δημοσίους υπαλλήλους, υπαλλήλους ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κλπ, κατά το άρθρο 2 Υπαλληλικού Κώδικα, και αναλόγως, μετά από νομοθετική πρόβλεψη, στους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, εφόσον δεν υφίστανται για αυτούς ειδικές διατάξεις.
3 Σημειώνεται ότι ως άνω χρόνος είναι αποφασιστικός για την επιστροφή αποδοχών ή συντάξεων εκ μέρους του απολυθέντος υπαλλήλου, καθώς θα κριθούν αχρεωστήτως καταβληθείσες ή όχι.
4 Ιδίως όταν το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της επιβαλλόμενης ποινής.
5 Επισημαίνεται ότι περίληψη της εκδοθείσας διαπιστωτικής πράξης, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Γεράσιμος Θεοδόσης
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης
Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου