Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η ανεργία είναι υψηλότερη κατά εφτά ποσοστιαίες μονάδες από το 19% που δίνει η κυβέρνηση. Στους παραπάνω δείκτες μέτρησης δεν προσμετρώνται και όσοι Ελληνες/ίδες έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια των μνημονίων
Το υποτιθέμενο μετα-μνημονιακό τοπίο στα εργασιακά θα εξακολουθεί να καθορίζεται από το καθεστώς που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακοί νόμοι
Του Δημήτρη Κατσορίδα*
Με αφορμή την επαναφορά της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, σε συνδυασμό με το θέμα της κατάργησης του υποκατώτατου μισθού (κάτω των 24 ετών) και της επικείμενης μικρής αύξησης του κατώτατου μισθού, έχει ανοίξει μια έντονη συζήτηση για το ποια πρέπει να είναι η τακτική των δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στα συνδικάτα.
Κατ’ αρχάς να πούμε ότι τα μνημόνια είναι πλέον ένα καθεστώς, το οποίο διέπεται από μια σειρά νόμους και κανόνες. Αρα στο ζήτημα που τίθεται, της επαναφοράς ορισμένων δικαιωμάτων, η εργατική τάξη ξεκινά από μηδενική βάση σε ένα εξαιρετικά αντίξοο περιβάλλον, στο οποίο η ανεργία εξακολουθεί να κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα.
Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτιμά ότι είναι υψηλότερη κατά εφτά ποσοστιαίες μονάδες από το 19% που δίνει η κυβέρνηση. Στους παραπάνω δείκτες μέτρησης δεν προσμετρώνται και όσοι Ελληνες/ίδες έχουν μεταναστεύσει τα χρόνια των μνημονίων.
Μια δεύτερη αντικειμενική κατάσταση είναι η κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Οσον αφορά το είδος της σχέσης εργασίας, φαίνεται ότι ακόμη και την περίοδο μετά το 2015 η πλειονότητα των νέων συμβάσεων κάθε μήνα κινείται μεταξύ του 55% και 60% προς όφελος της μερικής και της εκ περιτροπής εργασίας. Το ίδιο ισχύει και στο Δημόσιο, όπου το ποσοστό της προσωρινής απασχόλησης έχει εκτιναχθεί από το 4-5% που ήταν το 2013 στο 20% για το 2017.
Πάντως η πλειονότητα των μερικώς απασχολούμενων θέλει να εργάζεται με πλήρη και σταθερή εργασία.
Συνεπικουρούμενα όλα αυτά από τους ιδεολογικούς και οργανωτικούς παράγοντες, όπως είναι ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης για τα συνδικάτα, συνθέτουν την τραγική εικόνα στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος της εργασίας.
Ο αρνητικός συσχετισμός δύναμης φαίνεται ιδιαίτερα στο επίπεδο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπου επήλθε ολική ανατροπή στο πεδίο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ).
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Για όλη την περίοδο μεταξύ 2011-17 έχουν υπογραφεί αθροιστικά 2.273 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας έναντι μόνο 162 κλαδικών/ομοιοεπαγγελματικών.
Ουσιαστικά είναι η περίοδος κατά την οποία θεσμοθετείται η υπερίσχυση των επιχειρησιακών έναντι των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, απαξιώνεται η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ), απορρυθμίζονται οι εργασιακές σχέσεις, συμπιέζεται προς τα κάτω ο κατώτατος μισθός και έτσι επιβεβαιώνεται ότι σταθερή επιδίωξη της εργοδοτικής πλευράς ήταν να μεταφέρει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης στο επίπεδο της επιχείρησης, όπου η εργατική πλευρά είναι πιο αδύναμη συνδικαλιστικά και επομένως διαπραγματευτικά.
Οι εργοδότες δεν έχουν ανάγκη ούτε τα επιχειρησιακά σωματεία ούτε τις ενώσεις προσώπων, οι οποίες γνώρισαν έξαρση από το 2010 ώς το 2013-14.
Μετα-μνημονιακή εποχή;
Οσον αφορά την επαναφορά και την επεκτασιμότητα των κλαδικών ΣΣΕ, ναι μεν είναι ένα θετικό μέτρο, όπως επίσης και ο νόμος για τις υπεργολαβίες ή την αδήλωτη εργασία, όμως ταυτόχρονα ενέχει και μια βασική αντίφαση. Αυτό που ίσχυε παλιότερα ήταν ότι ο/η υπουργός είχε τη δυνατότητα να κηρύξει υποχρεωτική για ένα κλάδο μια ΣΣΕ που έχουν υπογράψει οι εργοδότες, οι οποίοι απασχολούν συνολικά το 51% των εργαζομένων του κλάδου. Ωστόσο αυτό που γίνεται τώρα είναι ότι συγκεκριμενοποιείται επί το αρνητικότερον για να έχει ισχύ η επέκταση μιας ΣΣΕ.
Συγκεκριμένα, οι εργοδότες καλούνται να δώσουν το Μητρώο Μελών τους, ώστε έτσι να υπολογιστεί ο ακριβής αριθμός των εργαζομένων που δουλεύουν στον ανάλογο κλάδο με τον οποίο έχουν υπογράψει κλαδική σύμβαση.
Βέβαια οι εργοδότες μόνο αν θέλουν δίνουν το μητρώο τους. Ξέχωρα που δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου των εργοδοτών, ώστε να γίνει άμεσα σε όλους τους χώρους η αύξηση των μισθών, αν και όπου υπάρξουν κλαδικές ΣΣΕ.
Αν μάλιστα οι εργοδότες είναι αποφασισμένοι να σαμποτάρουν την επέκταση της σύμβασης σε ένα κλάδο, τότε μπορούν να επικαλεστούν τον νόμο για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και να μη δώσουν αριθμό μητρώου ή ακόμη και να αποχωρήσουν από την εργοδοτική οργάνωση στην οποία ανήκουν και άρα να μη συμπληρώνεται το 51% των εργαζομένων που απαιτείται για να υπογραφεί μια κλαδική ΣΣΕ, καθώς δεν τους υποχρεώνει ο νόμος.
Μια άλλη αντίφαση είναι ότι ενώ η επαναφορά του νόμου δίνει τη δυνατότητα στα σωματεία να αγωνιστούν για να μην μπορέσει να βρει πατήματα η εργοδοτική πλευρά και να ακυρώσει τη συμφωνία, εντούτοις τα μνημόνια, ακόμη και το 3ο Μνημόνιο το οποίο έχει υπογράψει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., έχουν δώσει όλο το οπλοστάσιο στους εργοδότες για να μπλοκάρουν τα πάντα.
Μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση μετά τη δεύτερη αξιολόγηση, το 2017, απελευθέρωσε την κυριακάτικη εργασία, διευκόλυνε περαιτέρω τις ομαδικές απολύσεις εφόσον καταργείται η διοικητική έγκριση (βέτο) του υπουργού Εργασίας, νομιμοποίησε την έμμεση ανταπεργία από μεριάς του εργοδότη μέσω του μισθολογικού lock-out (δηλαδή τη δυνατότητα μη καταβολής μισθού σε αυτούς που δεν απεργούν) και νομοθέτησε αντι-απεργιακά μέτρα, όπως ότι για να έχει απαρτία μια συνέλευση, η οποία θα αποφασίζει για απεργία, θα απαιτείται η παρουσία του 50%+1 των μελών, σε αντίθεση με αυτό το οποίο ίσχυε πριν που λαμβάνονταν αποφάσεις στη βάση της απαρτίας (για περισσότερα δες το άρθρο μας στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 24-7-2017).
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση δεν επαναφέρει την ΕΓΣΣΕ, αλλά προτιμά ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από την ίδια, όπως ορίζει ο νόμος Βρούτση (Ν.4172 του 2013). Επίσης δεν λέει τίποτα για την επαναφορά του επιδόματος γάμου, ούτε για το πάγωμα των τριετιών, ενώ με βάση τις μνημονιακές επιταγές δεν επανέρχεται η διαδικασία του ΟΜΕΔ που θα μπορούσε να βοηθήσει στο να κερδηθούν κάποιες συμβάσεις από την πλευρά των εργαζομένων.
Στο διά ταύτα
Το υποτιθέμενο μετα-μνημονιακό τοπίο στα εργασιακά θα εξακολουθεί να καθορίζεται από το καθεστώς που έχουν δημιουργήσει οι μνημονιακοί νόμοι. Παρ’ όλα αυτά, τα συνδικάτα και οι εργαζόμενοι χρειάζεται κατ’ αρχάς να εκμεταλλευτούν τις ρωγμές που δημιουργούνται από τις αντιφάσεις τις οποίες φέρνει η επαναφορά των κλαδικών ΣΣΕ ως μια ελαφρώς καλύτερη αφετηρία και να συζητήσουν τρόπους ανασυγκρότησης των συνδικάτων οργανώνοντας τους αγώνες τους.
Διότι η επαναφορά των δύο συλλογικών αρχών και η έναρξη της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού, παρά τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που ενέχουν, έχουν μεγάλη σημασία για ευρύτερα τμήματα της εργατικής τάξης υπό την έννοια ότι έπειτα από πολλά χρόνια παρέχεται -υπό προϋποθέσεις- η δυνατότητα της βελτίωσης των όρων και των συνθηκών απασχόλησης ενός σημαντικού αριθμού εργαζομένων (δες Α. Καψάλης, «Εργατικά δικαιώματα: νέα κατάσταση, νέα και παλαιά καθήκοντα»).
Αντίθετα, η λογική τού «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα» και η απαξίωση της επαναφοράς των δύο συλλογικών αρχών δεν προσφέρει καμία υπηρεσία στον κόσμο της μισθωτής εργασίας.
Υπό αυτή την έννοια η αξιοποίηση έστω και των ελάχιστων ευνοϊκών ρυθμίσεων δίνει τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να επαυξήσουν, αρχής γενομένης από τις απεργιακές κινητοποιήσεις που προκηρύσσονται, διεκδικώντας ακόμη περισσότερα, ώστε να επαναφέρουν τις κατακτήσεις και τα δικαιώματά τους.
Κατά συνέπεια επείγει να ανοίξει άμεσα και παντού η συζήτηση για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, μελετώντας ταυτόχρονα σε ποιους κατ’ αρχήν κλάδους υπάρχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα για παρέμβαση. Κι αυτό επειδή μια οικονομική άνθηση, ακόμη και εάν αρχικά προέρχεται μόνο από ορισμένους κλάδους, βοηθά στην ανάπτυξη των οικονομικών διεκδικήσεων και άρα στην αναγέννηση των απεργιακών αγώνων και ενδεχομένως σε αντεπίθεση, αν και αυτή μπορεί να μη γίνει αμέσως ορατή εξαιτίας της αποδυνάμωσης του πολιτικού ενδιαφέροντος των εργαζομένων από τις προηγούμενες ήττες.
Το ζητούμενο κάθε φορά είναι η εκτίμηση της συγκυρίας, η καλή προετοιμασία των δράσεων και κυρίως η ικανότητα να υπάρχουν επιτυχίες.
*Επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ-ΓΣΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου