oaednews

Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

Η ημέρα εβδομαδιαίας αναπαύσεως μπορεί να χορηγείται οποιαδήποτε ημέρα εντός κάθε περιόδου επτά ημερών.

Μια σημαντική δίκη πρόκειται να διεξαχθεί τις επόμενες ημέρες από το Ευρωπαϊκό δικαστήριο σχετικά με την χορήγηση υποχρεωτικής ημέρα αναπαύσεως σε περίοδο άνω των έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας
Η πρόταση  του Εισαγγελέα προς το δικαστήριο (η οποία στην πλειοψηφία των δικών γίνεται δεκτή) είναι :
Το άρθρο 5 της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και το άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι δεν επιτάσσουν τη χορήγηση της περιόδου εβδομαδιαίας αναπαύσεως το αργότερο την έβδομη ημέρα μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας, αλλά ότι επιβάλλουν τη χορήγηση περιόδου αναπαύσεως κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου επτά ημερών.  

Το ιστορικό της δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο 

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η εβδομαδιαία ανάπαυση την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος δυνάμει των εν λόγω διατάξεων πρέπει να χορηγείται το αργότερο την έβδομη ημέρα μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας.

Με τις παρούσες προτάσεις μου θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους θεωρώ ότι στο ερώτημα αυτό πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση και ότι, δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, η ημέρα εβδομαδιαίας αναπαύσεως μπορεί να χορηγείται οποιαδήποτε ημέρα εντός κάθε περιόδου επτά ημερών.


Ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης, A.-F. Maio Marques da Rosa, απασχολήθηκε από το 1991 έως το 2014 –από το 1999 ως ταμίας– στην εφεσίβλητη εταιρία Varzim Sol – Turismo, Jogo e Animação, SA (στο εξής: Varzim Sol), η οποία έχει στην ιδιοκτησία της και εκμεταλλεύεται ένα καζίνο στην Πορτογαλία. Το καζίνο λειτουργεί καθημερινά, εκτός της 24ης και της 25ης Δεκεμβρίου, για ορισμένο αριθμό ωρών, από το απόγευμα έως το πρωί.

Κατά τα έτη 2008 και 2009, ο προσφεύγων εργάστηκε, σε ορισμένες περιπτώσεις, επί επτά συνεχόμενες ημέρες. Από το 2010, η Varzim Sol τροποποίησε τα ωράρια ούτως ώστε οι υπάλληλοι να μην εργάζονται περισσότερες από έξι συνεχόμενες ημέρες.

Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή κατά της Varzim Sol ζητώντας, κατ’ ουσίαν, να αναγνωριστεί ότι η τελευταία δεν του είχε χορηγήσει τις ημέρες υποχρεωτικής αναπαύσεως τις οποίες ο ίδιος θεωρούσε ότι εδικαιούτο βάσει της πορτογαλικής νομοθεσίας και των επιχειρησιακών συμβάσεων. Συναφώς, ζήτησε αποζημίωση ίση προς την αμοιβή για την υπερωριακή εργασία που είχε παράσχει, για τις έβδομες ημέρες συνεχούς απασχολήσεως κατά τις οποίες είχε αναγκαστεί να εργαστεί και για τη μη χορήγηση της δεύτερης ημέρας εβδομαδιαίας αναπαύσεως, καθώς και για τις μη χορηγηθείσες ημέρες ανταποδοτικής αναπαύσεως.

Μετά την απόρριψη της αγωγής του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο προσφεύγων άσκησε έφεση ενώπιον του Tribunal da Relação do Porto (εφετείου του Πόρτο).

Το εν λόγω δικαστήριο, έχοντας αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία των άρθρων 5 των οδηγιών 93/104/ΕΚ και 2003/88/ΕΚ, αποφάσισε να αναστείλει την έκδοση της αποφάσεώς του και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

« 1)      Λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 5 [των οδηγιών 93/104/ΕΚ και 2003/88/ΕΚ], καθώς και του άρθρου 31 [του Χάρτη], σε περίπτωση εργαζομένων που εργάζονται με βάρδιες και εκ περιτροπής περιόδους αναπαύσεως, σε επιχείρηση ανοικτή κάθε ημέρα της εβδομάδας, η οποία δεν έχει ωστόσο συνεχή 24ωρη παραγωγική δραστηριότητα, είναι υποχρεωτικό να χορηγείται η υποχρεωτική ημέρα αναπαύσεως την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος εντός κάθε περιόδου 7 ημερών, δηλαδή, τουλάχιστον την έβδομη ημέρα που έπεται 6 διαδοχικών ημερών εργασίας;

2)      Συνάδει με τις προμνησθείσες οδηγίες και διατάξεις ερμηνεία κατά την οποία, σε σχέση με τους συγκεκριμένους εργαζομένους, ο εργοδότης μπορεί να επιλέγει ελεύθερα τις ημέρες στις οποίες παρέχει στον εργαζόμενο, εντός κάθε εβδομάδας, την ανάπαυση την οποία αυτός δικαιούται, με αποτέλεσμα να μπορεί να υποχρεωθεί ο εργαζόμενος να εργαστεί, χωρίς υπερωριακή αμοιβή, έως 10 διαδοχικές ημέρες (παραδείγματος χάριν, από την Τετάρτη μιας εβδομάδας, κατόπιν αναπαύσεως τη Δευτέρα και την Τρίτη, έως την Παρασκευή της επόμενης εβδομάδας, με ανάπαυση το Σάββατο και την Κυριακή που ακολουθούν);

3)      Συνάδει με τις προμνησθείσες οδηγίες και διατάξεις ερμηνεία κατά την οποία η περίοδος συνεχούς αναπαύσεως 24 ωρών μπορεί να χορηγηθεί σε οποιαδήποτε ημερολογιακή ημέρα καθορισμένης περιόδου 7 ημερολογιακών ημερών και η επόμενη περίοδος συνεχούς αναπαύσεως 24 ωρών (στις οποίες προστίθενται οι 11 ώρες ημερήσιας αναπαύσεως) μπορεί επίσης να χορηγηθεί σε οποιαδήποτε από τις ημερολογιακές ημέρες της περιόδου 7 ημερολογιακών ημερών που έπεται της προμνησθείσας περιόδου;

4)      Συνάδει με τις προμνησθείσες οδηγίες και διατάξεις, λαμβανομένου επίσης υπόψη του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2003/88], ερμηνεία κατά την οποία ο εργαζόμενος, αντί να λαμβάνει περίοδο συνεχούς αναπαύσεως 24 ωρών (στις οποίες προστίθενται οι 11 ώρες ημερήσιας αναπαύσεως) για κάθε περίοδο 7 ημερών, μπορεί να λαμβάνει δύο, διαδοχικές ή μη, περιόδους συνεχούς αναπαύσεως 24 ωρών σε οποιαδήποτε από τις 4 φυσικές ημέρες καθορισμένης περιόδου αναφοράς 14 φυσικών ημερών;»



Οι προτάσεις του Εισαγγελέα 



1.      Επί του αντικειμένου των προδικαστικών ερωτημάτων και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία

Επί των τριών πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων

Με τα τρία πρώτα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 5 των οδηγιών 93/104/ΕΚ και 2003/88/ΕΚ, καθώς και το άρθρο 31 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι η περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως την οποία δικαιούται ο εργαζόμενος πρέπει να χορηγείται το αργότερο την έβδομη ημέρα μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας ή αν ο εργοδότης είναι ελεύθερος να επιλέγει, ανά περίοδο επτά ημερών, τον χρόνο ενάρξεως της περιόδου εβδομαδιαίας αναπαύσεως.

Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν, εν μέρει, στις διατάξεις της οδηγίας 93/104/ΕΚ, η οποία ίσχυε έως την 1η Αυγούστου 2004, και εν μέρει στις διατάξεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, με την οποία κωδικοποιήθηκαν, με έναρξη ισχύος τη 2α Αυγούστου 2004, οι διατάξεις της οδηγίας 93/104/ΕΚ. Εντούτοις, δεδομένου ότι η διατύπωση των άρθρων 5 των εν λόγω οδηγιών ταυτίζεται και ότι, ως εκ τούτου, οι απαντήσεις που πρέπει να δοθούν στα τρία πρώτα ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο είναι οι ίδιες ανεξαρτήτως της εφαρμοστέας οδηγίας, προκειμένου να δοθεί απάντηση στα εν λόγω ερωτήματα χρειάζεται να γίνει αναφορά αποκλειστικώς στις διατάξεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Επιπροσθέτως, για τον ίδιο λόγο, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 93/104 από το Δικαστήριο ισχύει πλήρως και για το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ.

Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι το πρώτο ερώτημα αφορά αποκλειστικώς την «περίπτωση εργαζομένων που εργάζονται με βάρδιες και εκ περιτροπής περιόδους αναπαύσεως, σε επιχείρηση ανοικτή κάθε ημέρα της εβδομάδας, η οποία δεν έχει ωστόσο συνεχή 24ωρη παραγωγική δραστηριότητα». Η διατύπωση αυτή θέτει το ζήτημα κατά πόσον είναι κρίσιμο εν προκειμένω το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88, κατά το οποίο χωρεί παρέκκλιση, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 5 της οδηγίας για την εργασία κατά βάρδιες.

Το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει αν εκτιμά ότι ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης έπρεπε να θεωρηθεί, στο πλαίσιο της απασχολήσεώς του στη Varzim Sol, ως εργαζόμενος σε βάρδιες υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ ή/και αν παρείχε στην εν λόγω εταιρία εργασία κατά βάρδιες υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 5, της εν λόγω οδηγίας. Επίσης, το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι το πορτογαλικό δίκαιο προβλέπει παρεκκλίσεις από το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 για την εργασία κατά βάρδιες, όπως κάνει το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της ίδιας οδηγίας. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο δεν παραπέμπει καθόλου ούτε στην τελευταία αυτή διάταξη ούτε στις διατάξεις του πορτογαλικού δικαίου περί των εργαζομένων σε βάρδιες, τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων.

Υπό τις συνθήκες αυτές, εκκινώ από την υπόθεση ότι το πορτογαλικό δίκαιο δεν προβλέπει παρεκκλίσεις από το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ για την εργασία κατά βάρδιες (19) σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας και ότι η τελευταία αυτή διάταξη δεν ασκεί, συνεπώς, επιρροή όσον αφορά την απόφαση που θα εκδοθεί επί της διαφοράς της κύριας δίκης.

Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει επίσης στοιχεία σχετικά με το αν οι επιχειρησιακές συμβάσεις που διέπουν τη σχέση εργασίας μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης περιέχουν διατάξεις θεσπίζουσες παρεκκλίσεις από το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88, σύμφωνα με το άρθρο 18 της τελευταίας (20). Αντιθέτως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι συμβάσεις αυτές προέβλεπαν τη χορήγηση στον προσφεύγοντα δικαιώματος μίας συμπληρωματικής ημέρας εβδομαδιαίας αναπαύσεως, επιπλέον της προβλεπόμενης από το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Με άλλα λόγια, οι εν λόγω συμβάσεις παρείχαν στον εκκαλούντα προστασία ευρύτερη από την προβλεπόμενη στο άρθρο 5.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν τις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο ή συλλογικές συμβάσεις επιτρέπουν παρεκκλίσεις από το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88, σύμφωνα, αντιστοίχως, με το άρθρο 17, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας, αλλά τη «γενική κατάσταση» που διέπεται αποκλειστικώς από το άρθρο 5 της οδηγίας. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι οι διατάξεις των εργατικών κωδίκων του 2003 και του 2009 και των επιχειρησιακών συμβάσεων που είναι εφαρμοστέες στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να ερμηνευθούν σύμφωνα με το τελευταίο αυτό άρθρο.

Τέλος, διαπιστώνεται ότι, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν συνάδει με το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ και με το άρθρο 31 του Χάρτη κατάσταση στην οποία ο εργαζόμενος μπορεί να υποχρεωθεί να εργάζεται επί δέκα συνεχόμενες ημέρες «χωρίς υπερωριακή αμοιβή».

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, εκτός από την ειδική περίπτωση του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 σχετικά με την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών, η οδηγία απλώς ρυθμίζει ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας πράγμα που σημαίνει ότι, κατ’ αρχήν, δεν βρίσκει εφαρμογή στην αμοιβή των εργαζομένων . Επομένως, το εάν και σε ποιο βαθμό ο προσφεύγων εδικαιούτο να λάβει, όπως ισχυρίζεται, υπερωριακή αμοιβή δεν εξαρτάται από την οδηγία 2003/88, αλλά ενδεχομένως από τις οικείες διατάξεις του εθνικού δικαίου, καθώς και από τις εφαρμοστέες επιχειρησιακές συμβάσεις.

Εν κατακλείδι, φρονώ ότι με τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα ζητείται, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 και το άρθρο 31 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι η περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως πρέπει να χορηγείται το αργότερο την έβδομη ημέρα μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

Με το τέταρτό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ποια ερμηνεία πρέπει να δοθεί στο άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν, για την εφαρμογή του άρθρου 5, περίοδο αναφοράς η οποία δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις ημέρες .

 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο δεν παραθέτει κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η Πορτογαλική Δημοκρατία έκανε χρήση της ευχέρειας που προβλέπει το άρθρο 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ να προβλέψει ανάλογη περίοδο αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας. Τόσο ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης όσο και η Πορτογαλική Κυβέρνηση επισημαίνουν ότι η ευχέρεια αυτή δεν αξιοποιήθηκε από τον Πορτογάλο νομοθέτη.

Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το τέταρτο ερώτημα ως απαράδεκτο, ακολουθώντας την πάγια νομολογία.

Επί της ερμηνείας του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη
Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι κάθε εργαζόμενος διαθέτει, ανά περίοδο 7 ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς αναπαύσεως 24 ωρών (στο εξής: περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως), στις οποίες προστίθενται οι 11 ώρες ημερήσιας αναπαύσεως, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3 της οδηγίας αυτής.

Ο προσφεύγων και η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, δυνάμει του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, η περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως πρέπει να χορηγείται το αργότερο την 7η ημέρα που έπεται 6 συνεχόμενων ημερών εργασίας. Αντιθέτως, η Varzim Sol, η Ουγγρική, η Πολωνική, η Φινλανδική και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή, εκτιμούν, κατ’ ουσίαν, ότι η διάταξη αυτή απλώς επιβάλλει τη χορήγηση περιόδου αναπαύσεως τουλάχιστον 35 ωρών ανά περίοδο 7 ημερών και συνεπώς η περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως μπορεί να συμπέσει με οποιαδήποτε ημέρα κατά την περίοδο αυτή των 7 ημερών.

Κατ’ αρχάς διαπιστώνεται ότι η φράση «ανά περίοδο επτά ημερών» στο άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, δεν παραπέμπει ρητώς στο δίκαιο των κρατών μελών και επομένως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο σε ολόκληρη την Ένωση .

Για τους λόγους που προανέφερα, συντάσσομαι με την ερμηνεία κατά την οποία το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 δεν επιτάσσει η περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως να χορηγείται υποχρεωτικώς το αργότερο την έβδομη ημέρα που έπεται έξι συνεχόμενων ημερών εργασίας, αλλά από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εν λόγω περίοδος πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου επτά ημερών. Αυτή η ερμηνεία συνεπάγεται ότι, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως, ο εργαζόμενος μπορεί κατ’ αρχήν να υποχρεωθεί να εργαστεί επί δώδεκα συνεχόμενες ημέρες, εφόσον πληρούνται οι λοιπές ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας 2003/88, και ιδίως αυτές που αφορούν την ημερήσια ανάπαυση και τη μέγιστη διάρκεια εργασίας ανά εβδομάδα.

Πρώτον, το συμπέρασμα αυτό απορρέει, κατά τη γνώμη μου, από γραμματική ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Πράγματι, οι όροι «ανά περίοδο επτά ημερών» δεν αφορούν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να χορηγείται η περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως, αλλά παραπέμπουν σε διάρκεια (επτά ημέρες) εντός της οποίας πρέπει να χορηγηθεί αυτή η περίοδος. Εξάλλου, το γράμμα της διατάξεως δεν αναφέρει «συνεχόμενες ημέρες εργασίας», αλλά απαιτεί, αντιθέτως, η περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως να χορηγείται στη διάρκεια κάθε περιόδου επτά ημερών, ανεξαρτήτως του αν και σε ποιο βαθμό ο εργαζόμενος εργάστηκε ή όχι κατά τις επτά αυτές ημέρες.

Επομένως, κατά την άποψή μου, η έννοια της «περιόδου επτά ημερών» του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ δεν αναφέρεται σε περίοδο η έναρξη της οποίας κυμαίνεται, υπό την έννοια ότι αρχίζει να τρέχει μετά το τέλος κάθε περιόδου εβδομαδιαίας αναπαύσεως, όπως φαίνεται να θεωρεί ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, αλλά σε σταθερές, διαδοχικές περιόδους.

Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, με άλλες πράξεις του δικαίου της Ένωσης, ο νομοθέτης της Ένωσης επέβαλε ρητώς στα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν στους εργαζομένους περίοδο αναπαύσεως μετά από ορισμένη χρονική περίοδο. Το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προτίμησε πιο ευέλικτη διατύπωση στο άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88, αποδεικνύει, κατά την άποψή μου, ότι δεν θέλησε να επιβάλει τη χορήγηση της εβδομαδιαίας περιόδου αναπαύσεως που προβλέπει το εν λόγω άρθρο μετά από ορισμένο αριθμό συνεχόμενων ημερών εργασίας ). Προσθέτω ότι η ερμηνεία την οποία υποστηρίζουν ο προσφεύγων και η Πορτογαλική Κυβέρνηση, κατά την οποία το άρθρο 5 περιορίζει τον αριθμό συνεχόμενων ημερών εργασίας σε έξι δεν βρίσκει έρεισμα σε καμία από τις γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2003/88.

Τρίτον, οι προπαρασκευαστικές εργασίες σχετικά με την οδηγία 93/104, η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2003/88), επιβεβαιώνουν, κατά την άποψή μου, ότι σκοπός του άρθρου 5 αυτής είναι να εξασφαλίσει στους εργαζομένους μια ελάχιστη περίοδο αναπαύσεως ανά εβδομάδα, καταλείποντας όμως στους εθνικούς νομοθέτες και στους κοινωνικούς εταίρους ορισμένο περιθώριο ευελιξίας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας . Αυτή την έννοια έχουν και τα έγγραφα της Επιτροπής σχετικά με τη μεταφορά από τα κράτη μέλη των οδηγιών 93/104 και 2003/88/ΕΚ . Εξάλλου, καίτοι η αρχική εκδοχή του άρθρου 5 της οδηγίας 93/104/ΕΚ ανέφερε την ανάπαυση της Κυριακής, η διάταξη αυτή προέβλεπε απλώς ότι η ελάχιστη περίοδος εβδομαδιαίας αναπαύσεως συμπεριλάμβανε «κατ’ αρχήν» την Κυριακή.

Τέλος, θεωρώ ότι το γεγονός ότι επιβάλλεται εβδομαδιαία περίοδος αναπαύσεως κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου επτά ημερών συνάδει με τον κύριο σκοπό της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, όπως έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο, ήτοι την αποτελεσματική προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων . Συναφώς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ αποτελεί απλώς τον βασικό κανόνα που είναι εφαρμοστέος σε κάθε εργαζόμενο και στον οποίο προστίθενται ειδικοί κανόνες για τομείς δραστηριότητας που χαρακτηρίζονται από επαχθείς συνθήκες εργασίας ή από ειδικούς κινδύνους.

43.      Όσον αφορά το άρθρο 31 του Χάρτη, διάταξη την οποία επίσης αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, κατά την παράγραφο 2 του εν λόγω άρθρου, κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, σε εβδομαδιαίες περιόδους αναπαύσεως. Όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις σχετικά με το Χάρτη, η παράγραφος αυτή βασίζεται στην οδηγία 93/104/ΕΚ, καθώς και στο άρθρο 2 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και στο σημείο 8 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, όσον αφορά το δικαίωμα εβδομαδιαίας αναπαύσεως, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη αντιστοιχεί προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ. Επομένως, το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη δεν είναι ικανό να παράσχει χρήσιμα συμπληρωματικά στοιχεία όσον αφορά τη ζητούμενη ερμηνεία του άρθρου 5 της οδηγίας 2003/88.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ και το άρθρο 31 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι δεν επιτάσσουν τη χορήγηση περιόδου αναπαύσεως το αργότερο την έβδομη ημέρα μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας, αλλά ότι επιβάλλουν τη χορήγηση περιόδου αναπαύσεως κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου επτά ημερών. Υπενθυμίζω ότι η ερμηνεία αυτή ισχύει και για το άρθρο 5 της οδηγίας 93/104 (45). Η εν λόγω ερμηνεία συνεπάγεται ότι, δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, ο εργαζόμενος μπορεί, κατ’ αρχήν, να υποχρεωθεί να εργαστεί επί έως και δώδεκα συνεχόμενες ημέρες, εφόσον πληρούνται οι λοιπές ελάχιστες απαιτήσεις της οδηγίας 2003/88/ΕΚ, και ιδίως εκείνες που αφορούν την ημερήσια ανάπαυση και τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας .

Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του ελάχιστου χαρακτήρα της εναρμονίσεως η οποία πραγματοποιήθηκε με την οδηγία 2003/88, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις που να χορηγούν στους εργαζομένους ευρύτερη προστασία, όσον αφορά την εβδομαδιαία ανάπαυση, από την προστασία που προβλέπει 2003/88/ΕΚ. Όπως προκύπτει ρητώς από το άρθρο 15, η οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν ή να θεσπίζουν ευνοϊκότερες νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων . Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να καθορίσει αν και σε ποιο βαθμό η πορτογαλική νομοθεσία  ή/και οι εφαρμοστέες στη διαφορά της κύριας δίκης επιχειρησιακές συμβάσεις  προβλέπουν τέτοιες ευνοϊκότερες διατάξεις.

Πρόταση

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Tribunal da Relação do Porto (εφετείο του Πόρτο, Πορτογαλία) ως εξής:

Το άρθρο 5 της οδηγίας 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, και το άρθρο 31 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν την έννοια ότι δεν επιτάσσουν τη χορήγηση της περιόδου εβδομαδιαίας αναπαύσεως το αργότερο την έβδομη ημέρα μετά από έξι συνεχόμενες ημέρες εργασίας, αλλά ότι επιβάλλουν τη χορήγηση περιόδου αναπαύσεως κατά τη διάρκεια κάθε περιόδου επτά ημερών.



Π

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου