Των Δημήτρη Χαλυβόπουλου, Σταύρου Χατζόπουλου.
Πρόλογος.
Στο
συγκεκριμένο άρθρο θα αναλυθούν διάφορα μυθεύματα που αφορούν το
ελληνικό χρέος και οι λαθεμένες πρακτικές που εξακολουθούν να εφαρμόζουν
οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Στόχος του άρθρου είναι να γίνει αντιληπτή η
παραπληροφόρηση και η προπαγάνδα που εκφράζεται από τα ΜΜΕ και αρκετούς
οικονομολόγους που έχουν καταφέρει να «εμφυτεύσουν» στη συνείδηση των
περισσοτέρων ελλήνων ότι ζουν σε μια χώρα με ανυπέρβλητα προβλήματα και
ελάχιστα περιθώρια για ευημερία.
Αρχικά,
θα εξηγηθούν με απλά λόγια οι οικονομικοί όροι που σχετίζονται με το
χρέος και θα παρατεθούν πίνακες με δεδομένα που αποδεικνύουν ότι οι
πολιτικές που εφαρμόζονται καταστούν το δημόσιο χρέος μη διαχειρίσιμο.
Ταυτόχρονα, θα εξηγηθεί πως προέκυψε το τεράστιο ελληνικό χρέος, ποια
είναι η διάρθρωσή του και πως αντιμετωπίζεται.
Βασικές
πηγές του άρθρου αποτελούν το υπουργείο οικονομικών, η eurostat, η
κομισιόν και η επίσημη ιστοσελίδα της CIA. Τα δεδομένα είναι
αποκαλυπτικά παρόλο που οι παραπάνω οργανισμοί έχουν κάθε λόγο να τα
τροποποιήσουν-«μαγειρέψουν» προκειμένου να αποκρύψουν τις καταστροφικές
τους πολιτικές.
Εισαγωγή
Η
συζήτηση περί αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους ξεκίνησε περί
τα τέλη του 2009 όταν ξεπέρασε το 120% του Α.Ε.Π. Με αφορμή και το
μόνιμο δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας οι οίκοι αξιολόγησης «ξαφνικά»
αντιλήφθηκαν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος δύσκολα θα αποπληρωθεί με
αποτέλεσμα να υποβαθμίσουν τα ελληνικά ομόλογα. Σταδιακά τα ελληνικά
ομόλογα υποβαθμίστηκαν σε βαθμό που να θεωρούνται ιδιαίτερα επισφαλή
αποθαρρύνοντας κάθε δυνητικό επενδυτή-αγοραστή. Τελικά με την πρόφαση
της αδυναμίας άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές, η χώρα μας σύρθηκε στο
μηχανισμό «στήριξης».
Στο
τέλος του 2010 το ελληνικό δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του Α.Ε.Π) ήταν
ένα από τα μεγαλύτερα χρέη του κόσμου αγγίζοντας το 150%. Όμως το
δημόσιο χρέος είναι ένας από τους πολλούς δείκτες που καθορίζουν την
πορεία του κράτους χωρίς απαραίτητα να θεωρείται και ο σημαντικότερος.
Βασική Ορολογία
Το δημόσιο χρέος
ισούται με το συνολικό χρέος της κυβέρνησης προς ιδιωτικούς και
δημόσιους φορείς ανεξάρτητα εάν εδρεύουν στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Η
σύνθεση του χρέους περιλαμβάνει όλα τα χρέη προς τράπεζες του εσωτερικού
και εξωτερικού, ασφαλιστικά ταμεία και λοιπά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού
και Δημοσίου Δικαίου.
Αρκετοί
από τους παραπάνω οργανισμούς ενίοτε δανείζονται κεφάλαια από το
κράτος, όπως για παράδειγμα τα περιβόητα πακέτα στήριξης που δόθηκαν
στις ιδιωτικές εμπορικές τράπεζες και ξεπερνούν τα 100 δις ευρώ. Τα
κεφάλαια αυτά αποτελούν υποχρέωση της ιδιωτικής τράπεζας προς το δημόσιο
και το άθροισμα τέτοιων οφειλών θα έπρεπε να αφαιρεθεί από το συνολικό
δημόσιο χρέος. Συνεπώς, αν γίνει ο απαραίτητος συμψηφισμός το συνολικό καθαρό δημόσιο χρέος είναι λιγότερο από το επίσημο που ανακοινώνεται στους δημοσιονομικούς δείκτες.
Επίσης,
ύψιστη σημασία έχει το νόμισμα στο οποίο πρέπει να αποπληρωθεί το
δημόσιο χρέος. Για τις χώρες που χρησιμοποιούν το δικό τους νόμισμα, το
δημόσιο χρέος διαχωρίζεται σε εξωτερικό δημόσιο χρέος και εσωτερικό δημόσιο χρέος.
Το εξωτερικό δημόσιο χρέος διαμορφώνεται από το σύνολο των χρεών του δημοσίου που είναι πληρωτέα σε ξένο νόμισμα και αποτελεί υποσύνολο του συνολικού εξωτερικού χρέους που θα οριστεί παρακάτω.
Το εσωτερικό δημόσιο χρέος είναι εκφρασμένο σε τοπικό νόμισμα και δεν περιλαμβάνεται στο συνολικό εξωτερικό χρέος.[1]
Σημαντικότερος από το δημόσιο χρέος, θεωρείται από αρκετούς αναλυτές ο δείκτης του συνολικού εξωτερικού χρέους. Το συνολικό εξωτερικό χρέος (external debt),
ορίζεται ως: το σύνολο των χρεών του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα
πληρωτέο σε ιδιώτες (επιχειρήσεις, οργανισμούς και φυσικά πρόσωπα) που
εδρεύουν στο εξωτερικό. Συνήθως το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού
χρέους είναι πληρωτέο σε ξένο νόμισμα (δολάριο, ευρώ κ.λ.π.). Πρόκειται
για ιδιαίτερα σημαντικό δείκτη ιδίως για τις χώρες που χρησιμοποιούν το
δικό τους νόμισμα, καθώς αποτυπώνει το χρέος που πρέπει να αποπληρωθεί
σε διεθνές συνάλλαγμα.
Το
δημόσιο χρέος είναι διαχειρίσιμο όταν το μεγαλύτερο μέρος του είναι
εκφρασμένο ως εσωτερικό δημόσιο χρέος, δηλαδή είναι πληρωτέο σε τοπικό
νόμισμα. Η Ιαπωνία για παράδειγμα, ενώ κατέχει την πρώτη θέση στο δείκτη
του δημοσίου χρέους (199% Α.Ε.Π.) δεν αντιμετωπίζει κίνδυνο χρεοκοπίας
διότι το μεγαλύτερο μέρος του είναι εκφρασμένο σε τοπικό νόμισμα (γιέν).
Αντίθετα, στις χώρες της ευρωζώνης το δημόσιο χρέος είναι εκφρασμένο
σχεδόν εξ ολοκλήρου σε ευρώ και έχει όλα τα χαρακτηριστικά που διέπουν το εξωτερικό δημόσιο χρέος.
Τα
περισσότερα κράτη-μέλη της ευρωζώνης δεν έχουν το δικαίωμα αυτοβούλως
να εκδώσουν ευρώ, διότι η νομισματική πολιτική καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
(ΕΚΤ) και τις αποφάσεις της κομισιόν. Επιπλέον δεν μπορούν να πουλήσουν
τα κρατικά τους ομόλογα απευθείας στην ΕΚΤ με εξαίρεση τις πρόσφατες
περιπτώσεις της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Συνήθως,
οι χώρες της ευρωζώνης για να αντλήσουν κεφάλαια σε ευρώ, είναι
υποχρεωμένες να εκδώσουν κρατικά ομόλογα και έπειτα να προσπαθήσουν να
τα πουλήσουν σε επενδυτές (χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) που
δραστηριοποιούνται στη δευτερογενή αγορά, δηλαδή στις διεθνείς αγορές
παραγώγων. Εφόσον η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους δεν μπορεί να γίνει
άμεσα μέσω της εκτύπωσης ευρώ ή έμμεσα μέσω της έκδοσης κρατικών
ομολόγων, το δημόσιο χρέος έχει τα χαρακτηριστικά του εξωτερικού χρέους
και έτσι αποτυπώνεται από τις περισσότερες πηγές.
Στον
Πίνακα 1 παρουσιάζεται μία ενδεικτική λίστα κρατών σε σχέση με το
εξωτερικό και το δημόσιο χρέος. Η δεύτερη στήλη αποτυπώνει το εξωτερικό
χρέος κάθε χώρας σε δισεκατομμύρια δολάρια και η τρίτη στήλη παρουσιάζει
τη θέση της χώρας στη παγκόσμια κατάταξη με τα υψηλότερα εξωτερικά
χρέη. Η τέταρτη και η πέμπτη στήλη αποτυπώνουν το Α.Ε.Π. και το δημόσιο
χρέος της χώρας ως προς το Α.Ε.Π., αντίστοιχα.[2]
Στο
συγκεκριμένο πίνακα η Ελλάδα βρίσκεται στην εικοστή θέση και είναι
αξιοπρόσεκτο ότι χώρες της ευρωζώνης βρίσκονται στις πρώτες θέσεις του
πίνακα καθώς επιβαρύνονται με τεράστια εξωτερικά χρέη, όπως η Γαλλία και
η Γερμανία. Επίσης εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι χώρες με σαφώς
μικρότερη οικονομία από τη χώρα μας επιβαρύνονται με τεράστια εξωτερικά
χρέη όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο.
Πίνακας 1. Εξωτερικό και Δημόσιο Χρέος.3
Το τεράστιο εξωτερικό χρέος της Ιρλανδίας (9η
θέση Πίνακας 1) οφείλεται κυρίως στο χρέος του ιδιωτικού τομέα
(τράπεζες, πολυεθνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά) και πολύ λιγότερο
στο δημόσιο χρέος. Αντίθετα στην Ελλάδα, το εξωτερικό χρέος οφείλεται
κυρίως στο χρέος του δημόσιου τομέα και λιγότερο στο χρέος των
επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το Λουξεμβούργο, όπου δραστηριοποιούνται
ορισμένες από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, αποτελεί ιδιάζουσα
περίπτωση διότι το τεράστιο εξωτερικό χρέος (10η θέση στον
Πίνακα 1), οφείλεται αποκλειστικά στο ιδιωτικό χρέος του τραπεζικού
τομέα. Πρόκειται δηλαδή για τεράστια κεφάλαια που δανείζονται οι
τράπεζες αυτές κυρίως από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα οποία όμως
δανείζουν σε τρίτους.
Από
τα στοιχεία του πίνακα 1 υπολογίζεται εύκολα το δημόσιο χρέος (σε δις
δολάρια) για τις χώρες της ευρωζώνης (πολλαπλασιασμός στηλών 4 και 5)
και διαπιστώνεται ότι το εξωτερικό χρέος είναι μεγαλύτερο από το
δημόσιο, γεγονός αναμενόμενο διότι πρακτικά το εξωτερικό χρέος ισούται
με το άθροισμα του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους πληρωτέο σε ξένο
νόμισμα. Να σημειωθεί ότι για τις χώρες που χρησιμοποιούν το δικό τους
νόμισμα δεν έχει νόημα ο υπολογισμός του δημοσίου χρέους σε ξένο νόμισμα
(δολάρια ή ευρώ), διότι οι χώρες αυτές αποπληρώνουν το δημόσιο χρέος
κατά κύριο λόγο στο δικό τους νόμισμα, όπως η περίπτωση της Ιαπωνίας που
αναφέρθηκε νωρίτερα
Η
μέχρι τώρα ανάλυση ανέδειξε το γεγονός ότι υπάρχουν χώρες στην ευρωζώνη
που επιβαρύνονται με μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος από την Ελλάδα, τόσο
ποσοτικά όσο και ως ποσοστό του Α.Ε.Π. Ο απαιτητικός αναγνώστης
μελετώντας τα δεδομένα που δημοσιεύει η eurostat σχετικά με τους
βασικούς οικονομικούς δείκτες της ευρωζώνης[1] θα
διαπιστώσει ότι οι περισσότερες χώρες του ευρώ είναι ελλειμματικές και
το χρέος τους αυξάνει δραματικά. Συμπέρασμα, η Ελλάδα δεν έπρεπε να
είναι η πρώτη χώρα που εντάχθηκε στο μηχανισμό «στήριξης».
Στη
συνέχεια του άρθρου θα μελετηθεί η διαχρονική εξέλιξη του δημόσιου
χρέους στην προσπάθεια να αναδειχθούν οι παράγοντες που οδήγησαν στη
διόγκωση και καθιστώντας μη εφικτή τη διαχείρισή του.
Ιστορική Αναδρομή:
Μία
βασική δυσκολία που υπάρχει στην προσπάθεια ιστορικής αναδρομής του
χρέους είναι η αναλογία των στοιχείων και δεδομένων από το παρελθόν στο
παρόν. Κύριο πρόβλημα αποτελεί η αναγωγή παλαιοτέρων τιμών σε παρούσες
αξίες. Για παράδειγμα είναι διαφορετική η αγοραία αξία των 100 ευρώ δέκα
χρόνια πριν σε σχέση με σήμερα και για να γίνει η αντιστοιχία πρέπει να
ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός των προηγούμενων ετών μαζί με άλλα δεδομένα όπως οι τιμές των βασικών αγαθών κ.λ.π.
Επίσης,
για να μελετηθούν παλαιότεροι δείκτες του Α.Ε.Π. και του χρέους πρέπει
να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες όπως: οι νομισματικές ισοτιμίες,
οι ιδιωτικές καταθέσεις, το ιδιωτικό χρέος, το έλλειμμα και γενικότερα η
συνολική οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας. Τέλος, υπάρχει
και η αντικειμενική δυσκολία της εύρεσης στοιχείων από αξιόπιστες πηγές.
Στην
παρούσα ανάλυση η αρχική μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης του ελληνικού
δημόσιου χρέους έγινε χρησιμοποιώντας τα στατιστικά δεδομένα από την
έκθεση της ευρωπαϊκής επιτροπής[1] (κομισιόν)
που δημοσιεύθηκε στις 02/05/2011 και παρουσιάζει τα ιστορικά οικονομικά
δεδομένα των ευρωπαϊκών κρατών από το 1961 έως το 2012.
Ο
πίνακας 2 περιέχει τα δεδομένα από την έκθεση της ευρωπαϊκής επιτροπής
από το 1980 και μετά. Τα δεδομένα της έκθεσης για το ελληνικό δημόσιο
χρέος είναι εκφρασμένα ως προς το Α.Ε.Π. Το Α.Ε.Π. είναι εκφρασμένο σε
ευρώ και σε παρούσες αγοραίες αξίες (Gross Domestic Product at current
market prices). Δεν είναι γνωστό με ποια στατιστική μέθοδο έγινε η
προσέγγιση των τιμών σε παρούσες αξίες, παρόλα αυτά οι αποκλίσεις έχουν
μικρή συνεισφορά στην τεράστια διόγκωση του χρέους.
Πίνακας 2. Statistical annex of European economy.
Διάγραμμα 1. Δημόσιο Χρέος % του Α.Ε.Π. σε παρούσες αξίες και Δημόσιο Χρέος σε παρούσες αξίες (δις €).
Από
τον πίνακα 2 και το διάγραμμα 1 προκύπτει ότι τα πρώτα χρόνια της
μεταπολίτευσης το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από το 20,8 % του Α.Ε.Π. το
1974 σε 49,7% το 1986. Την ίδια περίοδο το ελληνικό δημόσιο χρέος ήταν
μονίμως χαμηλότερο από τον μέσο όρο του δημοσίου χρέους των ευρωπαϊκών
κρατών που συγκρότησαν την ευρωζώνη των 11.
Επίσης,
η αύξηση του δημοσίου χρέους θεωρείται φυσιολογική αν ληφθούν υπόψη και
οι συνθήκες που επικρατούσαν στην ελληνική και παγκόσμια οικονομία τη
συγκεκριμένη περίοδο. Πρωτίστως, οι συναλλαγές στα διεθνή χρηματιστήρια
εμπορευμάτων ήταν σε δολάριο βάση του οποίου αποτιμούνταν οι αξίες όλων
των εμπορευμάτων από το πετρέλαιο μέχρι τα βασικά τρόφιμα. Σε συνδυασμό
με την οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία των Η.Π.Α. το δολάριο έγινε
το βασικότερο αποθετικό νόμισμα στον κόσμο με αποτέλεσμα η αξία του σε
σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα συνεχώς να ανατιμάται.
Ήταν
πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να καταφέρει να συσσωρεύσει αποθέματα σε
σκληρό νόμισμα όταν υποχρεωνόταν να πληρώνει κυρίως σε ξένο νόμισμα τις
εισαγωγικές τις ανάγκες. Έπρεπε λοιπόν να προσφέρει στην ελληνική αγορά
αρκετό τοπικό νόμισμα για να συντηρήσει την ανάπτυξη και μετέπειτα την
κατανάλωση. Πρακτικά, η προσφορά χρήματος σε μια αγορά δίνει στους
πολίτες μιας χώρας μεγαλύτερη πρόσβαση στους υφιστάμενους φυσικούς,
υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Επιπλέον, συντελεί στην αύξηση του
βιοτικού επιπέδου μιας χώρας σε όλους τους τομείς αρκεί να μην γίνεται μέσο ξένου ή ιδιωτικού δανεισμού.
Στις
αρχές της δεκαετίας του 80 η προσφορά χρήματος έγινε μέσω εσωτερικού
δανεισμού (δραχμές). Αναλυτικότερα το ελληνικό κράτος εξέδιδε ομόλογα σε
δραχμές τα οποία πουλούσε στην τράπεζα της Ελλάδος. Τα χρήματα που
λάμβανε το κράτος τα διοχέτευε στην ελληνική αγορά και έπειτα
χρησιμοποιούσε ένα μέρος των εσόδων του για να πληρώσει το βασικό
δανειστή του, την τράπεζα της Ελλάδος. Πράγματι την περίοδο 1974 έως
1986 το εσωτερικό δημόσιο χρέος ήταν εκφρασμένο σε δραχμές και
αντιπροσώπευε περίπου το 90% του συνολικού δημοσίου χρέους. Το υπόλοιπο
10% που ήταν σε ξένο νόμισμα και αποτελούσε μέρος του εξωτερικού χρέους
ήταν απόλυτα διαχειρίσιμο.
Η
προσφορά χρήματος προκαλεί σταδιακή μείωση-υποτίμηση της αξίας του
τοπικού νομίσματος. Η υποτίμηση του νομίσματος μειώνει τη δυνατότητα
πρόσβασης του κράτους σε ξένους πόρους, δηλαδή αυξάνεται το κόστος των
εισαγωγών κάτι που αντισταθμίζεται με την αύξηση των εξαγωγών. Όταν όμως
το κράτος έχει μεγάλο χρέος σε ξένο νόμισμα (εξωτερικός δανεισμός), η
υποτίμηση δυσχεραίνει δραματικά την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Τη
συγκεκριμένη χρονική περίοδο η Ελλάδα διέθετε μικρό εξωτερικό χρέος και
κατάφερε να αναπτυχθεί κάτι που αποτυπώθηκε όχι μόνο στην αύξηση του
Α.Ε.Π. αλλά και στην πραγματική αύξηση του βιοτικού επιπέδου και της
περιουσίας των πολιτών. Για παράδειγμα, οι έλληνες πολίτες κατέχουν
μέχρι σήμερα, το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκατοίκησης στον κόσμο. Επίσης,
οι καταθέσεις των ελλήνων πολιτών ήταν αναλογικά από τις υψηλότερες στην
Ευρώπη έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1990[1] και αντίστοιχα ο ιδιωτικός δανεισμός ήταν από τους χαμηλότερους όχι μόνο στην ευρωζώνη των 12 αλλά στην ΕΕ των 27.
Ταυτόχρονα,
η βιομηχανία συνέχισε να συνεισφέρει μεγάλο μερίδιο στην αύξηση του
πλούτου της χώρας ως επακόλουθο της μεγάλης ανάπτυξης που σημειώθηκε την
προηγούμενη εικοσαετία (1960-1980). Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι
στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η ετήσια παραγωγή πετρελαίου ξεπερνούσε
τα 25.000 βαρέλια ετησίως (πενταπλάσια από τη σημερινή παραγωγή)
καλύπτοντας το 10% των ετήσιων αναγκών της χώρας[2].
Από
τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του
1990, η βιομηχανική παραγωγή άρχισε να μειώνεται ενώ η αύξηση του Α.Ε.Π.
συνεχίστηκε με μεγαλύτερους ρυθμούς εξαιτίας της κατανάλωσης και της
ραγδαίας αύξησης του χρηματοπιστωτικού τομέα. Συγκεκριμένα, η εισροή
κεφαλαίων μέσω εσωτερικού ή εξωτερικού δανεισμού αύξησαν το δημόσιο
χρέος του κράτους και ταυτόχρονα αποτυπώθηκαν ως έσοδα αυξάνοντας το
δείκτη του Α.Ε.Π. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων αυτών δεν ήταν
σε μορφή ρευστού αλλά χρηματο-οικονομικά εργαλεία (ομόλογα και λοιπά
προϊόντα της αγοράς παραγώγων) που αποτυπώθηκαν λογιστικά στους
ισολογισμούς του κράτους. Έτσι, η εικονική αύξηση του Α.Ε.Π. συνοδεύτηκε
με μία πραγματική αύξηση του δημοσίου χρέους.
Με
βάση παλαιότερες εκθέσεις της ένωσης ελληνικών τραπεζών και τα δεδομένα
που παρουσιάζονται στη μελέτη της ευρωπαϊκής επιτροπής-commission
(Πίνακας 2 & Διάγραμμα 1), αποδεικνύεται ότι υπήρξε ραγδαία αύξηση
του δημοσίου χρέους μετά το 1987. Μέχρι το έτος εκείνο η διαχείριση του
δημόσιου χρέους γινόταν από την Τράπεζα της Ελλάδος μέσω α) των
υποχρεωτικών
δεσμεύσεων
των καταθέσεων των εμπορικών τραπεζών στην Τράπεζα της Ελλάδος β) την
εκτύπωση νέου χρήματος στο τυπογραφείο του Χολαργού και γ) τον εξωτερικό
δανεισμό.
Το
1987 που ξεκίνησε η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, ιδιωτικές
επιχειρήσεις μπορούσαν να αγοράσουν δημόσιο χρέος μέσω της αγοράς
ομολόγων. Υποτίθεται πως η είσοδος του ιδιωτικού τομέα στις
αγοραπωλησίες δημοσίου χρέους και η εισαγωγή νέων χρηματοοικονομικών
εργαλείων (ομόλογα, παράγωγα, κλπ.) θα έδιδαν τη δυνατότητα στα κράτη να
χρησιμοποιήσουν τα παραπάνω εργαλεία για να διαχειριστούν καλύτερα το
δημόσιο χρέος.
Όπως
ήταν αναμενόμενο τα αντίθετα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν. Το
δημόσιο χρέος στα τέλη του 1987 ήταν μόλις 4,046 τρις δραχμές και σχεδόν
δεκαπλασιάστηκε σε 10 χρόνια φτάνοντας τα 41,241 τρις δραχμές στα τέλη του 1998[1].
Μέχρι
τα τέλη του 1990 το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί τόσο ποσοτικά όσο και ως
ποσοστό του Α.Ε.Π. ξεπερνώντας το 100% του Α.Ε.Π. για πρώτη φορά το
1995. Μολονότι το δημόσιο χρέος είχε αυξηθεί δραματικά, και πάλι
περισσότερο από το 80% ήταν αποτυπωμένο ως εσωτερικό χρέος,
δηλαδή ομόλογα ελληνικού δημοσίου πληρωτέα σε δραχμές. Μόνο ένα μικρό
μέρος του δημοσίου χρέους, το οποίο δεν ξεπερνούσε το 20% ήταν
εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα με συνέπεια να μην αποτελεί ιδιαίτερα μεγάλο
πρόβλημα[2].
Για
παράδειγμα το Δεκέμβριο του 1999, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του
εξωτερικού δημόσιου χρέους ανέρχονταν σε 6,247 δις δολάρια (περίπου 6
δις ευρώ) και ισοδυναμούσαν με το 4,5 % του Α.Ε.Π (132 δις € το 1999).
Το ποσό των 6,247 δις δολαρίων ισοδυναμούσε με 1,979 τρις δραχμές με
βάση τις ισχύουσες νομισματικές ισοτιμίες του 1999 και αποτελούσε μόνο
το 7,3 % των καταθέσεων σε δραχμές, συνάλλαγμα και repos των
επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Το ποσοστό γίνεται ακόμα μικρότερο αν
συμπεριληφθούν και τα υπόλοιπα νομισματικά μεγέθη του εγχώριου ιδιωτικού
τομέα όπως είναι τα τραπεζικά ομόλογα, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων
και οι τίτλοι του ελληνικού δημοσίου. Το άθροισμα των κεφαλαίων αυτών
ξεπερνούσε τα 9 τρις δραχμές το Δεκέμβριο του 1999[3].
Δέκα
χρόνια αργότερα στα τέλη του 2009, οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης του
δημόσιου χρέους (που αποτελούν υποσύνολο του συνολικού εξωτερικού
χρέους) εκτοξεύτηκαν στα 78,364 δις ευρώ ήτοι στο 33,3 % του Α.Ε.Π. (235
δις € το 2009). Επίσης, το Δεκέμβριο του 2009 το κόστος εξυπηρέτησης
του χρέους ισοδυναμούσε με το 32,9 %, των καταθέσεων ταμιευτηρίου,
προθεσμίας, όψεως και repos των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που
ανερχόταν σε 237,5 δις ευρώ[1].
Στο
διάγραμμα 1, από την καμπύλη που αποτυπώνει τη διαχρονική εξέλιξη του
χρέους, παρατηρείται ότι η εκθετική αύξηση του χρέους που ξεκίνησε περί
τα τέλη της δεκαετίας του 80, συνεχίστηκε και μετά την ένταξη της
Ελλάδος στην ευρωζώνη με ακόμα μεγαλύτερους ρυθμούς. Στο ίδιο διάγραμμα,
η καμπύλη που αποτυπώνει τη διαχρονική εξέλιξη του χρέους ως ποσοστό
του Α.Ε.Π. ακολουθεί σταθερή πορεία την ίδια χρονική περίοδο. Πράγματι
από το 1993 έως και το 2007 το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το
Α.Ε.Π. κυμαίνεται μεταξύ 95% και 105%.
Με
δεδομένο ότι οι περισσότεροι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν το
συγκεκριμένο δείκτη για να παρακολουθούν την εξέλιξη του χρέους, η
σταθεροποίηση της τιμής του αποτέλεσε το βασικό επιχείρημα των εκάστοτε
κυβερνήσεων που επικαλούνταν ότι ασκούσαν την πρέπουσα δημοσιονομική
πολιτική.
Επίσης,
στον πίνακα 2 δεν αποτυπώνεται η σύνθεση του δημόσιου χρέους η οποία
άλλαξε άρδην μετά την ένταξη της Ελλάδος στο ευρώ. Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, πριν την είσοδο στο ευρώ, περίπου το 80% του δημοσίου χρέους
ήταν εκφρασμένο σε ελληνικά ομόλογα πληρωτέα σε δραχμές και αποτελούσαν
το επονομαζόμενο εσωτερικό δημόσιο χρέος. Με την ένταξη της
Ελλάδος στο ευρώ τα ελληνικά ομόλογα πληρωτέα σε δραχμές, μετατράπηκαν
σε «ελληνικά» ομόλογα πληρωτέα σε ευρώ. Δηλαδή το εσωτερικό δημόσιο
χρέος που ήταν εκφρασμένο σε δραχμές με βασικό δανειστή την τράπεζα της
Ελλάδος, μετατράπηκε σε εξωτερικό χρέος αφού ήταν εκφρασμένο σε ευρώ με
κύριους δανειστές τις ιδιωτικές τράπεζες.
Υπενθυμίζεται
ότι η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα αυτοβούλως να εκτυπώσει νόμισμα και
ούτε μπορεί να πουλήσει απευθείας ελληνικά ομόλογα στην ΕΚΤ για να
αγοράσει ευρώ. Η Ελλάδα για να αντλήσει κεφάλαια και να αποπληρώσει το
χρέος της ήταν υποχρεωμένη να εκδίδει συνεχώς νέα ομόλογα τα οποία
πουλούσε σε ιδιώτες επενδυτές που δραστηριοποιούνται στη δευτερογενή
αγορά. Οι ιδιώτες επενδυτές που αγόραζαν ελληνικό χρέος μέσω ομολόγων
ήταν στην πλειοψηφία τους ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες. Οι τράπεζες
είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν ευρώ απευθείας από τη ΕΚΤ με επιτόκιο
1% και με τα χρήματα αυτά αγόραζαν ακατάπαυστα ελληνικά ομόλογα με
πολλαπλάσιο επιτόκιο καταγράφοντας τεράστια κέρδη.
Επίσης, τεράστια κέρδη αποκόμισαν και οι ελληνικές τράπεζες που εντάχθηκαν στα περιβόητα πακέτα στήριξης τα οποία ξεπέρασαν τα 100
δις € και συνετέλεσαν στην διόγκωση του δημοσίου χρέους. Το χρέος που
προέκυψε από τα πακέτα στήριξης των τραπεζών θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί ως απεχθές διότι αποτυπώθηκε μόνο λογιστικά χωρίς
να εισρεύσει στην πραγματική οικονομία. Για να γίνει κατανοητό πως
χρησιμοποιήθηκαν τα πακέτα στήριξης αναφέρεται το εξής παράδειγμα.
Έστω
ότι μία ιδιωτική τράπεζα έχει ανάγκη από ρευστό συνολικής αξίας 20 εκ €
για να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες της. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
(ΕΚΤ) για να δανείσει με 1% επιτόκιο την ιδιωτική τράπεζα ζητά κάποιες εγγυήσεις.
Οι εγγυήσεις παρέχονται απευθείας από το κράτος, τις περισσότερες φορές
με τη μορφή ομολόγου. Το κράτος εκδίδει ένα ομόλογο αξίας 100εκ € με τη
«συμφωνία- εγγύηση» ότι θα το πουλήσει στην ιδιωτική τράπεζα με
συγκεκριμένο επιτόκιο-απόδοση[2].
Με δεδομένη την παραπάνω συμφωνία, η ιδιωτική τράπεζα λαμβάνει 120 εκ €
από την ΕΚΤ με 1% επιτόκιο. Με τα 20 εκ € καλύπτει τις τρέχουσες
ανάγκες της και με τα υπόλοιπα 100 εκ € αγοράζει το κρατικό ομόλογο με
το συμφωνημένο επιτόκιο-απόδοση. Πιθανότατα, από τα 120 εκ €, μόνο τα 20
εκ € εκταμιεύονται ως πραγματικό ρευστό στα ταμεία της ιδιωτικής
τράπεζας, τα υπόλοιπα 100 εκ € αποτυπώνονται λογιστικά στο ενεργητικό
της. Δυστυχώς για τη χώρα μας, η εγγύηση και κατόπιν πώληση του ομολόγου
θα αποτυπωθεί στις υποχρεώσεις του κράτους με αποτέλεσμα την αύξηση του
δημοσίου χρέους κατά 100 εκ €.
Ακόμα
κι αν υποτεθεί ότι η αποπληρωμή του ομολόγου θα γίνει με χαμηλότερο
επιτόκιο από τα αντίστοιχα της δευτερογενής αγοράς, η παραπάνω
διαδικασία επιφέρει σημαντικό οικονομικό όφελος στην τράπεζα καθώς
επωφελείται από τη διαφορά του επιτοκίου. Αγοράζοντας για παράδειγμα, το
ελληνικό ομόλογο με 5% επιτόκιο-απόδοση, θα εισέπραττε ετησίως 5 εκ €
από την Ελλάδα πληρώνοντας μόνο 1,2 εκ € στην ΕΚΤ, κερδίζοντας 3,8 εκ €
ετησίως. Αν το ομόλογο είναι δεκαετούς διάρκειας, η τράπεζα θα εισπράξει
50 εκ € βάσει επιτοκίου-απόδοσης του ομολόγου (coupon rate) και 100 εκ €
εφάπαξ με τη λήξη του ομολόγου στο τέλος της δεκαετίας (χρεολύσιο).
Η
παραπάνω διαδικασία ζημιώνει διπλά το κράτος αφού με λογιστικό τρόπο
χρεώθηκε 100 εκ € αυξάνοντας το δημόσιο χρέος και βρέθηκε «υποχρεωμένο»
να αποπληρώνει σε ρευστό την απόδοση του επιτοκίου (coupon rate)
για τα επόμενα 10 χρόνια. Στην καλύτερη περίπτωση η αποπληρωμή των 100
εκ € στο τέλος της δεκαετίας (χρεολύσιο) θα πληρωθεί-συμψηφιστεί με νέα
έκδοση κρατικού ομολόγου μετακυλώντας χρονικά το χρέος .
Την
περίοδο ένταξης της Ελλάδος στο μηχανισμό «στήριξης» περίπου στα μέσα
του 2010 η ΕΚΤ άρχισε κρυφά να αγοράζει ελληνικά ομόλογα αξίας δεκάδων
δις ευρώ απευθείας από γαλλικές τράπεζες[3].
Εκείνη την περίοδο, η μεταπώληση ελληνικών ομολόγων στη δευτερογενή
αγορά ήταν αδύνατη διότι οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης υποβίβαζαν
συνεχώς τα ελληνικά ομόλογα καθιστώντας τα ιδιαίτερα επικίνδυνη
επένδυση. Οι τράπεζες που κατείχαν ελληνικά ομόλογα εγκλωβίστηκαν και
ήταν υποχρεωμένες να τα διατηρήσουν στο χαρτοφυλάκιό τους ευελπιστώντας
κάποια στιγμή να αποπληρωθούν. Η ΕΚΤ αγόρασε τα ελληνικά ομόλογα που
είχαν στην κατοχή τους οι γαλλικές τράπεζες, εκμηδενίζοντας το ρίσκο
τους και παρέχοντάς τους την απαιτούμενη ρευστότητα ενόψει των
περιβόητων stress test. Για ποιο λόγο η ΕΚΤ δεν έκανε το ίδιο και στην
περίπτωση της Ελλάδος είναι ένα γεγονός που προκαλεί ποικίλα ερωτήματα.
Επίσης,
με την ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη παρατηρήθηκε μία μεγάλη
αύξηση της πιστωτικής επέκτασης στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που
επέφερε αντίστοιχη αύξηση στο δείκτη του Α.Ε.Π. και του χρέους. Τα
χρήματα που εισέρευσαν μέσω τραπεζικού δανεισμού κατευθύνθηκαν με τέτοιο
τρόπο ώστε να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα οι εισαγωγές και η
κατανάλωση. Αντίστοιχα, η υιοθέτηση ενός σκληρού νομίσματος, η αύξηση
του κόστους διαβίωσης σε συνδυασμό με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν,
συνετέλεσαν στη μείωση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής.
Το «σκληρό» ευρώ διευκόλυνε τους εμπόρους-εισαγωγείς να τροφοδοτούν με
εισαγόμενους πόρους την εσωτερική κατανάλωση που διέθετε αρκετή
ρευστότητα λόγω μεγάλης προσφοράς πάσης φύσεως δανείων από τις τράπεζες.
Αντίθετα, η αύξηση τους κόστους λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων
σε συνδυασμό με τις αγκυλώσεις και τη γραφειοκρατία του κράτους
αποθάρρυναν τις επενδύσεις σε παραγωγικές και εξαγωγικές δραστηριότητες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την εικοσαετία 1960 – 1980 ο μέσος
ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας ήταν 10,6% ενώ στην
εικοσαετία 1980 – 2000 μειώθηκε σε 0,5 %[4].
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) ως εργαλείο αποπροσανατολισμού
Τις δεκαετίες 1990 και 2000, η αύξηση του Α.Ε.Π. δεν συνοδεύτηκε με την
αύξηση των υποδομών και της ανταγωνιστικότητας της χώρας και ούτε
επιτεύχθηκε κάποια ουσιαστική άνοδος του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Όπως θα εξηγηθεί παρακάτω το Α.Ε.Π. για προπαγανδιστικούς λόγους
συσχετίστηκε με τον πλούτο της χώρας και χρησιμοποιήθηκε στους κύριους
δημοσιονομικούς δείκτες ως παρονομαστής για λόγους αποπροσανατολισμού
και παραπληροφόρησης.
Περισσότερο
πρακτική λογική θα είχε ένας δείκτης που θα αποτύπωνε το λόγο του
χρέους ως προς τα ετήσια συνολικά έσοδα του κράτους. Αντίστοιχους
δείκτες χρησιμοποιούν και οι ιδιωτικές τράπεζες όταν εξετάζουν δάνεια
προς επιχειρήσεις ή καταναλωτές. Όμως, με δεδομένο ότι ο δείκτης των
συνολικών εσόδων του κράτους είναι περίπου δυόμιση φορές μικρότερος από
το Α.Ε.Π., ο λόγος του δημοσίου χρέους ως ποσοστό των εσόδων θα ήταν
δυόμιση φορές μεγαλύτερος.
Ο
δείκτης του Α.Ε.Π. δεν έχει καμία πρακτική αξία καθώς δεν
αντιπροσωπεύει κάτι απτό που να σχετίζεται με την οικονομία. Ο δείκτης
του Α.Ε.Π. υπολογίζεται (ή ορθότερα προσεγγίζεται) με 3 διαφορετικούς
τρόπους: α) προσέγγιση παραγωγής, β) προσέγγιση δαπάνης, γ) προσέγγιση
εισοδήματος. Ο συνηθισμένος τρόπος υπολογισμού είναι η προσέγγιση της
δαπάνης που ορίζεται στον πίνακα 3[5].
Πίνακας 3. Υπολογισμός Α.Ε.Π. με βάση την προσέγγιση της δαπάνης.
Στον
πίνακα 3 αποτυπώνονται οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το Α.Ε.Π.
χρησιμοποιώντας την προσέγγιση της δαπάνης. Στη συγκεκριμένη προσέγγιση
ο δείκτης με την μεγαλύτερη βαρύτητα είναι η «Τελική Καταναλωτική
Δαπάνη» που εμπεριέχει τις συνολικές δαπάνες των νοικοκυριών και
ορισμένες από τις δαπάνες της κυβέρνησης. Ποιες όμως είναι οι δαπάνες
της γενικής κυβέρνησης που ενσωματώνονται στο δείκτη του Α.Ε.Π. αποτελεί
αντικείμενο περαιτέρω έρευνας καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από
την επίσημη ιστοσελίδα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής που δημοσιεύει
τα αποτελέσματα του δείκτη Α.Ε.Π.
Από τους επιμέρους παράγοντες που διαμορφώνουν το δείκτη του Α.Ε.Π. παρατηρούμε ότι οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών
έχουν την μεγαλύτερη συνεισφορά σε ποσοστό 71,2 % (165.923/232.920) για
το 2008 και 72,9% (165.762/227.318) για το 2010. Όμως το μέγεθος της
συνολικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών είναι υπερβολικό. Με
βάση τα δεδομένα του 2008, αν τα 165,923 δις € διαιρεθούν με τα 10,7
εκατομμύρια του πληθυσμού της Ελλάδος προκύπτει ένας μέσος όρος που
υπερβαίνει τις 15.500 € ανά κάτοικο ετησίως (62.000 ανά τετραμελή
οικογένεια) μόνο για αγαθά και υπηρεσίες.
Ακόμα
μεγαλύτερη έκπληξη αποτελεί το γεγονός ότι οι καταναλωτικές δαπάνες των
νοικοκυριών του 2010 παρέμειναν στα επίπεδα του 2008 ενώ είναι ευρέως
αποδεκτό ότι η κατανάλωση έπεσε ραγδαία μετά το 2008 εξαιτίας της κρίσης
και του «μηχανισμού στήριξης». Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν
υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για τον αναλυτικό τρόπο υπολογισμού του
Α.Ε.Π., πλανάται δικαιολογημένα η υποψία ότι γίνεται μία προσπάθεια
διατήρησης της τιμής του δείκτη του Α.Ε.Π. σε υψηλά επίπεδα.
Ακόμα
κι αν υποτεθεί ότι οι τιμές των παραγόντων που αποτελούν το Α.Ε.Π. δεν
είναι «μαγειρεμένες» παραμένει ασαφής ο συσχετισμός των παραγόντων αυτών
με τον πλούτο ή το «παραγόμενο προϊόν» της Ελλάδος. Οι παράγοντες
«Τελική Καταναλωτική Δαπάνη» και ο «Ακαθάριστος σχηματισμός Κεφαλαίου»
ενσωματώνουν δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την παραγωγή
προϊόντος ή την αύξηση πλούτου. Για παράδειγμα, ενώ μία μεγάλη
οικολογική καταστροφή προκαλεί αναμφισβήτητο πλήγμα στο φυσικό πλούτο
μιας χώρας, τα χρήματα που διατίθενται για την αποκατάσταση της
καταστροφής δύναται να επιφέρουν πολλαπλάσιο αποτέλεσμα για το Α.Ε.Π.
μέσω της καταναλωτικής δαπάνης. Δηλαδή αυξάνεται το Α.Ε.Π. την ίδια
στιγμή που μειώνεται ο φυσικός-πραγματικός πλούτος της χώρας.
Πίσω
όμως από την αφηρημένη έννοια του Α.Ε.Π. «κρύφτηκε» από το ευρύ κοινό
και η τεράστια διόγκωση του δημοσίου χρέους όπως αποτυπώνεται παραπάνω
στο διάγραμμα 1. Μία χώρα είναι σε δεινή θέση και οδεύει σε χρεοκοπία
όταν έχει μεγάλο χρέος το οποίο αυξάνεται. Ο ρυθμός αύξησης του χρέους
καθορίζεται από το ύψος του ελλείμματος. Το χρέος δύναται να
χαρακτηριστεί «διαχειρίσιμο» όταν μειώνεται κάθε χρόνο. Για να συμβεί
αυτό πρέπει το κράτος να παρουσιάζει συνολικό πλεόνασμα, δηλαδή τα
συνολικά έσοδα να είναι μεγαλύτερα από τις συνολικές δαπάνες. Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν ενσωματώνει τις δαπάνες για τους τόκους,
άρα για να μειωθεί το χρέος πρέπει το πρωτογενές πλεόνασμα να είναι
μεγαλύτερο από τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης των τόκων, πράγμα
ανέφικτο στις μέρες μας.
Από τα διαθέσιμα δεδομένα του γενικού λογιστηρίου του κράτους και με βάση την έκθεση της commission για την ευρωπαϊκή οικονομία[1]
η Ελλάδα από το 1974 και κάθε χρόνο παρουσίαζε δημοσιονομικό έλλειμμα
με συνέπεια το δημόσιο χρέος συνεχώς να αυξάνει ποσοτικά. Από το 2006
και μετά το έλλειμμα αυξήθηκε τόσο ποσοτικά όσο και ως ποσοστό του
Α.Ε.Π. και ήταν πλέον φανερό για όσους διέθεταν βασικές γνώσεις
μακροοικονομικών ότι το χρέος δεν ήταν διαχειρίσιμο.
Τα βασικά οικονομικά μεγέθη της Ελλάδος και η προσφυγή στο μηχανισμό «στήριξης»
Για
να δικαιολογηθεί ο διασυρμός της Ελλάδος και η ένταξή της στο μηχανισμό
«στήριξης», διατυπώθηκαν κατά καιρούς διάφορα επιχειρήματα υπέρ των
δανειστών και εις βάρος του ελληνικού λαού. Ένα από τα σημαντικότερα
ήταν τα «μαγειρεμένα» οικονομικά αποτελέσματα που κατά καιρούς
ανακοίνωνε η ελληνική κυβέρνηση τα οποία υποτίθεται πως είχαν παραπλανήσει τους εταίρους μας στην ΕΕ, τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης.
Να σημειωθεί ότι οι οίκοι αξιολόγησης μέχρι και το 2008 αξιολογούσαν με υψηλό βαθμό (Α+) τα ελληνικά ομόλογα με αποτέλεσμα η αγορά ελληνικού χρέους μέσω των ομολόγων να θεωρείται επένδυση χαμηλού κινδύνου.
Κατά την περίοδο 2007 και 2008 η απόδοση του ελληνικού ομολόγου ήταν
ελάχιστα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του γερμανικού (0,3% στις
01/01/2008[2]).
Πρακτικά, οι οίκοι αξιολόγησης και οι ιδιώτες επενδυτές θεωρούσαν την
Ελλάδα ως μία επένδυση με πιθανότητα πτώχευσης ελάχιστα μεγαλύτερη από
την αντίστοιχη της Γερμανίας.
Οι
θεσμικοί επενδυτές από το 2001 έως και το 2009 αγόραζαν συνεχώς
ελληνικά ομόλογα ενώ γνώριζαν ότι το χρέος ήταν μη «διαχειρίσιμο». Είναι
αφελές να πιστεύει κανείς ότι μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν
είχαν τα μέσα και τις γνώσεις να αξιολογήσουν τα δημοσιονομικά της
Ελλάδος και αναγκαζόντουσαν να προβαίνουν σε επενδύσεις βασιζόμενοι
αποκλειστικά στις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων.
Άπαντες
έχουν πρόσβαση στην ιστοσελίδα της eurostat όπου κάθε χρόνο
δημοσιεύονται οι βασικοί δημοσιονομικοί δείκτες των κρατών-μελών της
ευρωζώνης. Με βάση την έκθεση της eurostat που δημοσιεύτηκε στις
22/04/2010 και τα δεδομένα για το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους
από το υπουργείο οικονομικών, συντάχθηκε ο πίνακας 4 που αποδεικνύει ότι
από το 2006 η Ελλάδα όδευε με γοργούς ρυθμούς προς την χρεωκοπία[3].
Με τη δικαιολογία της αναθεώρησης του Α.Ε.Π. και του διαφορετικού
τρόπου αποτύπωσης του δημόσιου χρέους, η eurostat αναθεώρησε προς το
χειρότερο τα δημοσιονομικά μεγέθη που δημοσίευσε την επόμενη χρονιά στις
26/04/2011[4].
Πίνακας 4. Βασικοί Δημοσιονομικοί Δείκτες σε δισεκατομμύρια ευρώ (δις €)
Στον πίνακα 4 παρουσιάζονται τα συνολικά δημόσια έσοδα (τακτικά + πιστωτικά) και η διαφορά των συνολικών εσόδων από τα συνολικά έξοδα ισούται με το έλλειμμα.
Από
τον ίδιο πίνακα προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν αποτελούσε ασφαλή επιλογή
καθώς το χρέος από το 2006 ήταν υπερδιπλάσιο από τα συνολικά έσοδα και
το έλλειμμα είχε αυξητικές τάξεις συμπαρασύροντας περαιτέρω το μέγεθος
του χρέους. Ιδιαίτερα ανησυχητική ήταν και η αύξηση του κόστους
δανεισμού που εκτοξεύτηκε από το 2006 και μετά. Μόνο το 2009 η Ελλάδα
δαπάνησε 78,364[1]
δις € για την εξυπηρέτηση του χρέους, ποσό που ισοδυναμούσε με το
65,46% των συνολικών εξόδων του κράτους την ίδια χρονιά. Συνεπώς, κανείς
«επενδυτής» δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι παραπλανήθηκε από ψευδή
στοιχεία διότι ακόμα και τα «μαγειρεμένα» δεδομένα αποκαλύπτουν ότι το
χρέος της Ελλάδος ήταν μη διαχειρίσιμο τουλάχιστον από το 2006 και μετά.
Οι συγκεκριμένοι «επενδυτές» αγόραζαν ομόλογα θεωρώντας ότι η Ε.Ε. και η
Ε.Κ.Τ θα παρέχει τις εγγυήσεις και τα κεφάλαια αποτρέποντας σενάρια
χρεοκοπίας των κρατών-μελών.
Τα συνολικά δημόσια έσοδα του κράτους διαχωρίζονται σε τακτικά και πιστωτικά.
Στα τακτικά έσοδα περιλαμβάνονται όλες οι ετήσιες εισπράξεις του
κράτους από άμεσους και έμμεσους φόρους, ασφαλιστικές εισφορές,
κοινοτικά κονδύλια, ΠΔΕ κλπ. Από την έκθεση του προϋπολογισμού του 2011
προκύπτει ότι τα τακτικά έσοδα του κράτους για το 2009 ήταν 50,585 δις
€. Τα κεφάλαια που αντλεί το κράτος από την έκδοση ομολόγων, την έκδοση
βραχυπρόθεσμων χρεογράφων (έντοκα γραμμάτια ελληνικού δημοσίου κλπ)
καθώς και από τη σύναψη διμερών δανείων όπως ο μηχανισμός «στήριξης»
αποτελούν τα πιστωτικά έσοδα.
Η αφαίρεση των τακτικών εσόδων από τα συνολικά έσοδα ισοδυναμεί θεωρητικά με τα πιστωτικά έσοδα (έσοδα μέσω δανεισμού) τα
οποία μετά βίας προσεγγίζουν τα 40 δις € για την ίδια χρονιά. Τα
πιστωτικά έσοδα όμως είναι σαφώς λιγότερα σε σχέση με τα 78,364 δις €
που δαπάνησε το κράτος το 2009 για να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος.
Συνεπώς τα δάνεια που λαμβάνει το κράτος αποτυπώνονται μόνο λογιστικά
χωρίς να μετουσιώνονται σε αύξηση ρευστότητας στην πραγματική οικονομία,
ουσιαστικά τα κεφάλαια αυτά συμψηφίζονται λογιστικά με παλαιότερες
υποχρεώσεις του κράτους μετακυλώντας χρονικά το χρέος. Τα υπόλοιπα
κεφάλαια που απαιτούνται για να εξυπηρετηθεί το χρέος καλύπτονται
μερικώς από τα τακτικά έσοδα του κράτους.
Νομισματική κυκλοφορία και η σκοπιμότητα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.
Από
τον πίνακα 4 προκύπτει ότι το τεράστιο έλλειμμα οφείλεται κυρίως στις
υπέρογκες δαπάνες του κράτους για την εξυπηρέτηση του χρέους και πολύ
λιγότερο στο κόστος των μισθών και των συντάξεων. Με βάση τον
προϋπολογισμό του 2011 τα πραγματοποιηθέντα έξοδα του κράτους για το
2009 σε μισθούς και συντάξεις ήταν 22,29 δις €[2].
Το ποσό των 22,29 δις € αποτελεί την λογιστική αποτύπωση των μικτών εξόδων.
Για να προκύψει η καθαρή αξία των δαπανών του κράτους για μισθούς και
συντάξεις πρέπει να αφαιρεθούν οι αντίστοιχες εισφορές των μισθωτών και
συνταξιούχων του δημοσίου που ενσωματώνονται κατά κύριο λόγο στα έσοδα
του φόρου εισοδήματος. Στην περίπτωση αυτή τα καθαρά έξοδα του
κράτους για μισθούς και συντάξεις είναι πολύ λιγότερα από 20 δις €
ετησίως και αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι καταβάλλονται σε 14 ή 12
δόσεις ετησίως αποτελούν ουσιαστικά μία μηνιαία υποχρέωση (μηνιαίο
κρατικό έξοδο) λιγότερη από 1,5 δις € σε ρευστό.
Σημειώνεται
επίσης ότι οι δαπάνες για μισθούς και συντάξεις είναι χρήματα που
επανέρχονται άμεσα ή έμμεσα στο κράτος. Άμεσα από τους φόρους
εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές και έμμεσα από το Φ.Π.Α., τους
ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τις ΔΕΚΟ κ.λ.π. Ό,τι απομένει από τα
παραπάνω χρήματα διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία μέσω της
κατανάλωσης, συμβάλλοντας υπό προϋποθέσεις στην ανάπτυξη. Άρα, για να
επιτευχθεί πλεόνασμα απαιτείται ρευστότητα στην πραγματική οικονομία
μέσω άμεσων επενδύσεων και αύξησης μισθών.
Αντίθετα
η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε επέφερε τη ραγδαία αύξηση
δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (χρεολύσια, τόκοι) εις
βάρος του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών. Επιπρόσθετα και με
δεδομένο ότι οι κάτοχοι του δημόσιου χρέους είναι ιδιωτικές εταιρίες, οι
δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους αποτελούν χρήματα που στην πλειονότητά
τους «μεταναστεύουν» μόνιμα στο εξωτερικό.
Τα
παραπάνω αποτελούν απαραίτητη εισαγωγή για να γίνει κατανοητή η
καταστροφική πολιτική που ακολουθήθηκε έπειτα από την επιβολή του
μηχανισμού «στήριξης». Από την μελέτη ιστορικών δεδομένων από χώρες που
είχαν παρόμοιους μηχανισμούς προκύπτει ότι το πρωτεύον μέλημα των
δανειστών είναι να εξασφαλίσουν τα οικονομικά συμφέροντα προσκείμενων
ιδιωτικών εταιριών.
Το
δάνειο των 110 δις € επισυνάφθηκε πρωτίστως για να επιτευχθεί η
αποπληρωμή μέρους των ομολόγων που κατέχουν στα χέρια τους ιδιωτικές
εταιρίες, κυρίως ξένες τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Όπως θα
εξηγηθεί παρακάτω, τα κρατικά ομόλογα είναι επενδυτικά εργαλεία χαμηλού
ρίσκου[3]
και όχι δάνεια όπως αδίκως αντιλαμβάνεται το ευρύ κοινό. Επιπλέον δεν
εμπεριέχουν δανειακές συμβάσεις με συνέπεια ο επενδυτής-δανειστής να μην
έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημιώσεις σε περίπτωση χρεοκοπίας.
Αντίθετα, η δανειακή σύμβαση που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση με την
τρόικα, το περίφημο «μνημόνιο», εμπεριέχει όρους που δίδουν το δικαίωμα
στους δανειστές να έχουν πρωτοφανείς απαιτήσεις σε περίπτωση αδυναμίας
εξυπηρέτησης του δανείου.
Η οικονομική πολιτική που επιβλήθηκε από την τρόικα σκόπευε και πέτυχε τη μείωση της ρευστότητας
από την πραγματική οικονομία. Η μείωση της ρευστότητας επιφέρει
πολλαπλάσια μείωση στα τακτικά έσοδα του κράτους τα οποία
αντισταθμίστηκαν ως ένα βαθμό από τους αυξημένους φόρους. Τα συνολικά
έσοδα παρέμειναν στα ίδια επίπεδα επειδή αυξήθηκαν τα πιστωτικά έσοδα
λόγο δανεισμού. Τα πιστωτικά έσοδα αποτυπώθηκαν λογιστικά μόνο και μόνο
για να βελτιώσουν τους δημοσιονομικούς δείκτες και ουδέποτε εισέρευσαν
με μορφή ρευστού στην πραγματική οικονομία.
Για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω πρέπει να οριστεί η έννοια της ρευστότητας. Η ρευστότητα σε μια αγορά ορίζεται αρχικά από το δείκτη Μ0, ή αλλιώς νομισματική κυκλοφορία
και αποτυπώνει το άθροισμα των χαρτονομισμάτων σε κυκλοφορία. Αν στον
δείκτη Μ0 προστεθούν οι τραπεζικές καταθέσεις όψεως παράγεται ο δείκτης Μ1 που καθορίζει την υπό στενή έννοια προσφορά χρήματος. Το 1999 για παράδειγμα, ο δείκτης Μ0 ήταν περίπου 2 τρις δραχμές και ισοδυναμούσε με το 5% του Α.Ε.Π.[4]
Ο
ορισμός των δεικτών ρευστότητας ποικίλλει από χώρα σε χώρα με συνέπεια
να είναι δύσκολη η αντιστοιχία δεδομένων. Ο δείκτης ρευστότητας Μ0 που
αποτυπώνει την τρέχουσα ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας ενός
κράτους ισοδυναμεί κατά μέσο όρο με το 3 έως 5% του Α.Ε.Π. Μετά την
είσοδο της Ελλάδος στο ευρώ δεν δημοσιεύονται επίσημα στοιχεία για το
μέγεθος της νομισματικής κυκλοφορίας (Μ0) παρά μόνο για το σύνολο των 17
χωρών της ευρωζώνης. Αν υποθέσουμε όμως ότι ακολουθεί το μέσο όρο των
χωρών της ΕΕ τότε πρέπει να κυμαίνεται από 3 έως 5 % του Α.Ε.Π. δηλαδή
από 7 έως 15 δις ευρώ.
Σε
πρακτικό επίπεδο η ρευστότητα στην αγορά τροφοδοτείται ή απορροφάται
από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (επιχειρήσεις και τράπεζες). Ο
δημόσιος τομέας τροφοδοτεί ρευστότητα στην αγορά κυρίως μέσω των μισθών
των δημοσίων υπαλλήλων, των συντάξεων, επιδομάτων και δημόσιων
επενδύσεων. Το δημόσιο απορροφά ρευστότητα από την αγορά μέσω των
έκτακτων φόρων, του Φ.Π.Α. των ειδικών φόρων κατανάλωσης και της
φορολογίας του εισοδήματος.
Οι
επιχειρήσεις τροφοδοτούν ρευστότητα στην αγορά μέσω των μισθών των
ιδιωτικών υπαλλήλων, προφανώς όσο αυξάνουν οι μισθοί επωφελούνται και τα
τακτικά έσοδα του κράτους από τους αυξημένους άμεσους και έμμεσους
φόρους. Αντίστοιχα, η αύξηση μισθών στον ιδιωτικό τομέα, επιφέρει άμεσα
αύξηση στη νομισματική κυκλοφορία προς όφελος κυρίως των εμπορικών και
μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ο τραπεζικός τομέας τροφοδοτεί ή απορροφά ρευστότητα από την αγορά και το ισοζύγιο ονομάζεται πιστωτική επέκταση.
Τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρήθηκε το παράδοξο της αρνητικής
πιστωτικής επέκτασης, δηλαδή τα χρήματα που διοχετεύτηκαν από τις
τράπεζες στην αγορά ήταν λιγότερα από τα χρήματα που εισέπραξαν οι
τράπεζες από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά[5].
Οι
πολιτικές που εφαρμόστηκαν με την υπογραφή του μνημονίου υποτίθεται πως
είχαν σκοπό να βελτιώσουν τα δημοσιονομικά τα χώρας ώστε να γίνει το
δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο. Με πρόσχημα την ανάγκη για αυξημένα έσοδα
και μειωμένα έξοδα, η κυβέρνηση και η τρόικα επέβαλε τεράστιους φόρους
την ίδια ώρα που μείωνε τους μισθούς. Επίσης, μειώθηκαν δραστικά οι
επιδοτήσεις του κράτους και της ΕΕ προς τις επιχειρήσεις και ταυτόχρονα
επιβραδύνθηκε ραγδαία η προσφορά δανείων από τις τράπεζες[6].
Όπως
ήταν λογικό οι παραπάνω πολιτικές γρήγορα επέφεραν τεράστια μείωση στη
ρευστότητα της αγοράς προκαλώντας το κλείσιμο κυρίως μικρομεσαίων
επιχειρήσεων και την αύξηση της ανεργίας. Η έλλειψη ρευστότητας
αδρανοποιεί την αγορά και ο ιδιωτικός τομέας υποχρεώνεται να αντλεί
ρευστότητα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει το κόστος
διαβίωσης. Νωρίτερα αναφέρθηκε ότι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα
μειώθηκαν κατά 50 δις € σε διάστημα 18 μηνών, από 237,5 δις € το
Δεκέμβριο του 2009 στα 188,633 δις ευρώ τον Αύγουστο του 2011 ( 31,528
δις € επιχειρήσεις + 157,135 δις € νοικοκυριά).
Η
συνεχιζόμενη μείωση της ρευστότητας αναγκάζει μεγάλο μέρος του
ιδιωτικού τομέα να προβαίνει σε άτακτη ρευστοποίηση της περιουσίας του
και να πουλάει σε μειωμένες τιμές. Αντίστοιχα το εργατικό δυναμικό λόγο
ανεργίας είναι διατεθειμένο να προσφέρει τις υπηρεσίες του με ολοένα και
χαμηλότερη αποζημίωση. Κάπως έτσι επιτυγχάνεται η πολυπόθητη εσωτερική υποτίμηση
που ωφελεί όσους διαθέτουν χρήμα καθώς μπορούν να αγοράζουν
επιχειρήσεις και ελληνική γη σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του χρηματιστηρίου όπου η συνολική
κεφαλαιοποίηση των εταιριών το 2007 ήταν περίπου 200 δις € ενώ στα τέλη
του 2011 έχει υποτιμηθεί περισσότερο από 85 % πέφτοντας κάτω από τα 30
δις €.
Η
εσωτερική υποτίμηση όμως προκαλεί και τη μείωση των τακτικών εσόδων του
κράτους με αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερη η αποπληρωμή ενός
αυξανόμενου χρέους. Ειδικότερα στις μέρες μας περί τα τέλη του 2011, το
δημόσιος χρέος έχει ξεπεράσει τα 350 δις € με συνέπεια τα σημερινά
δημοσιονομικά της Ελλάδος είναι χειρότερα από τα δεδομένα που
παρουσιάστηκαν παραπάνω στον πίνακα 4. Από τον ίδιο πίνακα αποδεικνύεται
ότι η επίτευξη πλεονάσματος είναι πρακτικά αδύνατη με αποτέλεσμα να
είναι αδύνατη, με τις συνηθισμένες συμβατικές πολιτικές, η μείωση του
χρέους.
Η προτεινόμενη λύση
Οι
λεπτομέρειες της συμφωνίας της 26/10/2011 δεν έχουν ανακοινωθεί αλλά η
εκτίμηση του συγγραφέα είναι ότι το «κούρεμα» του χρέους θα περιλαμβάνει
ένα μικρό μέρος του συνολικού δημόσιου χρέους και δεν θα επιφέρει
δημοσιονομικό πλεόνασμα ώστε να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο. Όπως
διαφαίνεται το κούρεμα του χρέους θα είναι μικρό και ανίκανο να
βελτιώσει τα δημοσιονομικά της χώρας με συνέπεια να θεωρείται θετικό
γεγονός μόνο για προπαγανδιστικούς λόγους. Με δεδομένο ότι με τα χρήματα
της νέας δανειακής σύμβασης θα αποπληρωθούν κρατικά ομόλογα που
κατέχουν μέχρι σήμερα ιδιωτικές τράπεζες, γίνεται αντιληπτό ότι το
«κούρεμα» του χρέους θα επιφέρει δυσάρεστη αλλαγή και στη σύνθεση του δημοσίου χρέους.
Όπως
και στην περίπτωση του πακέτου «στήριξης» των 110 δις €, η νέα δανειακή
σύμβαση (PSI) θα αντικαταστήσει ένα υποτιθέμενο χρέος εκφρασμένο σε
ομόλογα με ένα διμερές και διακρατικό χρέος που θα συνοδεύεται με
αυστηρούς όρους και εγγυήσεις σε περίπτωση αθέτησης πληρωμής.
Υπενθυμίζεται ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους κατέχουν
ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες έλαβαν άμεσα σε ρευστό ή έμμεσα μέσω
εγγυήσεων συνολικά πακέτα στήριξης άνω των 100 δις €. Τα χρήματα
και οι εγγυήσεις είχαν άμεση επίπτωση στην αύξηση του χρέους και πρέπει
να συμψηφιστούν, δηλαδή να αφαιρεθούν από το δημόσιο χρέος. Αντίθετα,
δρομολογείται αντικατάσταση με ομολόγα μεγαλύτερης διάρκειας χωρίς καμία
σοβαρή συνέπεια για τις τράπεζες.
Από
τα δημοσιονομικά μεγέθη της Ελλάδος προκύπτει ότι για να καταστεί το
δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο πρέπει να ελαχιστοποιηθεί το κόστος
εξυπηρέτησης του, για να συμβεί αυτό όμως πρέπει να γίνει ένα πολύ
μεγάλο «κούρεμα» του χρέους.
Πρακτικά,
η Ελλάδα πρέπει μονομερώς να αποφασίσει να μην αποπληρώσει το χρέος που
μπορεί να χαρακτηριστεί ως απεχθές ακόμα κι αν αυτό συνεπάγεται μία
δήλωση χρεοκοπίας. Μάλιστα η δήλωση χρεοκοπίας παρέχει κάθε νομικό
δικαίωμα σε ένα κράτος να μην αποπληρώσει τα κρατικά του ομόλογα κάτι το
οποίο θα είχε εξαιρετικά ευεργετικές συνέπειες για το ελληνικό χρέος το
οποίο θα εκμηδενιζόταν.
Η
μονομερής στάση πληρωμών όσο κι αν φαντάζει αδύνατη είναι απόλυτα
δικαιολογημένη όχι μόνο επειδή υπάρχει ιστορικό προηγούμενο σε πολλές
χώρες, αλλά δικαιολογείται απόλυτα και από την οικονομική θεωρία. Η
αγγλοσαξονική χρηματοοικονομική θεωρία εντάσσει τα ομόλογα στην
κατηγορία των χρηματοοικονομικών εργαλείων (financial instruments).
Αποτελούν εργαλεία άντλησης χρημάτων για τον πωλητή-δανειζόμενο ή
εργαλείο επένδυσης (όπως οι μετοχές) για τον αγοραστή-δανειστή. Πρέπει
να γίνει αντιληπτό από το ευρύ κοινό ότι τα ομόλογα δεν είναι δάνεια
αλλά μία επένδυση που έχει ρίσκο! Άλλωστε, οι κάτοχοι ομολόγων μπορούν
διασφαλίζουν τα χρήματά τους ακόμα και στην περίπτωση πτώχευσης
αγοράζοντας κάποιο ασφάλιστρο κινδύνου, τα περιβόητα CDs (Credit Default
swap). Ο όρος “swap” μεταφράζεται ως ανταλλαγή και δηλώνει τη
μεταβίβαση του ρίσκου από τον κάτοχο του ομολόγου σε κάποιο τρίτο νομικό
πρόσωπο. Σημειώνεται ότι τα CDs, όπως τα ομόλογα και οι μετοχές,
διαπραγματεύονται στην αγορά παραγώγων και η τρέχουσα αξία τους (market
price) μεταβάλλεται καθημερινά.
Επιστρέφοντας
στους τρόπους αντιμετώπισης του χρέους και τηρώντας τους κανόνες των
χρηματοοικονομικών, η καλύτερη δυνατή λύση για την Ελλάδα είναι η δήλωση
πτώχευσης και άρνησης πληρωμών τον ομολόγων. Σε μια τέτοια περίπτωση το
οικονομικό κόστος για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα ήταν
μηδαμινό καθώς η παγκόσμια αγορά παραγώγων εκτιμάται ότι ξεπερνάει τα
1400 τρις δολάρια, δηλαδή είκοσι φορές παραπάνω από το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Προφανώς, δεν θα χρειαστεί να εκτυπωθεί νέο χρήμα ή κάτι άλλο, τα πάντα
μπορούν να «τακτοποιηθούν» λογιστικά. Το μεγάλο πρόβλημα σε μια τέτοια
περίπτωση είναι η πολιτική διάσταση του θέματος και η περαιτέρω
κατάρριψη ή η αποκάλυψη των μεθόδων που χρησιμοποιεί το παγκόσμιο
χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το πρόσφατο παρελθόν αποδεικνύει ότι η ΕΚΤ και η κομισιόν καθορίζουν
την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης πρωτίστως με βάση τα συμφέροντα
των τραπεζών και κάποιων ιδιωτών εις βάρος των κρατών μελών. Η δήλωση
πτώχευσης από την Ελλάδα και η άρνηση αποπληρωμής των ομολόγων, πιθανόν
να οδηγούσε τη χώρα μας σε έξοδο από την ευρωζώνη. Να σημειωθεί ότι η
άρνηση αποπληρωμής των ομολόγων, με βάση τους κανόνες που διέπουν την
ΕΕ, δεν αποτελεί λόγο εξόδου μια χώρας από την ευρωζώνη, αλλά στην
περίπτωση της χώρας μας μπορεί να αποτελούσε επιχείρημα με την έννοια
της πολιτικής τιμωρίας.
Επιπλέον, η έξοδος της Ελλάδος από το ευρώ και η άρνηση αποπληρωμής των ομολόγων, θα δημιουργούσε μεγάλες λογιστικές «τρύπες» στους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και πλήγμα στην πραγματική οικονομία των εξαγωγικών-«ισχυρών» κρατών της ΕΕ. Το χειρότερο
σενάριο για την ευρωζώνη θα είναι οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα
προκαλέσει η έξοδος της Ελλάδος ή οποιασδήποτε άλλης από τις «αδύνατες»
χώρες της ΕΕ από την ευρωζώνη, κάτι που αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο
διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδος.
Κατά την προσωπική
άποψη του συντάκτη της παρούσας ανάλυσης και με την προϋπόθεση ότι η
ηγεσία της χώρας υπηρετεί τα συμφέροντα των πολιτών, η επιστροφή στην
δραχμή αν και αποτελεί «ταμπού» για πολλούς έλληνες, είναι ένα σενάριο
εφικτό που θα μπορούσε τάχιστα να οδηγήσει την Ελλάδα και τους Έλληνες
σε ευημερία και αειφόρο ανάπτυξη. Αποδείξεις και αδιάσειστα επιχειρήματα
υπάρχουν πολλά τα οποία όμως θα αναλυθούν σε μελλοντικό άρθρο.
Πηγές:
(Καθημερινή: «Σιγή ιχθύος» από τον Τρισέ… για τις επικρίσεις του Der Spiegel, 11/06/2010
(Ανδρέας Ξενάκης, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Η εποχικότητα στους δείκτες ρευστότητας, Διάγραμμα 1, σελ 125)
(Στοιχεία για την περίοδο πριν και μετά την είσοδο της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ: Ανάλυση Καταθέσεων ανά τομέα)
[1] Ετήσιο Κόστος Εξυπηρέτησης Χρέους
για το 2009 (78,344 δις) = Χρεολύσια (29,135 δις) + Τόκοι (12,184) +
Παράλληλες Δαπάνες (0,121) + Εξοφλήσεις Βραχυπρόθεσμων Τίτλων (36,904).
Να σημειωθεί ότι στις συνολικές δαπάνες του κράτους περιλαμβάνονται και
υπηρεσίες συμβούλων που αφορούν τις αγοραπωλησίες ομολόγων στη
δευτερογενή αγορά (αγορά παραγώγων). Οι «υπηρεσίες» αυτές δεν
αποτυπώνονται στο Κόστος Εξυπηρέτησης Δανεισμού αλλά ενσωματώνονται σε
δαπάνες με περιγραφές που δεν σχετίζονται άμεσα με το χρέος, π.χ.
Δαπάνες εξυπηρέτησης της δημόσιας πίστης.
[2] Πηγή 7) Πίνακας 5, σελ. 67.
[3] Πηγή 10) Ορισμός κρατικού ομολόγου
[4] Πηγή 14) Διάγραμμα 1, σελ 125
[5]
Το βασικό «προϊόν» μιας τράπεζας είναι το χρήμα. Προφανώς για να έχει
κερδοφορία πρέπει να πουλάει-δανείζει περισσότερο χρήμα από όσο
αγοράζει-δανείζεται.
[6] Το
κράτος-επιχείρηση έχει μία σημαντική διαφορά σε σχέση με τον
ιδιώτη-επιχείρηση. Οι μισθοί για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις
αποτυπώνονται ως υποχρέωση-έξοδα και ως εκ τούτου η μείωση μισθών και οι
απολύσεις επιφέρουν λογιστικό και χρηματικό όφελος στην ιδιωτική
επιχείρηση. Αντίθετα, οι μισθοί που αποδίδει το κράτος-επιχείρηση στους
δημοσίους υπαλλήλους (αλλά και συνταξιούχος) εισρέουν και πάλι στα
ταμεία του σε λιγότερο από ένα έτος και με πολλαπλάσια αξία. Θεωρητικά
όσο περισσότερο ρευστό υπάρχει σε μια οικονομία τόσο μεγαλύτερα θα είναι
τα έσοδα του κράτους από έμμεσους και άμεσους φόρους.
Ιανουάριος 2012
Έρευνα και Σύνταξη: Χαλυβόπουλος Δημήτρης
Επιμέλεια: Χατζόπουλος Σταύρος
Ενδιαφέρον αρθρο συγχαρητηρια για τα στοιχεία σας
ΑπάντησηΔιαγραφή