Ο κατηγορούμενος, ως εργοδότης και διευθύνων σύμβουλος εταιρείας, κρίθηκε ένοχος για παράβαση εργοδοτικής νομοθεσίας, και ειδικότερα γιατί δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα στους εργαζόμενους τις δεδουλευμένες αποδοχές τους.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Σταματική Μιχαλέτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Π. του Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Τσαλαπάτη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 7093/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ'αριθ.πρωτ.12910/20-11-2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1581/18.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ' αριθμόν 12910/2018 και από 20-11-2018 αίτηση του Ι. Π. του Μ., κατοίκου ... (οδός ...) για αναίρεση της υπ' αριθμόν 7093/2018 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473§§1 και 3 εδ.α του ΚΠΔ, βιβλίο, στις 1-11-2018, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά το άρθρο 473 §§1 και 3 ΚΠΔ. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή αναιρετικών της λόγων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Ν. 3996/2011 κάθε εργοδότης, που παραβαίνει τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας τις σχετικές με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας και συγκεκριμένα τα χρονικά όρια εργασίας, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 31 του Ν. 3904/2010, την καταβολή δεδουλευμένων, την αμοιβή, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων ή την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών ή με χρηματική ποινή τουλάχιστον εννιακοσίων (900) ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. Ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας που προβλέπουν βαρύτερη ποινική μεταχείριση εξακολουθούν να ισχύουν.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου μόνου §1 του ΑΝ 690/1945, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 § 1 του Ν. 2336/1995, τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ' αυτό ποινές κάθε εργοδότης ή διευθυντής ή επιτετραμμένος ή με οποιονδήποτε τίτλο εκπρόσωπος οποιασδήποτε επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή εργασίας, ο οποίος δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες συνεπεία της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας πάσης φύσεως αποδοχές, που καθορίζονται είτε από τη σύμβαση εργασίας, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, είτε από αποφάσεις διαιτησίας, είτε από το νόμο ή το έθιμο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από αυτή ως άνω πλημμέλημα τιμωρείται ως γνήσιο έγκλημα παραλείψεως, το οποίο συντελείται ευθύς ως ο υπόχρεος παραλείψει να καταβάλει στο δικαιούχο μισθωτό τις οφειλόμενες σ' αυτόν αποδοχές ή άλλης φύσεως χορηγίες, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο ή το έθιμο, είτε από τις διοικητικές πράξεις.
Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 98 και 94 του ΠΚ, προκύπτει ότι η εξειδίκευση του χρόνου τέλεσης των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, που διατηρούν την αυτοτέλειά τους, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, εκτός αν για μία ή περισσότερες πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου, όπως παραγραφή, η οποία αρχίζει από την ημέρα τέλεσης καθεμιάς από τις μερικότερες πράξεις, ή όταν συντρέχει λόγος απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανέγκλητου κλπ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωσή που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της.
Ειδικότερα, η καταδικαστική απόφαση για παράβαση της ως άνω διάταξης του ΑΝ 690/1945 στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια, ενόψει του περιεχομένου της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξης, τα κρίσιμα για την θεμελίωση του αναφερομένου σ' αυτή εγκλήματος περιστατικά, που είναι ο χρόνος κατά τον οποίο διήρκεσε η σύμβαση εργασίας, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές, καθώς και οι έκτακτες, το σύνολο αυτών, το ποσό που καταβλήθηκε στον εργαζόμενο έναντι αυτών και ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν οι οφειλόμενες από τον κατηγορούμενο αποδοχές στον εργαζόμενο και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση ή από το νόμο ή από το έθιμο.
Περαιτέρω, επί νομικού προσώπου, φερόμενου ως εργοδότη, πρέπει να προσδιορίζεται η μορφή του νομικού προσώπου και εάν πρόκειται για εταιρία και η εταιρική αυτής μορφή, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η θέση και η ιδιότητα που είχε ο κατηγορούμενος στην εταιρία αυτή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ώστε να ανακύπτει η υποχρέωσή του για την καταβολή των αποδοχών. Δεν αρκεί, δηλαδή, ο χαρακτηρισμός του κατηγορουμένου ως εργοδότη ή ως νόμιμου εκπροσώπου της εταιρικής επιχείρησης. Τέλος, κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ.Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διάταξης υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη την οποίαν εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το αιτιολογικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμόν 7093/ 2018 απόφασή του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα της παράβασης του άρθρου 28§1 του Ν.3996/2011 σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του ΑΝ 690/1945 και αναγνωρίζοντας σ' αυτόν το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2δ' του ΠΚ, τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης είκοσι έξι (26)μηνών, ανασταλείσα για τρία (3) έτη. Στο αιτιολογικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης το δικάσαν Δικαστήριο της ουσίας, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων σ' αυτή κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και αναγνωσθέντα έγγραφα), δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά από το αιτιολογικό, τ' ακόλουθα:"ο κατηγορούμενος, στη ... το έτος 2013, µε περισσότερες από µία πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, ως εργοδότης και δη νόμιμος εκπρόσωπος (Διευθύνων Σύμβουλος) της επιχείρησης µε την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ..., δεν κατέβαλλε εμπρόθεσμα, δηλαδή, μέχρι και της παραπάνω χρονολογίας, σ' αυτούς που απασχολήθηκαν απ' αυτόν µε μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε στους κατωτέρω αναφερόμενους εργαζόμενους στην ως άνω επιχείρηση το συνολικό ποσό των 32.218,01 ευρώ, προερχόμενο από δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους 2013, όπως αναλυτικά αναφέρονται τα ποσά στην κατωτέρω αναφερόμενη κατάσταση.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την προαναφερόμενη πράξη από αίτια µη ταπεινά και συνεπώς πρέπει να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 περ. δ' του ΠΚ.". Στη συνέχεια το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την ως άνω αξιόποινη πράξη, που τελέστηκε στη ..., το έτος 2013,κατά τα αναγραφόμενα κατά λέξη από το διατακτικό,του ότι: "Στη ... το έτος 2013, µε περισσότερες από µία πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, ως εργοδότης και δη νόμιμος εκπρόσωπος (Διευθύνων Σύμβουλος) της επιχείρησης µε την επωνυμία "...", που εδρεύει στη ..., δεν κατέβαλλε εμπρόθεσμα, δηλαδή, μέχρι και της παραπάνω χρονολογίας, σ' αυτούς που απασχολήθηκαν απ' αυτόν µε μισθό, τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και συγκεκριμένα δεν κατέβαλε στους κατωτέρω αναφερόμενους εργαζόμενους στην ως άνω επιχείρηση το συνολικό ποσό των 32.218,01 ευρώ, προερχόμενο από δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου του έτους 2013, όπως αναλυτικά αναφέρονται τα ποσά στην κατωτέρω αναφερόμενη κατάσταση".
Με αυτά όμως, που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας, στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 28 του Ν.3926/ 2011, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο του ΑΝ 690/1945, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων.
Ειδικότερα
α) δεν προσδιορίζονται στην απόφαση, μολονότι η αναφερόμενη σ' αυτή επιχείρηση φέρεται ως εταιρική και μάλιστα ως ανώνυμη εταιρεία και όχι ατομική, τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η ιδιότητα και η θέση του αναιρεσείοντος-κατηγορούμενου στην ανώνυμη ως άνω εταιρεία, η οποία κατά νόμο εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο αλλά αναφέρεται μόνον, ότι αυτός είναι νόμιμος εκπρόσωπος (διευθύνων σύμβουλος) αυτής, χωρίς να διευκρινίζεται πως προκύπτει η εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας από τον αναιρεσείοντα και η εξουσία πρόσληψης των αναφερόμενων στην ενσωματωμένη κατάσταση εργαζομένων, καθώς και η υποχρέωση αυτού περί καταβολής των αποδοχών τους.
β) δεν προσδιορίζεται ο χρόνος που έπρεπε να καταβληθούν σε καθένα των εργαζομένων τα μερικότερα κονδύλια των πάσης φύσεως αποδοχών του και αν το ύψος των αποδοχών και ο χρόνος καταβολής τους είχε ορισθεί από ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας, ενόψει του ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται αορίστως ''δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες από τη σχέση εργασίας αποδοχές και χορηγίες που καθορίσθηκαν από τη μεταξύ τους σύμβαση εργασία
γ) δεν προσδιορίζεται το ύψος των οφειλομένων σε καθένα των ως άνω εργαζομένων αποδοχών, ξεχωριστά κατά το είδος τους (δεδουλευμένες αποδοχές, πρόσθετη απασχόληση, δώρα Χριστουγέννων και επίδομα αδείας)και πως προκύπτουν αυτές ως και ο χρόνος κατά τον οποίον τα μερικότερα κονδύλια σε ένα έκαστο των εργαζομένων έπρεπε να καταβληθούν,ενόψει του ότι πρόκειται για τέλεση εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, ελλείψεις που δεν αναπληρώνονται με μόνη την παραπομπή στην ενσωματωμένη στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης κατάσταση.
Επομένως, είναι βάσιμοι οι συναφείς, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψη νόμιμης βάσης και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Μετά ταύτα, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει να γίνει δεκτή ή κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και ακολούθως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 519 του ΚΠΔ να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, καθόσον τούτο είναι εφικτό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμόν 7093/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2019.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου