Έρευνα του Levy Institute, που υπογράφουν οι Martin Binder και Alex Coad, αναλύει τον πολυεπίπεδο αντίκτυπο της ανεργίας, στα άτομα που έχασαν την εργασία τους. Επίσης προτείνει δράσεις που θα μπορούσαν να διδάξουν στο άτομο τις απαραίτητες ψυχολογικές ικανότητες για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα δυσμενή γεγονότα της ζωής.

Όπως αναφέρεται, η απώλεια της εργασίας για ένα άτομο και η μετατροπή του σε άνεργο, έχει σοβαρό αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων: Όχι μόνο χάνει το εισόδημα του, αλλά επίσης πληρώνει τα «ψυχολογικά κόστη», τα οποία ξεπερνούν την απώλεια εισοδήματος.

Η μετατροπή ενός ατόμου σε άνεργο μπορεί να το οδηγήσει στην απώλεια του νοήματος της ζωής, στην απώλεια του αυτοσεβασμού του και να τον οδηγήσει σε κοινωνικό στιγματισμό καθώς δεν θα είναι πλέον μέλος του εργατικού δυναμικού.

Εκτός αυτών, η κοινωνική ζωή του θα υποφέρει όταν χαθούν οι επαφές του από τον χώρο εργασίας και οι προηγούμενες «δομημένες» ημέρες του καταλήξουν μοναχικές.

Ως εκ τούτου δεν αποτελεί έκπληξη ότι η ανεργία είναι ένας καθοριστικός παράγοντας που οδηγεί σε δυστυχία τις κοινωνίες μας.

Οι αρνητικές επιπτώσεις της ανεργίας στην ευτυχία (ή αλλιώς στη υποκειμενική ευημερία, όρος που χρησιμοποιείται από την ακαδημαϊκή κοινότητα για να το ξεχωρίσει από το αίσθημα «ευτυχία» που επιδρά επάνω μας), έχουν αναλυθεί εδώ και δεκαετίες από την ψυχολογία και την οικονομική επιστήμη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η απώλεια της εργασίας είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες δυστυχίας.

Παρόλα αυτά, πρόσφατες έρευνες ήρθαν να μας διαφωτίσουν στο γεγονός ότι η σχέση ανεργίας- δυστυχίας είναι πολύ πιο ετερογενής απ΄ ότι πιστεύαμε:

Ένα παράδειγμα αυτής της έρευνας έδειξε ότι οι άνεργες γυναίκες υποφέρουν λιγότερο από τους αντίστοιχους άνδρες και μπορούν να προσαρμοστούν πιο εύκολα στις συνθήκες ανεργίας.

Άλλο παράδειγμα θα ήταν ότι το ζημιογόνο αποτέλεσμα της απογείωσης της ευημερίας, εξαρτάται από το πόσα άτομα του περίγυρου σου είναι άνεργα.

Αν ο σύντροφος κάποιου είναι άνεργος ή η γενικότερη ανεργία βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, η ατομική ανεργία δεν βιώνεται με τόσο άσχημο τρόπο.

Όμως η επίδραση της ανεργίας επί της ευτυχίας επίσης εξαρτάται από το ποια ήταν η κατάσταση ένα ευτυχούς άτομου που έμεινε άνεργο, πριν από αυτή την εξέλιξη.

Όπως έδειξαν οι Binder και Coad σε μελέτη τους η οποία σύντομα θα εκδοθεί (Economica, 2014), η επίδραση της ανεργίας ποικίλει ανάλογα με τη θέση του στη διανομή της υποκειμενικής ευημερίας.

Στην μελέτη τους, οι συγγραφείς τους εξετάζουν δεδομένα 10 ετών από το British Household Panel Survey (BPHS)- ένα σύνολο δεδομένων τα οποία αντιπροσωπεύουν τον Βρετανικό λαό και παρέχουν λεπτομερείς πληροφορίες για την εργασία την ευημερία του.

Χρησιμοποιώντας τις αποκαλούμενες «σταθερών επιδράσεων παλινδρομήσεις», οι συγγραφείς ανακάλυψαν ότι η αρνητική επίπτωση της ανεργίας αυξάνει, σε άτομα που ήταν ήδη δυστυχισμένα.

Για το 10% των πιο δυστυχισμένων του δείγματος των δύο ερευνητών (όπως μετρήθηκε με βάση την ικανοποίηση που ένιωθαν για τη ζωή τους), ο αρνητικός αντίκτυπος της ανεργίας ήταν διπλάσιος, απ΄ ότι το 10% που ανήκε στην ευτυχέστερη κατηγορία.

Αυτοί οι τελευταίοι υπέφεραν από τις επιπτώσεις κατά το ένα τρίτο σε σχέση με την πρώτη ομάδα. Η ίδια εικόνα αναδύεται αν κοιτάξουμε στην ψυχική ευεξία και όχι στην ικανοποίηση του βίου.

Μπορούμε να εικάσουμε ότι τα άτομα τα οποία έχουν καλές επιδώσεις στον τομέα της ευεξίας, αυτή (η ευεξία) δρα σαν ασπίδα όταν απολεσθεί η εργασία.

Για αυτή την ομάδα ατόμων, η ανεργία τους παρέχει την ευκαιρία να βελτιώσουν άλλους τομείς της ζωής τους, όπως για παράδειγμα να έχουν περισσότερο χρόνο για προσωπικές σχέσεις, να αποφεύγουν το στρες και επί το γενικότερο «να βάλουν τα του οίκου τους σε τάξη».

Και ενώ κάτι τέτοιο φαντάζει σαν θεωρητική εξήγηση, είναι συνεπές με την έρευνα καθώς αυτή αποδεικνύει ότι τα άνεργα άτομα έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν το χρόνο τους σε δραστηριότητες οι οποίες θεωρούνται ευχάριστες, παρά του γεγονότος ότι οι ίδιοι έχουν γίνει δυστυχείς λόγω της απώλειας εργασίας.

Φαίνεται ότι τα χαρούμενα άτομα είναι ψυχολογικά πιο «ανθεκτικά» και μπορούν να ανταποκριθούν με καλύτερο τρόπο σε αρνητικά γεγονότα στον βίο τους.

Αυτή η εξήγηση ενισχύεται όταν κοιτάμε πιο λεπτομερειακά τις επιδώσεις ικανοποίησης ανέργων ατόμων.

Οι ερωτηθέντες δεν παρείχαν μόνο πληροφορίες αναφορικά με το πόσο ικανοποιημένοι είναι με τη ζωή τους, αλλά εξέθεσαν με λεπτομέρειες και τον βαθμό ικανοποίησης τους σε σχέση με τα εισοδήματα, την εργασία την υγεία, την οικία, την κοινωνική ζωή τους, τη σύζυγο, τον χρόνο αναψυχής τους κλπ.

Η ανεργία έδειξε ότι επιδρά με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα του βίου τους.

Ας ξεκινήσουμε να ξετυλίγουμε αυτή την κατάσταση, εστιάζοντας σε αυτά τα επίπεδα, όπου εικάζουμε ότι θα έχουν τον χειρότερο αντίκτυπο στον άνεργο, δηλαδή την ικανοποίηση του ατόμου για το εισόδημα του και επίσης την άμεση ικανοποίηση που λαμβάνει από την εργασία του.

Η ικανοποίηση του εισοδήματος πλήττεται βαριά από την ανεργία, δημιουργώντας τεράστια δυσαρέσκεια σε αυτό το επίπεδο. Η ίδια εικόνα εμφανίζεται και στην απώλεια της εργασίας- που χωρίς να αποτελεί έκπληξη, η δυσαρέσκεια είναι ακόμη πιο έντονη.

Στο κοινωνικό επίπεδο, η ικανοποίηση της κοινωνικής ζωής του ατόμου δέχεται αρνητικές επιδράσεις από την ανεργία, αλλά αυτή η επίδραση δεν είναι τόσο ισχυρή, όσο η δυσαρέσκεια που προκαλεί η απώλεια εργασίας και εισοδήματος.

Για όσους είναι σχετικώς ικανοποιημένοι από την κοινωνική τους ζωή, η ανεργία την επηρεάζει αρνητικά με πιο ήπιο τρόπο.

Αυτό σημαίνει ότι μια ενεργή κοινωνική ζωή εκτός εργασίας, μπορεί να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των αρνητικών παρενεργειών της ανεργίας. Αυτό υπογραμμίζει περαιτέρω τις κοινωνικές πτυχές της εργασίας.

Επιπρόσθετα, εάν το άτομο βρίσκεται εντός ενός υποστηρικτικού γάμου, αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι ένα κοινωνικό περιβάλλον οικείων προσώπων το οποίο παρέχει υποστήριξη, μπορεί να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιδράσεις της ανεργίας.

Τα άτομα που δήλωσαν υψηλή ικανοποίηση από τον γάμο τους, δήλωσαν παράλληλα και μεγαλύτερη (γενική) ικανοποίηση, παρά το γεγονός ότι ήταν άνεργα.

Αν το άτομο είναι ευτυχές εντός του γάμου του, η ανεργία θα βελτιώσει αυτή την κατάσταση, καθώς ο άνεργος θα λαμβάνει την υποστήριξη του συντρόφου του.

Τέλος, αναφορικά με την ικανοποίηση που αντλείται από τον χρόνο αναψυχής, η μελέτη ανακάλυψε μια θετική σχέση που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της διανομής (του χρόνου).

Όσο περισσότερο κάποιος είναι κακοποιημένος με τον χρόνο αναψυχής του, τόσο πιο ευχάριστα δέχεται τον έξτρα χρόνο που του προκύπτει από την στιγμή που θα μείνει άνεργος.


Η υπόθεση της «ανθεκτικότητας» βρίσκει περαιτέρω ενίσχυση όταν κοιτάμε την επίδραση της ανεργίας σε άτομα τα οποία έχουν υψηλή ψυχική ευεξία (είναι καλά από ψυχολογικής άποψης).

Αυτά τα άτομα θα βιώσουν την ανεργία σαν ένα λιγότερο καταστροφικό συμβάν και πιθανώς ως μια ευκαιρία αναζήτησης νέων ενδιαφερόντων, πέρα από το επίπεδο της εργασίας.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, που θα ήθελαν να λάβουν υπόψη τους αυτά τα συμπεράσματα, θα ήταν καλό να εξακολουθούν να επικεντρώνονται στην παροχή περισσοτέρων και καλύτερων ευκαιριών εργασίας, για τα άτομα που θα βρεθούν άνεργα.

Όμως εκτός αυτού, θα ήταν επιθυμητό, όχι μόνο να ενισχύουν τους άνεργους μέσω σχετικών επιδομάτων, αλλά να τους παρέχουν στόχους, δια μέσω εθελοντικής ή κοινωνικής εργασίας (παράλληλα με την αναζήτηση δουλειάς).

Αυτού του είδους η απασχόληση θα πρόσφερε ευκαιρίες για κοινωνικές επαφές και θα μείωνε το «στίγμα» της ανεργίας.

Σε ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο, θα μπορούσαν να διδάξουν στο άτομο τις απαραίτητες ψυχολογικές ικανότητες για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα δυσμενή γεγονότα της ζωής, τα οποία μπορεί να μην είναι αποκλειστικό αποτέλεσμα της ανεργίας και να τα οδηγήσει σε πιο ικανοποιητικούς βίους.


*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μέρος του πρόσφατα δημοσιευμένου Working Paper των Martin Bider και Alex Coad, από το Levy Institute, με τίτλο «Heterogeneity in the Relation between Unemployment and Subjective Well-Being».