Πως φτάσαμε από τις εργατικές κινητοποιήσεις και τα λαοφιλή συνδικάτα στην απαξίωση της απεργίας και του συνδικαλισμού;
Το δικαίωμα στην απεργία και τον συνδικαλισμό αποτελεί ανθρώπινο
δικαίωμα και προστατεύεται από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας με την
συνθήκη του 1948, από τον κοινωνικό χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης
(1961) και τέλος από τη διεθνή συνθήκη οικονομικών κοινωνικών και
πολιτιστικών δικαιωμάτων του ΟΗΕ (1966).
Μεταξύ του 1950 και 1970 το ένα τρίτο των εργατών στις δυτικές χώρες
ήταν οργανωμένο σε συνδικάτα με δυναμική παρουσία και απεργίες
διαρκείας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 70 όμως η κατάσταση αλλάζει δραματικά.
Είναι η εποχή όπου η πρώτη μεγάλη ενεργειακή κρίση δοκιμάζει τον
πλανήτη, το δολάριο αποδυναμώνεται και η οικονομία δέχεται τους πρώτους
κλυδωνισμούς. Από εκείνη την περίοδο και έπειτα ξεκινάει η εγκαθίδρυση
ενός φιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης όπου οι αποκρατικοποιήσεις, η
μεταφορά κεφαλαίων και η απελευθέρωση των αγορών είναι στην πρώτη
γραμμή.
Ο πόλεμος εναντίον των συνδικάτων και του εργατικού κινήματος
κορυφώνεται τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη βρίσκοντας τους απόλυτους
εκφραστές στα πρόσωπα του Ρόναλντ Ρήγκαν και της Μάργκαρετ Θάτσερ.
Σήμερα στον Καναδά η οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα αγγίζει το 16%
ενώ στις ΗΠΑ μόλις το 7%. Στην Γαλλία, χώρα με παράδοση στον
συνδικαλισμό και ισχυρές εργατικές κινητοποιήσεις μόνο το 8% των εργατών
συμμετέχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα ενώ στην Βρετανία και την
Γερμανία οι αριθμοί αυτοί είναι 29 και 22% αντίστοιχα. Παράλληλα οι
μεγάλες απεργίες έχουν μειωθεί δραματικά. Μεταξύ 1980 και 1982 οι
απεργίες στις ΗΠΑ έπεσα από 187 το χρόνο σε 96 για να φτάσουν τις 39 το
2002 και τις 5 το 2009.
Η αρχή του τέλους του συνδικαλισμού
Η οικονομική κρίση και η εργασιακή ανασφάλεια έδωσαν το απόλυτο άλλοθι
στις κυβερνήσεις να θεσπίσουν μια σειρά από νόμους που καθιστούσαν την
οργάνωση των εργατών σε συνδικάτα όλο και πιο πολύπλοκη και τις απεργίες
παράνομες.
Τον Αύγουστο του 1981 στις ΗΠΑ, 13.000 από τους 17.500 ελεγκτές
εναέριας κυκλοφορίας προχώρησαν σε απεργία διαρκείας διεκδικώντας
καλύτερους μισθούς, συνταξιοδοτικά προνόμια και λιγότερες ώρες εργασίας.
Ο πρόεδρος Ρήγκαν σε διάγγελμα του, δίνει 48 ώρες διορία να επιστρέψουν
στις δουλειές τους. Τα μέσα ενημέρωσης κρατούν αρνητική στάση στην
απεργία στρέφοντας τους πολίτες εναντίον των ελεγκτών οι οποίοι
«απολάμβαναν ήδη υψηλούς μισθούς και προνόμια ενώ παράλληλα έθεταν την
ασφάλεια των ΗΠΑ σε κίνδυνο».
Η απεργία θεωρήθηκε παράνομη και οι πρωτεργάτες του συνδικάτου των
ελεγκτών αντιμετώπισαν ποινές φυλάκισης. Δύο μέρες αργότερα η απεργία θα
λήξει όταν ο πρόεδρος Ρήγκαν θα απολύσει 11.000 ελεγκτές και θα τους
απαγορέψει δια βίου να εργαστούν στον δημόσιο τομέα.
Η απεργία αυτή θεωρήθηκε από πολλούς ως η αρχή του τέλους για τον
συνδικαλισμό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Μια στάση που θα εμπνεύσει
την Μάργκαρετ Θάτσερ, όταν 3 χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει η μεγάλη
απεργία των ανθρακωρύχων στην Μεγάλη Βρετανία και θα αποτελέσει το τέλος
του πανίσχυρου συνδικάτου τους στη χώρα.
Το «δικαίωμα στην εργασία»
Το δικαίωμα στην απεργία σταδιακά θα μετατραπεί σε «δικαίωμα στην
εργασία» και οι απεργίες θα θεωρηθούν ως μέσο «εκβιασμού και ομηρίας των
πολιτών». Έτσι θα θεσπιστούν μια σειρά από νόμοι που διευκολύνουν την
ποινικοποίηση τους.
Ο νόμος Taft–Hartley που ψηφίστηκε από το αμερικάνικο κογκρέσο το 1947
–παρά το βέτο του προέδρου Τρούμαν- θα αποτελέσει το άλλοθι στις ΗΠΑ για
τη θέσπιση νομοθετικών πράξεων που διασφαλίζουν το «δικαίωμα στην
εργασία» έναντι της απεργίας. Οι νόμοι αυτοί επιτρέπουν -μεταξύ
άλλων-στον εργοδότη να απολύσει όποιον εργάτη απεργεί ή ανήκει σε
σωματείο ενώ παράλληλα του δίνει το δικαίωμα να στραφεί νομικά εναντίον
συνδικάτων. Τον Δεκέμβριο του 2012 το Μίσιγκαν έγινε η 24η πολιτεία όπου
το «δικαίωμα στην εργασία» νομοθετήθηκε παρά τις διαμαρτυρίες χιλιάδων
πολιτών. Εντύπωση προκαλεί πως ακόμα και ο πρόεδρος Ομπάμα τάχθηκε κατά
του νόμου δηλώνοντας ότι δεν μειώνει την ανεργία αλλά οδηγεί σε όλο και
περισσότερο κακοπληρωμένη εργασία.
Παρόμοιοι νόμοι θα ισχύσουν στην Αγγλία και στην Αυστραλία ενώ στον
Καναδά μια σειρά νόμων γνωστοί ως «επιστροφή στην εργασία» θα τεθούν σε
ισχύ από τον Μάιο του 2011 με αφορμή την απεργία διαρκείας των
ταχυδρομικών υπηρεσιών της χώρας. Οι ίδιοι νόμοι χρησιμοποιήθηκαν ως
μέσο πίεσης των πιλότων και των τεχνικών της Air Canada όταν τον Μάρτιο
του 2012 προσπάθησαν να επαναδιαπραγματευθούν τις συλλογικές συμβάσεις
εργασίας.
Και όπου οι νόμοι και οι απολύσεις δεν είναι αρκετές για να κάμψουν τις
απεργίες οι δυνάμεις καταστολής αναλαμβάνουν δράση. Στις 16 Αυγούστου
του 2012 η αστυνομία θα πυροβολήσει εναντίον των απεργών ανθρακωρύχων
της Μαρικάνα στη Νότια Αφρική σκοτώνοντας 47 άτομα και τραυματίζοντας
78.
Δεν είναι όμως μόνο οι κυβερνήσεις που φροντίσουν για το «δικαίωμα στην
εργασία» του λαού. Με τη γενικευμένη χρήση εργατών μερικούς απασχόλησης
και την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων οι μεγάλες εταιρείες βρήκαν
τρόπο να διαλύουν τα εργατικά συνδικάτα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η
Wal-Mart η οποία συστηματικά προσλαμβάνει χαμηλόμισθους εργάτες –συχνά
μετανάστες και μειονότητες- σε καθεστώς μερικής απασχόλησης ώστε να μην
έχουν την δυνατότητα να οργανωθούν ή να απεργήσουν.
Καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης ανήκει σε ιδιώτες που
έχουν στενές σχέσεις τόσο με εταιρείες κολοσσούς όσο και με πολιτικά
πρόσωπα, η απαξίωση των εργατικών κινητοποιήσεων προωθείται έντονα. Οι
απεργοί αποκαλούνται «καλομαθημένοι και τεμπέληδες εργαζόμενοι» οι
οποίοι απολαμβάνουν υψηλά προνόμια και μισθούς σε αντίθεση με τον
υπόλοιπο λαό που παραμένει όμηρος των κινητοποιήσεων.
Έτσι η προσοχή μεταφέρεται από την ουσία των διεκδικήσεων στα πρόσωπα.
Της Φραγκίσκας Μεγαλούδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου