Εκτός του ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι πλέον de facto αναγνωρίζεται από το νομοθέτη ότι μπορούν να καλύπτουν και πάγιες ανάγκες του έμμεσου εργοδότη, ταυτόχρονα η μόνιμη σταθερή εργασία καθίσταται ασύμφορη μπροστά στην προσωρινή απασχόληση και άρα η εργασιακή ανασφάλεια γίνεται νόμος. Αν συνυπολογίσει κανείς ότι οι περισσότερες Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης χρηματοδοτούνται ουσιαστικά από τον ΟΑΕΔ για να απασχολούν ανέργους χωρίς την επιβάρυνση των ασφαλιστικών εισφορών, τότε οδηγούμαστε και στο συμπέρασμα ότι το κράτος καλείται να αυξήσει τις δαπάνες του υπέρ της εργοδοσίας, την ίδια στιγμή που μειώνει τις κοινωνικές παροχές για να παράξει επιτέλους πρωτογενή πλεονάσματα.
Και αν η -έστω κερδοσκοπική- μεσολάβηση για την εύρεση εργασίας είναι νόμιμη, κατά πόσο είναι νόμιμη και η μετάλλαξή της σε μίσθωση ανθρώπων -μιας και όλες οι εγγυήσεις που αποτελούσαν αντισταθμίσματά της υποχωρούν πια με νομοθετική πρωτοβουλία; Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 22 του Συντάγματος ορίζεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας και αν υποτεθεί ότι η προσωρινή απασχόληση ως αρχική σύλληψη εξυπηρετεί την διακηρυγμένη από το ίδιο άρθρο του Συντάγματος επιδίωξη πολιτικής πλήρους απασχόλησης, κατά πόσο η σημερινή της μορφή είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα; Από την άλλη, κατά πόσο είναι σύμφωνος με το Κράτος Δικαίου (άρθρο 25§1α' Συντάγματος και άρθρο 2 Συνθήκη Ε.Ε.) ένας νόμος (4093/2012) που αναιρεί το σκοπό του νόμου (2956/2001) με τον οποίο εισήχθη ένας θεσμός στην εθνική έννομη τάξη;
Το ζήτημα συναντά ενδιαφέρον όμως και από τη σκοπιά του Ενωσιακού Δικαίου. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 της ΣΕΕ ορίζεται ότι η Ένωση εργάζεται για την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική οικονομία της αγοράς με στόχο την πλήρη απασχόληση, ενώ στο τρίτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 208 της ΣΛΕΕ ορίζεται ότι κύριος στόχος της Ένωσης είναι ο περιορισμός και μακροπρόθεσμα η εξάλειψη της φτώχειας. Αν αυτά ισχύουν τότε είναι προφανές ότι οι Επιχειρήσεις Προσωρινής Απασχόλησης υπάγονται στην έννοια των επιχειρήσεων γενικού οικονομικού συμφέροντος αφού εξυπηρετούν -στην ιδανική τους μορφή- την καταπολέμηση της ανεργίας μέσα από την διάθεση εργατικής δύναμης, στοιχείων κρίσιμων για το κοινωνικό σύνολο. Σχετικά αναφέρεται στην 106§2 ΣΛΕΕ ότι οι επιχειρήσεις γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή τους δεν εμποδίζει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής (=εδώ η εύρεση μόνιμης και σταθερής εργασίας) που τους έχει ανατεθεί.
Δυνάμει λοιπόν τον παραπάνω άρθρων μπορεί να συναχθεί ότι οι κανόνες ανταγωνισμού δε μπορούν να εφαρμόζονται στον τομέα της προσωρινής απασχόλησης κατά το μέτρο που αυτή προκαλεί περισσότερες απολύσεις απ' όσους ανέργους αποκαθιστά προσωρινά. Κι αυτό προκειμένου να διαφυλαχθεί η ισόρροπη ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφεύγοντας το ενδεχόμενο κοινωνικού ντάμπινγκ. Με άλλα λόγια, είναι αντίθετος με τις Συνθήκες ο ανταγωνισμός "προς τα κάτω" μεταξύ των κρατών-μελών της ειδικά όσον αφορά ευαίσθητους κοινωνικά τομείς της οικονομίας.
Αν δεχτούμε όλα τα παραπάνω, περνάμε στο πρακτικό ζήτημα της προστασίας των εργαζομένων. Ως γνωστόν, κανείς εργαζόμενος μεμονωμένα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει δικαστικά το "ξήλωμα" των προστατευτικών διατάξεων για την προσωρινή απασχόληση. Δικαστική προστασία (άρθρο 20 Σ) μπορεί να ζητήσει ατομικά μόνο ο προσωρινά απασχολούμενος αφού υποστεί τα προβλεπόμενα στις νέες διατάξεις. Στην Ελλάδα, όμως, η νομολογία γύρω από το ζήτημα είναι σχεδόν μηδενική, γεγονός που μας δείχνει ότι οι προσωρινά απασχολούμενοι δεν είναι σε θέση να διεκδικήσουν τα νόμιμα συμφέροντά τους γιατί απλά δεν έχουν να πληρώσουν ούτε τον δικηγόρο.
Μιλάμε λοιπόν σχεδόν για ένα de facto άβατο της αστικής μας δημοκρατίας. Αυτό σημαίνει ότι ο δικαστής δεν θα κληθεί ποτέ να αποφασίσει για τη συνταγματικότητα ή τη συμβατότητα των νέων διατάξεων για την προσωρινή απασχόληση καθιστώντας πιθανό με το επόμενο Μνημόνιο, ο νομοθέτης να περιορίσει αυθαίρετα τις ημέρες για την εκκίνηση νέας περιόδου προσωρινής απασχόλησης από 23 σε 10, σε 5, σε μία. Ο μόνος που μπορεί να ανακόψει αυτήν την πορεία που εδώ και μια δεκαετία διανύεται εν κρυπτώ από την κοινωνία είναι η ΓΣΣΕ -ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου βάσει του καταστατικού της- εφόσον ασκήσει αίτηση ακύρωσης κατά της πρώτης διοικητικής πράξης που θα εκδοθεί με βάση το ν. 4093/12 ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Συμπεράσματα
Ο τρόπος που ο νομοθέτης μεταχειρίζεται την προσωρινή απασχόληση υποσκάπτει τα θεμέλια του Κράτους Δικαίου, ενώ παρέχει μια "τεχνογνωσία" ύπουλης πολλαπλούς καταστρατήγησης του Συντάγματος, η οποία αργότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα στην κοινωνία με πρώτα θύματα όσους σήμερα εργάζονται με πλήρη απασχόληση αορίστου χρόνου. Πρόκειται για μια νομοθετική λογική που μας θέτει εκτός σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού και προσβάλλει τα εργασιακά δικαιώματα όλων των Ευρωπαίων πολιτών. Πάνω από όλα όμως, μέσα από την προσωρινή απασχόληση φανερώνεται ένα Κοινοβούλιο που νομοθετεί κατά τρόπο αυθαίρετο ερήμην της κοινωνίας προς όφελος συγκεκριμένων πολυεθνικών εταιριών και χωρίς να αιτιολογεί τις επιλογές του με οικονομοτεχνικές μελέτες.
Αδιαφορεί μάλιστα για την δικαστική προστασία των προσωρινά απασχολούμενων. Η προσωρινή απασχόληση περνά τον εργασιακό μας πολιτισμό σε μια άλλη εποχή, μια εποχή στην οποία πρέπει να φροντίσουμε αν μη τι άλλο να μην χάθουν τα θεμελιώδη προσόντα του πολιτεύματός μας. Ειδικά οι νέοι άνθρωποι, οι άνεργοι και οι νέοι εργαζόμενοι πρέπει να πιέσουν την ΓΣΕΕ και τους αρμόδιους φορείς να αναλάβουν δράση -όχι απέναντι στους εργοδότες (που φυσιολογικά υπερασπίζονται τα δικά τους συμφέροντα), αλλά κυρίως- απέναντι στην αυθαιρεσία του συνταγματικά απολίτιστου σύγχρονου Έλληνα νομοθέτη.

  • Ο Στέλιος Τσεβάς είναι τελειόφοιτος προπτυχιακός φοιτητής Νομικής Σχολής Αθηνών και έχει εργαστεί ειδικά πάνω στο ζήτημα της προσωρινής απασχόλησης για το Εργατικό Δίκαιο και στο ζήτημα του κρατικού παρεμβατισμού στην Κοινή Αγορά για το Δημόσιο Δίκαιο