oaednews

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2011

Άοπλοι απέναντι στην ανεργία



Παρά τη μικρή – εποχιακή – μείωση του ποσοστού της, η ανεργία αποτελεί αναμφισβήτητα την πλέον απεχθή συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Τσακίζει ολόκληρες ζωές, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν οικογένειες, όσων έχουν πατήσει τα δεύτερα –άντα, ή βρίσκονται αρκετά, αλλά όχι τόσο, κοντά στη σύνταξη.
Η ελληνική οικονομία εισήλθε στην κρίση παντελώς απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει μία έξαρση της ήδη υψηλής – και προ κρίσης δηλαδή – ανεργίας. Οι εργασιακές σχέσεις ήταν τελείως ανελαστικές (προσλάμβανες έναν υπάλληλο και ήταν σαν να τον παντρεύεσαι), το κόστος μισθοδοσίας και κυρίως οι ασφαλιστικές εισφορές ήταν πολύ υψηλές, η μαύρη εργασία ανθούσε, οι εργαζόμενοι χωρίζονταν σε δύο ταχύτητες – τους τελείως προστατευμένους και τους τελείως απροστάτευτους – και το κοινωνικό δίχτυ προστασίας όσων βγαίνουν εκτός αγοράς ήταν ανύπαρκτο. Προσθέστε όλα τα παραπάνω με την πρωτοφανή ύφεση και το άθροισμα είναι το 16% ανεργίας που έχουμε σήμερα.
Όπως συμβαίνει όμως με τα περισσότερα δεινά της κρίσης, δεν φταίει μόνο το κράτος και τα κακά αφεντικά. Φταίμε και εμείς, οι πολίτες και εργαζόμενοι, που κοιμόμασταν τον ύπνο του δικαίου. Πόσοι από εμάς δεν επαναπαυθήκαμε σε stage, αλλεπάλληλες συμβάσεις με το κράτος ή τους δήμους χωρίς καμία προοπτική, ή σπαταλήσαμε τα χρόνια μας προσπαθώντας να προσληφθούμε στο δημόσιο; Πόσοι «είπαμε δεν βαριέσαι;» όταν έπρεπε να ξεσκονίσουμε τα αγγλικά μας, ή να πάμε σε ένα επιδοτούμενο σεμινάριο μετεκπαίδευσης και εξειδίκευσης, ή όταν είχαμε χρόνο να μάθουμε μια δεύτερη ξένη γλώσσα; Πόσοι ψάξαμε το βόλεμα σε μία «δουλίτσα», επαναπαυόμενοι στη σιγουριά των 800 ευρώ και τη φιλοτιμία των συναδέλφων μας, για να κάνουν και τη δική μας δουλειά; Πόσοι προτιμήσαμε την ήσσονα προσπάθεια, την αποφυγή των ευθυνών και την «καλοπέραση» από την εργατικότητα και τη φιλοδοξία να πάμε πιο ψηλά; Πόσοι προτιμήσαμε να σπουδάσουμε κάτι χωρίς καμία προοπτική (αλήθεια, πόσοι δικηγόροι, δημοσιογράφοι και πολιτικοί μηχανικοί να χωρέσουν σε αυτή τη χώρα;), μόνο και μόνο για το κύρος, ή επειδή θέλαμε να κάνουμε περήφανη τη μαμά; Πόσοι μείναμε σε μία σχολή στην οποία περάσαμε κατά λάθος, επειδή βαριόμασταν «την ταλαιπωρία της επαρχίας», έστω και αν εκεί θα μπορούσαμε να σπουδάσουμε ένα αντικείμενο με προοπτικές; Πόσοι διστάσαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας στην Ευρώπη, μετά από σπουδές στο εξωτερικό, επειδή προτιμούσαμε την «Ελλαδάρα» και το φαγητό της μαμάς; Η απάντηση σε όλες, δυστυχώς, τις παραπάνω ερωτήσεις, είναι μία: «πολλοί».
Δεν υποστηρίζω φυσικά ότι όποιος είναι καλός δεν χάνεται. Βλέπει κανείς αυτές τις ημέρες βιογραφικά ανέργων που σε κάνουν να θες να βάλεις τα κλάματα. Επιπλέον, δεν ξεκινάμε όλοι από την ίδια αφετηρία, ούτε έχουμε τις ίδιες ευκαιρίες. Όμως, γεγονός παραμένει ότι όπως δείχνουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αυτή τη στιγμή υπάρχουν σχεδόν πέντε εκατομμύρια κενές θέσεις εργασίας σε όλη την Ε.Ε και πολλές χιλιάδες στην Ελλάδα, οι οποίες είναι κενές επειδή ακριβώς δεν υπάρχει κανείς με τα εξειδικευμένα προσόντα να τις καλύψει. Στους καιρούς των παχιών αγελάδων, αυτή η έλλειψη προσόντων περνούσε περισσότερο απαρατήρητη. Σήμερα, που ο ιδιωτικός τομέας διατηρεί στο δυναμικό του μόνο όσους του είναι απολύτως απαραίτητοι και ο δημόσιος τομέας δεν προσλαμβάνει, οι «τζίτζικες» - εκείνοι δηλαδή που είχαν όλα τα εφόδια από το σπίτι τους, αλλά δεν δούλεψαν αρκετά σκληρά και δεν προετοίμασαν την επόμενη ημέρα – βρίσκονται ξεβράκωτοι στο κρύο. Και σου σφίγγεται η καρδιά όταν καταλαβαίνεις ότι δεν θα την αντέξουν όλοι την παγωνιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου