Στη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου».
Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται νομικός κανόνας, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που αναθέτουν σ` αυτόν οι οικείες συνταγματικές διατάξεις, όσο και την Διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή λαμβάνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.
Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του Κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός με ίσους όρους (ΣτΕ 1253/2003 Ολ.). Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων, και όχι των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κατ` εξουσιοδότηση νομοθετούσα Διοίκηση, μπορεί να ρυθμίζει με ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές και στηριζόμενοι σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης, για την οποία εκάστοτε πρόκειται.
Πρέπει, όμως, κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρύθμισης, να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν την έκδηλη και αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή ενός προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. ΣτΕ 2099/2000, 5094/1996, 2886/1995, ΔιοικΕφΑθ 13/2012). Εξάλλου, η αρχή της αξιοκρατίας υπαγορεύει την πρόσβαση σε δημόσια αξιώματα και θέσεις να γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψη τους (ΣτΕ 5094/1996, ΣτΕ 3675/1996 κ.α.).
Στις αποφάσεις δηλαδή της Διοίκησης (των υπηρεσιακών συμβουλίων) για τις προαγωγές των δημοσίων υπαλλήλων που λαμβάνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007), πρέπει να παρατίθενται, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 4, 5 παρ. 1), της διαφάνειας (άρθρο 103 παρ. 7) που, κατά την έννοιά της, καταλαμβάνει όχι μόνο τη διαδικασία εισόδου στη θέση του δημόσιου υπαλλήλου, αλλά και περαιτέρω τις εν γένει διαδικασίες εξέλιξης (προαγωγής ή ανάθεσης καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων και του κοινωνικού κράτους δικαίου (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος) (βλ. ΣτΕ 2040/2013), τα στοιχεία εκείνα του προσωπικού μητρώου και του βιογραφικού σημειώματος των υποψηφίων τα οποία είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της κρίσης του, περαιτέρω δε στην εν λόγω απόφαση πρέπει να βεβαιώνεται ότι έγινε σύγκριση των υποψηφίων επί τη βάσει των ανωτέρω στοιχείων του προσωπικού μητρώου και του βιογραφικού σημειώματός τους, και ότι το αποφασίζον όργανο, μετά από συνεκτίμηση των ως άνω στοιχείων, ιδίως δε αυτών που σχετίζονται με τα προαναφερθέντα κριτήρια, δηλ. την άρτια επαγγελματική κατάρτιση, τις επιστημονικές γνώσεις, τη δραστηριότητα στην υπηρεσία, την ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών, την ευχέρεια προγραμματισμού και συντονισμού και την ικανότητα παρακίνησης των υφισταμένων για την επίτευξη στόχων, επιλέγει τον καταλληλότερο υποψήφιο για την εκάστοτε υπηρεσιακή μεταβολή.
Θεώνη Κάδρα, Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου