Από τις τελευταίες κάποιες είναι προφανείς και συνδέονται περισσότερο με εργονομικά ζητήματα, για τα οποία υπάρχει ήδη πλούσια εμπειρία από εργαζόμενους που κάνουν συνεχή χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών (πχ οι συνδεόμενες με τη στάση του σώματος και την ακινησία, ή την όραση ενώπιον της οθόνης). Άλλες είναι μακροπρόθεσμες όπως η εξασθένηση του μυικού συστήματος ή της όσφρησης που αδρανούν και παύουν να είναι χρήσιμα. Η βιογενετική επίδραση αυτών των αδρανειών στο μέλλον θέτει σημαντικά ζητήματα βιοηθικής.
Ειδικότερα, εκτός από τις αναμενόμενες μυοσκελετικές επιβαρύνσεις, λόγω ακινησίας ή/και κακής στάσης σώματος σε ένα οικιακό περιβάλλον τηλεργασίας, σωματικά η τελευταία επιβαρύνει επιπλέον την όραση μέσω της μείωσης του ανοιγοκλείματος των ματιών όταν βρισκόμαστε μπροστά σε οθόνες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της απαραίτητης λίπανσης των ματιών (ξηροφθαλμία), γεγονός που μπορεί σε βαριές περιπτώσεις να επιφέρει κακώσεις στον κερατοειδή.
προσωπικών δεδομένων τους στη θέα τρίτων. Η έκθεση αυτή ενέχει μια διείσδυση στην ιδιωτική και στην οικογενειακή ζωή των προσώπων, και οπωσδήποτε ως ένα βαθμό συνεπάγεται προσβολή της πληροφοριακής τους αυτοδιάθεσης, δικαιώματος ήδη αναγνωρισμένου κατά τις δεκαετίες του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού[1]. Ενόψει της θεσμικής εγγύησης αυτών των αξιών και της σύνδεσής τους με την αξιοπρέπεια, οι ενδεχόμενες αντίστοιχες συναινέσεις των εργαζομένων δεν επιτρέπεται να θίγουν ένα σκληρό αξιακό πυρήνα των δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, από την πλευρά του εργαζόμενου, δεν δίνεται πάντα, ή τουλάχιστον αρχικά, η δέουσα προσοχή στην υπερέκθεση στον εργασιακό φόρτο. Ιδίως υπό συνθήκες πανδημίας, γίνεται εξαιρετικά δύσκολη η «διαπραγμάτευση» για την οριοθέτηση των απαιτήσεων του εργοδότη, σε συνδυασμό με την εξατομίκευση των συνθηκών που αδυνατίζει τη συλλογικότητα των διεκδικήσεων. Άλλωστε σε ορισμένα οικονομικά πλαίσια με αυξημένη ανεργία και με τα ρομπότ να παραμονεύουν, η απειλή της μη πρόσληψης ή της απόλυσης του εργαζομένου λειτουργεί ως απειλή κοινωνικού αποκλεισμού και δεν αφήνει περιθώρια για αβίαστες αρνήσεις συναινέσεων. Ας τονιστεί, ότι αυτή η διείσδυση και οι κίνδυνοι εντείνονται όσο η τηλεργασία προσφεύγει στα εργαλεία της τεχνητής νοημοσύνης, χρησιμοποιώντας «Μεγάλα δεδομένα» και μεθόδους μάθησης (Deep learning)[2].
Ιδιαίτερη προσοχή όμως χρειάζονται και οι επιπτώσεις στις εγκεφαλικές λειτουργίες και μάλιστα για πολλούς λόγους:
Η τηλεργασία δρα διασπαστικά στη συνολικότητα της αντίληψης μιας επικοινωνιακής εμπειρίας. Συγκεκριμένα, αφαιρεί τη συμβολή συγκεκριμένων αισθήσεων που πλαισιώνουν την κοινωνική αλληλεπίδραση, όπως η όσφρηση και η αίσθηση της κίνησης. Ταυτόχρονα, επηρεάζονται και η όραση και η ακοή, καθώς το αναμενόμενο ολοκληρωμένο ερέθισμα αποδομείται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η χρονική απόσταση του ήχου από την εικόνα ξεπερνά το όριο του παραθύρου ενοποίησης της αντίληψης[3]. Έτσι, διασπάται η αυτόματη ικανότητα ενοποίησης των πληροφοριών. Καθιστά έτσι το έργο της αντίληψης, κωδικοποίησης και αναπαράστασης της επικοινωνίας διαδικασία που προϋποθέτει ισχυρή προσπάθεια[4] και προσομοιάζει σε ένα έργο διπλής προσοχής[5]. Οι περιορισμένοι πόροι της προσοχής του εργαζομένου, δηλαδή, αντί να χρησιμοποιούνται για την γνωστική επεξεργασία του αντικειμένου της εργασίας αναλώνονται στην προσπάθεια αντίληψης της εμπειρίας[6].
Όλα τα παραπάνω ισχύουν σε περιστάσεις πλήρως απρόσκοπτης (δια)σύνδεσης. Αν αντίθετα, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, η επικοινωνία επιβαρυνθεί από διακοπτόμενη ή προβληματική σύνδεση, διαταράσσεται επίσης η ροή, που αποτελεί σημαντικότατο παράγοντα σωστής και χωρίς προσπάθεια αναπαράστασης της εμπειρίας, καθώς αναγκάζεται ο άνθρωπος ενεργητικά και με επιπλέον προσπάθεια να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται στην αντίληψη της ροής.
Επιπλέον, έρευνες τις γνωστικής ψυχολογίας από δεκαετίες ήδη[7] έχουν αναδείξει ότι το περιβάλλον εντός του οποίου εγκαθίσταται ένα νέο μνημονικό ίχνος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ικανότητα ανάκλησης αυτού από την μακρόχρονη μνήμη αργότερα.Κατά συνέπεια η έλλειψη διαφοράς και εναλλαγής πλαισίων για την καθεμιά επικοινωνία δρα ως παράγοντας που δυσχεραίνει την απομνημόνευση του αντικειμένου της τηλεργασίας. Όλοι πχ έχουν παρατηρήσει ότι θυμούνται καλά ό,τι έμαθαν σε ένα ταξίδι, ενώ ξεχνούν ακόμη και νωπά γεγονότα στην καθημερινότητα του σπιτιού τους.
Δεν θα πρέπει βέβαια να παραγνωρίσουμε και την διατάραξη των κοινωνικών κάποτε και των οικογενειακών σχέσεων, σε βαθμό που μπορεί επιβαρύνει τον ψυχισμό και τη συμπεριφορά, οδηγώντας σε εντάσεις το οικογενειακό σύστημα ή ενδεχομένως και σε δημιουργία εξαρτήσεων.
Ενόσω οι παραπάνω επιπτώσεις της τηλεργασίας στο ανθρώπινο σώμα, στη μνήμη, στις γνωστικές – βουλητικές λειτουργίες και γενικά στον ψυχισμό δεν έχουν ερευνηθεί διεξοδικά, και εφόσον όλες οι ενδείξεις συνηγορούν για την προκαλούμενη κόπωση (το λιγότερο) και ιδίως για τη βαρύτητά τους, φαίνεται αναγκαία η καθιέρωση ενός νέου χρονικού πλαισίου εργασίας. Τα διαλείμματα και το ωράριο σύνδεσης έχουν τόση ζωτική σημασία για την εργασία, τη μάθηση, την αντοχή και την ψυχική υγεία ,όση και στα σχολεία όλου του κόσμου. Με άλλα λόγια η καθιέρωση και ο νομικός προσδιορισμός, ενός δικαιώματος στη αποσύνδεση, μαζί με μηχανισμούς που θα επιτρέπουν την απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος αυτού, αποκτούν σήμερα ανάλογη αξία με τον αγώνα προηγούμενων αιώνων για την καθιέρωση του οκταώρου και την ύπαρξη ανθρώπινων συνθηκών στους χώρους εργασίας. Αυτό μάλιστα συμβαίνει τώρα μάλλον υπό δυσκολότερους όρους , αφού αντικειμενικά η συνθήκη της τηλεργασίας ωθεί στην διάσπαση του ορίου οικίας και εργασίας, με τρόπο σαφώς χειρότερο του μοντέλου της κατ΄οίκον και κατ’ αποκοπή εργασίας προηγούμενων αιώνων, λόγω της δυνατότητας συνεχούς παρακολούθησης και αιτήματος ανταπόκρισης προς τον εργαζόμενο.
[1] Απόψεις των Κ. Χρυσόγονου, Ξ. Κοντιάδη, Π. Μαντζούφα, Λ. Μήτρου, βλ. Αικ. Ηλιάδου, σε Λ. Κοτσαλή (συλλογικό, Νομ. Βιβλιοθήκη, 2016 ) σελ. 26 κε.
[2] J. Kellerman, Deep Learning, The MIT Essential Knowledge Series (2019), 101-158.
[3] Eg, R., Behne, D., & Griwodz, C. (2015). Audiovisual temporal integration in reverberant environments. Speech Communication, 66, 91-106.
[4] Rick L. Shearer , Junxiu Yu & Xinyun Peng (2020): Cognitive load and working memory: a system view of measurement, Learning: Research and Practice, DOI:10.1080/23735082.2020.1830150
[5] Duncan, J., Roberge, A., Fortier-Gauthier, U., Fiset, D., Blais, C., and Brisson, B. (2020). “Dual task interference on early perceptual processing”. Attention, Perception, & Psychophysics, pp.1-19.
[6] Lee, H., & Jeong, S. K. (2020, March 12). Separating the Effects of Visual Working Memory Load and Attentional Zoom on Selective Attention. Journal of Experimental Psychology: Human Perception and Performance. Advance online publication. http://dx.doi.org/10.1037/xhp0000730
[7] Godden, D. R., & Baddeley, A. D. (1975). Context-dependent memory in two natural environments: On land and underwater. British Journal of Psychology, 66(3), 325–331.
* Των Νικ. Παρασκευόπουλου, ομ. καθηγητή ΑΠΘ / Ερρίκου Βεντούρα, καθηγητή Τμήματος Μηχανικών Βιοϊατρικής Πανεπιστημίου Δυτ. Αττικής / Ευάγγελου Παρασκευόπουλου, λέκτορα Τμήματος Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου