Ως ατομική διοικητική πράξη ορίζεται η πράξη που εκδίδεται μονομερώς από τη Διοίκηση και περιέχει έναν ατομικό κανόνα, μια ατομική και απολύτως εξειδικευμένη ρύθμιση η οποία αφορά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Τα βασικά χαρακτηριστικά των διοικητικών πράξεων και, επομένως και των ατομικών, είναι καταρχήν το τεκμήριο της νομιμότητας, δηλ. η ικανότητα της ατομικής πράξης να αναπτύσσει πλήρως όλα της τα αποτελέσματα και να δεσμεύει το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται αμέσως, μέχρις ότου ανακληθεί διοικητικώς ή δικαστικώς ή ακυρωθεί δικαστικώς, ακόμη και αν φέρει νομικές πλημμέλειες. Οι ατομικές πράξεις συνεπώς έχουν ένα ιδιαίτερο κύρος και αυξημένη ισχύ παρά τα ελαττώματα που ενδέχεται να έχουν.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό τους είναι η εκτελεστότητα, δηλαδή η δεσμευτικότητα της πράξεως χωρίς την ανάγκη προηγούμενης έκδοσης κάποιας δικαστικής απόφασης που να ορίζει τον δεσμευτικό τους χαρακτήρα. Η εκτελεστότητα έχει και μια δεύτερη έκφανση, που συνίσταται στη δυνατότητα εξαναγκασμού των διοικουμένων σε συμμόρφωση είτε με την επιβολή κυρώσεων είτε με την πραγματοποίηση υλικών ενεργειών.
Ουσιώδους σημασίας είναι η αιτιολογία της ατομικής διοικητικής πράξης. Θα πρέπει δηλαδή να εκτίθενται τα νομικά και πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχτηκε η Διοίκηση προκειμένου να προχωρήσει στην έκδοση αυτής της πράξεως, τα οποία είναι δυνατόν να αφορούν είτε τη νομιμότητα είτε τη σκοπιμότητά της.
Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων προβλέπεται ευθέως στο άρθρο 10 παρ. 1 του Συντάγματος το οποίο ορίζει: «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, να αναφέρονται εγγράφως στις αρχές, οι οποίες είναι υποχρεωμένες να ενεργούν σύντομα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντούν ΑΙΤΟΛΟΓΗΜΕΝΑ σε εκείνον που υπέβαλε την αναφορά, σύμφωνα με τον νόμο».
Στο άρθρο 17 του ΚΔΔιακ. προβλέπεται επίσης: «Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμων προϋποθέσεων για την έκδοσή της. Η αιτιολογία πρέπει να σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης».
Η αιτιολογία των πράξεων απορρέει από την ίδια την αρχή της νομιμότητας και την ανάγκη σεβασμού των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του διοικουμένου. Για να είναι νόμιμη η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Δηλαδή δεν πρέπει να είναι αόριστη, πρέπει να αναφέρεται στη συγκεκριμένη περίπτωση και όχι κατά τρόπο γενικό στις νομικές διατάξεις, βάσει των οποίων εκδίδεται η πράξη, καθώς και να επαρκεί ποιοτικά και ποσοτικά για να θεμελιώσει το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης.
Η αιτιολογία προβλέπεται είτε από το νόμο ρητά, οπότε συνιστά ουσιώδη τύπο της πράξης και πρέπει να περιέχεται έστω και συνοπτικά στο σώμα αυτής, είτε στην περίπτωση των δυσμενών πράξεων, από τη φύση της πράξης, οπότε αρκεί και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Παράλειψή της στην πρώτη περίπτωση συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ενώ στη δεύτερη κατ’ ουσίαν διάταξης νόμου.
Όταν η Διοίκηση εκδίδει την πράξη αυτεπαγγέλτως, οφείλει να συγκεντρώσει και τα αποδεικτικά στοιχεία που συνιστούν την αιτιολογία της πράξεως. Αν ωστόσο η πράξη εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του διοικούμενου, τότε αυτός υποχρεούται να υποβάλλει και τα απαραίτητα δικαιολογητικά στοιχεία.
Αν μια ατομική πράξη δεν φέρει την απαιτούμενη δικαιολογία τότε υπάρχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που συνιστά και λόγο ακύρωσης, διότι η αιτιολογία αποτελεί έκφραση της αρχής της νομιμότητας της πράξης (ΣτΕ 171/2002) («Διοικητικό Δίκαιο», Απ. Γέροντας, Σ. Λύτρας, Πρ. Παυλόπουλος, Γλ. Σιούτη, Σ. ΦλογαΪτης, εκδ. Σάκκουλα).
Μπασιαρίδου Κατερίνα, Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου