Ποιος είναι ο Έλληνας που έγινε τραγούδι, μνημείο και σύμβολο αγώνων σε όλο τον πλανήτη; Η συνδικαλιστική δράση, οι συνθήκες εργασίας στις ΗΠΑ του 1914 και το πρόωρο τέλος ενός πραγματικού αγωνιστή που τα έβαλε με τον Ροκφέλερ
ο 1914, ακριβώς εκατό χρόνια πριν, τέτοιες ημέρες, στο Κολοράντο του αμερικανικού νότου, γράφτηκε μία από τις πιο ηρωικές σελίδες στην ιστορία του αμερικανικού εργατικού κινήματος.
Η περιοχή εκείνη την εποχή εξελισσόταν στην αμερικανική πρωτεύουσα του άνθρακα. Εργάτες από όλον τον κόσμο, Ιταλοί, Μεξικάνοι, Έλληνες, Σλάβοι, Κινέζοι έφταναν στις ΗΠΑ με υποσχέσεις από τους δουλεμπόρους ότι θα τους οδηγούσαν στη «γη της επαγγελίας».
Στη συνέχεια, τους έφερναν στα ανθρακωρυχεία των Ροκφέλερ και των Λαμόντ για να δουλέψουν - και πολύ συχνά να πεθάνουν - στις μαύρες στοές των ορυχείων. Για τη διαμονή των εργατών είχαν δημιουργηθεί ειδικοί φρουρούμενοι καταυλισμοί γύρω από τα ορυχεία. Οι καταυλισμοί, τα σπίτια, τα ιατρεία, τα μαγαζιά, οι πανσιόν, όλα ανήκαν στην εταιρεία των ορυχείων. Οι συνθήκες δουλειάς, ασφάλειας και ζωής ήταν άθλιες. Οι εργάτες, τις περισσότερες φορές, δεν πληρώνονταν με κανονικά χρήματα, αλλά με κουπόνια, τα λεγόμενα «script», που υποχρεωτικά εξαργύρωναν στα μαγαζιά της εταιρείας, με υψηλές τιμές. Οι εργάτες ουσιαστικά ανήκαν στην εταιρεία. Πληρώνονταν ανάλογα με την καθημερινή παραγωγή και τις περισσότερες φορές τους έκλεβαν οι ελεγκτές - άνθρωποι των εταιρειών.
Αυτές οι συνθήκες οδηγούσαν σε ξεσπάσματα και εξεγέρσεις των εργατών, χωρίς όμως την αναγκαία οργάνωση και προετοιμασία. Την ανάγκη για οργάνωση των εργατών ήρθε να εκπληρώσει η Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής. Το συνδικάτο έπρεπε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και δυσκολίες, όπως την απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης, την εργοδοτική τρομοκρατία, τους χαφιέδες και τους μπράβους των εταιρειών, αλλά και τις προκαταλήψεις των εργατών, ακόμη και την αδυναμία συνεννόησης λόγω της πολυγλωσσίας ανάμεσά τους.
Οι συνδικαλιστές δρούσαν παράνομα, προσπαθώντας να ξεσηκώσουν και να οργανώσουν τους εργάτες. Αν κάποιος πιανόταν για συνδικαλισμό, τον έδιωχναν και δεν μπορούσε να πιάσει δουλειά σε κανένα ορυχείο.
Το χρονικό της πρώτης αυθαίρετης συνδικαλιστικής οργάνωσης και θυμάται τη δράση του Έλληνα με καταγωγή από την Κρήτη, Λούη Τίκα, που βοήθησε στην εξέγερση των ανθρακορύχων, στη διεκδίκηση των πραγματικών εργατικών δικαιωμάτων και την τελική άνανδρη δολοφονία του.
Ο Λούης Τίκας κατάφερε να ηγηθεί της μεγαλύτερης απεργίας στην ιστορία των ΗΠΑ που έμεινε στην ιστορία ως "Σφαγή του Λάντλοου" (Ludlow Massacre) και έλαβε χώρα το πρωινό της 20ης Απριλίου 1914, καταλήγοντας στην άγρια δολοφονία του μεγάλου Κρητικού αγωνιστή στο Κολοράντο. Στην ημέρα εκείνη, που αποτελεί ακόμη και σήμερα "εθνική ημέρα μνήμης για τα αμερικάνικα συνδικάτα", αφιερώνει το WE το σημερινό κείμενο.
Ποιος είναι ο Έλληνας που τα έβαλε με τον Ροκφέλερ;
Ο Λούης Τίκας, Ηλίας Σπαντιδάκης στο ελληνικό του όνομα, γεννήθηκε στο χωριό Λούτρα του Ρεθύμνου το 1886. Και το 1906 σε ηλικία μόλις 20 χρόνων μετανάστευσε στην Αμερική, όπου βρέθηκε στο Ντένβερ του Κολοράντο κοντά στους συγγενείς του που δούλευαν στα ορυχεία χαλκού των Ροκφέλερ (του Τζον Ντέιβινσον Ροκφέλερ, του γνωστού Αμερικανού βιομήχανου και ενός από τους ισχυρότερους και πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο.
Πριν φύγει έβγαλε μια φωτογραφία φορώντας την παραδοσιακή κρητική στολή και την άφησε ως ενθύμιο στους συγγενείς του. Δεν επρόκειτο να ξανανταμωθούν (κάτι που κανείς τότε δεν γνώριζε). Στις ΗΠΑ μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Luis Tikas, με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων.
Από το λιμάνι της Νέας Υόρκης πήγε στο Κολοράντο. Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ και άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο - περίπου 30 μίλια μακριά - με ημερομίσθιο $1,75, για δώδεκα ώρες την ημέρα.
Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown. Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες.
Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα.
Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα, αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Υπάρχουν πληροφορίες που λένε ότι για κάποιο χρονικό διάστημα διετέλεσε επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία, ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία.
Είτε ισχύουν τα παραπάνω ή όχι, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του, καθώς μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον, ενώ έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Τα μεροκάματα της πείνας και οι αποζημιώσεις θανάτου
Στις αρχές του 1914, οι εργάτες του Κολοράντο βρίσκονταν ήδη στο έλεος των συμφερόντων των εταιριών και των αφεντικών τους.
Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους έβρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων. Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική.
Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά, ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί ακόμα τραυματισμοί.
Σπίτια και καταστήματα ανήκαν στην εταιρία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια ακριβότερα από την ελεύθερη αγορά. Επιλογή άλλη δεν υπήρχε, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν και να ψωνίζουν από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων.
Το 1912, ο Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο. Το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, που ήταν σκλαβοπάζαρα. Στις 19 Νοεμβρίου έγινε επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία.
Τότε αναδείχτηκε η ηγετική μορφή του συνδικαλιστή Τίκα, με αποτέλεσμα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, που αναζητούσαν τρόπους να απαλλαγούν από εργατοπατέρες τύπου «Σκλήρη». Στη διάρκεια αυτής της απεργίας συνέβησαν πολλά: προβοκάτσιες (μπήκε φωτιά στο κτίριο δίπλα στο πηγάδι του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις. Ο Λούης Τίκας δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση και την αδικία. Ήρθε σε επαφή με την «Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής» (United Mine Workers of America), άρχισε να περιοδεύει στις ανθρακοφόρες περιοχές του Ντένβερ και του Πουέμπλο, να συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία για ατυχήματα και τραυματισμούς την περίοδο 1912-13, για την πολιτική των εταιριών και τη συμπεριφορά των υπευθύνων, ενώ ενημέρωνε πως αν οι συνθήκες δεν άλλαζαν θα ξεκινούσε «βιομηχανικός πόλεμος».
Ο Τίκας δεν άργησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και να εξελιχθεί σε σε ηγετική μορφή. Ο "Λούης ο Έλληνας" (Louis the Greek) ή ο "Λίο ο Κρητικός" (Leo the Cretan), όπως τον αποκαλούσαν έγινε θρύλος, κάτι που φυσικά, δεν πτόησε τις εταιρίες που ανήκαν κυρίως, στον Τζον Ροκφέλερ.
Η σφαγή του Λάντλοου που άφησε εποχή και το τραγικό τέλος του Τίκα
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), με 13.000 ανθρακωρύχους.
Η απεργία ξεκίνησε, με πρωτοβουλία του συνδικάτου και με αιτήματα συστήματα ασφαλείας για τους εργαζόμενους, υψηλότερους μισθούς και αναγνώριση του συνδικάτου. Οι απεργοί ζητούσαν οχτάωρο και το δικαίωμα να ζουν έξω από τους οικισμούς των εταιρειών. Δεκατρείς χιλιάδες άνθρωποι άφησαν τα χαμόσπιτά του οικισμού και έστησαν σκηνές όπου εγκαταστάθηκαν και οργανώθηκαν με όποιο τρόπο μπορούσαν.
Συνοπτικά, τα κυριότερα αιτήματα των απεργών του Λάντλοου ήταν τα παρακάτω:
* Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.
* Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.
* Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.
* Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.
* Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να μπορέσει να την καταπνίξει, προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία.
Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη: πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν "στο ψαχνό". Ο κυβερνήτης αποδέχθηκε την πρόταση. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν - ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, το οποίο έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
Ήταν φανερό ότι στις 20 Απριλίου 1914 η εθνοφρουρά θα εισέβαλε και θα εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών.
Και έτσι και έγινε.
Το πρωί της 20ης Απριλίου, Δευτέρα τού Πάσχα, την ώρα που η πολυπληθής ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων κοιμόταν έχοντας γιορτάσει την προηγούμενη μέρα την μεγάλη γιορτή του Πάσχα, οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ.
Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, μία έκρηξη στάθηκε αφορμή για τους αστυνομικούς να ανοίξουν πυρ κατά των απεργών. Κατά τους ίδιους: οι απεργοί τούς έριξαν βόμβα και αυτοί απάντησαν.
Ο Λούης Τίκας σήκωσε μια λευκή σημαία, ζητώντας να μιλήσει με τον αρχηγό τον αστυνομικών λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ, προκειμένου να σταματήσει το μακελειό. Οι δυο τους συναντήθηκαν σε έναν λόφο και σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, ο αξιωματούχος χτύπησε τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα και το κρανίο έσπασαν στα δύο και οι αστυνομικοί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ήταν τότε που γράφτηκε και το άτυχο τέλος του Λούη Τίκα, σε ηλικία μόλις 30 ετών.
Αργότερα, ο Τίκας έγινε λαϊκός ήρωας - ενώ, προς τιμήν του γράφτηκε και τραγούδι.
Από το 2009 το μνημείο του στο Τρινιτάν έχει χαρακτηριστεί επισήμως εθνικός ιστορικός τόπος, ενώ το ιστορικό μουσείο της πόλης έχει αφιερώσει ένα από τα πέντε κτίριά του στον Λούη Τίκα και στους συντρόφους του.
To βίντεο - ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον Έλληνα συνδικαλιστή
Η σφαγή του Λάντλοου και η δολοφονία του Έλληνα μετανάστη και συνδικαλιστή Λούη Τίκα (Ηλία Σπαντιδάκη) αποτελεί μία από τις κομβικές στιγμές του αμερικάνικου εργατικού κινήματος και ενώνει, έναν ολόκληρο αιώνα μετά, τις ΗΠΑ του 1914 με τις εργατικές και μεταναστευτικές διεκδικήσεις της Ελλάδας του 2014.
Η Λαμπρινή Θωμά και ο Νίκος Βεντούρας αναζήτησαν τις μνήμες, την ιστορία και την κληρονομιά του Λούη Τίκα και του Λάντλοου στο Κολοράντο και μίλησαν με κορυφαίους ιστορικούς, καλλιτέχνες και απογόνους ανθρακωρύχων, καταγράφοντας τα σημάδια που άφησε στο σώμα της εργατικής Αμερικής μιά τραγωδία που πολλοί προσπάθησαν να ξεχαστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου