oaednews

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ – ΜΕΤΑΦΟΡΑ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα (Νόμος 3528/2007), «1. Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορηγούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, από 15 Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει σε υπηρεσίες οι οποίες έχουν καθοριστεί με απόφαση του οικείου Υπουργού και κατά την περίοδο αυτή βρίσκονται στην αιχμή της λειτουργίας τους ή λειτουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Όταν με αίτηση του υπαλλήλου ολόκληρη η άδεια χορηγείται εκτός από την περίοδο αυτή, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) εργάσιμες ημέρες. Η προσαύξηση αυτή δεν χορηγείται όταν ο υπάλληλος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας κατά την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
2. Η υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, χορηγεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν ακόμα δεν την ζητήσει.
3. Επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, μετά όμως από έγκριση του οργάνου που προΐσταται εκείνου το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Αν τέτοιο όργανο δεν υπάρχει, αποφασίζει το αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας όργανο.
4. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος».

Όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω διατάξεων, το υπόλοιπο ημερών μη χορηγηθείσας κανονικής άδειας μεταφέρεται υποχρεωτικώς το επόμενο έτος. Με άλλα λόγια το επόμενο έτος ο υπάλληλος δικαιούται να λάβει άδεια προσαυξημένη με όσες εργάσιμες ημέρες περιορίσθηκε η άδεια του προηγούμενου έτους.
Βέβαια, αν ακολουθήσουμε μια αυστηρά γραμματική ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων θα πρέπει να αναφέρουμε τα εξής. Η μεταφορά της άδειας σε επόμενο έτος πραγματοποιείται, όταν πρόκειται για άδεια που δεν χορήγηθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, όπως χαρακτηριστικώς αναφέρεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 49, στην οποία ευθέως παραπέμπει η αμέσως επόμενη παράγραφος 4, ομιλώντας περί της μεταφοράς.
Κατά συνέπεια είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, ότι σε περίπτωση κατά την οποία η μη χορήγηση του συνόλου της κανονικής άδειας δεν οφείλεται στην αντιμετώπιση έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, αλλά σε λόγους που αφορούν το πρόσωπο του υπαλλήλου, όπως π.χ. η λήψη αναρρωτικής ή άλλης μορφής άδειας, τότε δεν γεννάται δικαίωμα χορήγησης της υπολειπομένης κανονικής αδείας στο επόμενο έτος.
Περαιτέρω αξίζει να σημειωθεί, ότι η δικαιολογητική βάση της θεσμοθέτησης του δικαιώματος λήψης κανονικής άδειας είναι η αναμφισβήτητη ανάγκη σωματικής και πνευματικής ανάπαυσης του υπαλλήλου, ώστε αυτός να επανέλθει στην υπηρεσία με τις απαιτούμενες ανανεωμένες δυνάμεις. Υπό το πρίσμα αυτό η χορήγηση κανονικής άδειας προϋποθέτει την πραγματική παροχή υπηρεσιών, ώστε να έχει δημιουργηθεί η ανάγκη ανάπαυσης. Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι της μη παροχής υπηρεσιών, δεν είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, ότι θεμελιώνεται δικαίωμα λήψης κανονικής άδειας.
Οι ανωτέρω σκέψεις επιβεβαιώνονται και από τις διατάξεις της υπ’αριθμ. ΔΙΔΑΔ/Φ.51/590/οικ. 14346/29-05-2008 Εγκυκλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, που ορίζουν χαρακτηριστικώς τα ακόλουθα : «Σημειώνεται ότι για τη χορήγηση της κανονικής άδειας είναι αναγκαία η παροχή εργασίας και ως εκ τούτου ο υπάλληλος που δεν εργάστηκε καθόλου επειδή απουσίαζε από την υπηρεσία του καθ’όλο το έτος για διάφορους λόγους (π.χ. λόγω της διαδοχικής χρήσης άλλων αδειών όπως της εκπαιδευτικής, της αναρρωτικής, της άδειας κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου ή λόγω της θέσης σε αργία και διαθεσιμότητα, κλπ) δεν θεμελιώνει δικαίωμα λήψης της κανονικής άδειας για το έτος αυτό».
Κατά τα λοιπά, κατόπιν υποβολής του υπ’αριθμ.πρωτ. Υ10β/146359/15-11-2007 ερωτήματος της Διεύθυνσης Προσωπικού Νομικών Προσώπων του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εξεδόθη το υπ’αριθμ.πρωτ. Φ.51/565/31066/06-12-2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού του Υπουργείου Εσωτερικών.
Σύμφωνα με το ανωτέρω έγγραφο, η θεμελίωση του δικαιώματος χορήγησης κανονικής αδείας προϋποθέτει την παροχή εργασίας για το «εύλογο» χρονικό διάστημα των δύο (2) μηνών εντός του εκάστοτε ημερολογιακού έτους, για το οποίο χορηγείται η άδεια. Με άλλα λόγια, εφόσον ο υπάλληλος εργαστεί για χρονική περίοδο συντομοτέρα των δύο μηνών, δεν δικαιούται να λάβει καμία ημέρα της κανονικής άδειας.
Η ανωτέρω εγκύκλιος ενέχει ασφαλώς ένα στοιχείο αυθαιρεσίας, αφού δεν γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο ως εύλογο χρονικό διάστημα παροχής εργασίας για την θεμελίωση του δικαιώματος λήψεως της κανονικής άδειας ορίζονται οι δύο (2) μήνες.
Σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο μιας εγκυκλίου, ήτοι ενός εγγράφου εσωτερικής φύσεως, δεν δύναται να υπερτερεί των νομοθετικών διατάξεων που ερμηνεύει. Υπ’αυτό το πρίσμα, κατά την χορήγηση της κανονικής αδείας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προϋποθέσεις που τάσσουν οι διατάξεις των άρθρων 48 και 49 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα, καθώς και η αληθής βούληση του νομοθέτη, που απαιτεί οπωσδήποτε την παροχή εργασίας ορισμένες ημέρες, προκειμένου να δημιουργηθεί η ανάγκη λήψεως κανονικής άδειας, χωρίς να προσδιορίζεται με ακρίβεια ο αριθμός των απαιτουμένων ημερών παροχής εργασίας.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ένας υπάλληλος δεν έχει εργαστεί καθόλου κατά την διάρκεια ενός έτους, τότε είναι σαφές, ότι για το έτος αυτό δεν μπορεί να λάβει κανονική άδεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου