Συντάκτης:
Σάββας Γ. Ρομπόλης* και Βασίλειος Γ. Μπέτσης*
H μακροπρόθεσμη χρηματοοικονομική ισορροπία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) στην Ελλάδα (N. 4387/2016) θα αξιολογείται κάθε τρία χρόνια ελέγχοντας την πορεία του δείκτη (Συνταξιοδοτικές Δαπάνες/ΑΕΠ). Ο δείκτης αυτός δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 16% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, ανεξάρτητα από το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών.
Αναλύοντας τον προαναφερόμενο δείκτη (Συνταξιοδοτικές Δαπάνες/ΑΕΠ), προκειμένου να μην υπάρξουν περαιτέρω μειώσεις στο μέλλον, θα πρέπει ο παρονομαστής του λόγου (δηλαδή το ΑΕΠ) να αυξάνει με μεγαλύτερο ρυθμό απ’ ό,τι θα αυξάνει ο αριθμητής του λόγου (δηλαδή οι συνολικές δαπάνες για συντάξεις).
Αυτό σημαίνει ότι εάν λάβουμε υπόψη το δημογραφικό πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού καθώς και το αναμενόμενο baby booming, το οποίο θα εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2020, τότε γίνεται αντιληπτό πόσο επιτακτική είναι στην Ελλάδα η αναγκαιότητα θετικών ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης απαιτείται να είναι τόσο υψηλοί ώστε να υπερβαίνουν τόσο τον αυξημένο ρυθμό των συνταξιοδοτήσεων (λόγω baby booming) όσο και την επίδραση της γήρανσης του πληθυσμού (δηλαδή της μειωμένης γονιμότητας και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής), η οποία λειτουργεί ως τροχοπέδη στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης.
Στην προοπτική αυτή, το πρόβλημα έγκειται κατ’ αρχήν στον προσδιορισμό τωναναπτυξιακών στόχων καθώς και στον σχεδιασμό των αναγκαίων πολιτικών, οι οποίες θα δημιουργήσουν τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και θα μειώσουν την αρνητική επίδραση του δημογραφικού προβλήματος στη δυναμική της ανάπτυξης.
Από την άποψη αυτή, είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2010-2016 έχει καθηλώσει την ελληνική οικονομία σε χαμηλό επίπεδο παραγωγής και σε υψηλό επίπεδο ανεργίας.
Παράλληλα, έχουν εξαντληθεί οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Με άλλα λόγια, στις συνθήκες αυτές ο κεντρικός αναπτυξιακός στόχος στην Ελλάδα, κατά τα επόμενα χρόνια, απαιτείται να είναι η διάσωση και η ανασυγκρότηση του παραγωγικού συστήματος, καθώς και η αντιμετώπιση του εργασιακού και δημογραφικού ελλείμματος.
Ομως, ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί μόνο με τη σημαντική ελάφρυνση του χρέους και τον σχεδιασμό ενός επενδυτικού-παραγωγικού και τεχνολογικού σοκ, προκειμένου να τεθεί σε κίνηση, με τον σαφή προσδιορισμό των παραγωγικών δυνατοτήτων κάθε γεωγραφικής περιφέρειας και κάθε κλάδου οικονομικής δραστηριότητας, η καθηλωμένη τεχνολογικά, κοινωνικά και δημογραφικά ελληνική οικονομία.
Στην κατεύθυνση αυτήν, επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας, οι ενδογενείς δυνάμεις της, όντας εξαντλημένες, αδυνατούν να συμβάλουν σε υψηλότερα επίπεδα παραγωγής και παραγωγικότητας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι σημαντικό ρόλο προς την κατεύθυνση της επανεκκίνησης μπορεί να παίξουν εξωγενείς παράγοντες, τόσο από την άποψη της σημασίας της εσωτερικής ζήτησης όσο και της βελτίωσης της διεθνούς εξειδίκευσης της χώρας στο διεθνές εμπόριο και την τεχνολογική προσαρμογή του παραγωγικού συστήματος στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, στην ποιότητα των προϊόντων, των υπηρεσιών, κ.λπ.
Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζοντας τις αναλογιστικές μελέτες των δανειστών και ειδικότερα τις μελλοντικές προβολές τους, παρουσιάζουν το 2060 την Ελλάδα με πληθυσμό 8,6 εκατ. άτομα από 10,8 εκατ. σήμερα.
Πιο συγκεκριμένα, ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών) εκτιμάται σε 4,6 εκατ., ο πληθυσμός άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 3 εκατ. και ο παιδικός πληθυσμός (0-14 ετών) εκτιμάται στο 1 εκατ. από 1,65 εκατ. σήμερα.
Η ανεργία, κατά τις εκτιμήσεις των δανειστών, θα κινείται στα επίπεδα του 14%, ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ την περίοδο 2015-2060 θα είναι στο 0,7% και η μετανάστευση θα είναι αρνητική, με την έννοια ότι θα μεταναστεύουν στο εξωτερικό περισσότεροι Ελληνες από ό,τι θα μεταναστεύουν αλλοδαποί στην Ελλάδα.
Επίσης, εκτιμούν ότι την περίοδο 2015-2060, ο μέσος δείκτης γονιμότητας θα είναι 1,45 παιδιά ανά γυναίκα.
Με άλλα λόγια, οι δανειστές οραματίζονται την Ελλάδα ως μια φτωχή, γερασμένη χώρα, με υψηλή ανεργία και τους νέους να μεταναστεύουν στο εξωτερικό.
Στις συνθήκες αυτές, το ερώτημα που τίθεται είναι ποιους στόχους απαιτείται σε αντικειμενικούς αναπτυξιακούς, δημογραφικούς και κοινωνικο-ασφαλιστικούς όρους να θέσει η ελληνική οικονομία, προκειμένου να ανακοπεί η -κατά την εκτίμηση των δανειστών, δυσμενής προοπτική της;
Από την άποψη αυτή, απαιτείται να θέσουμε ως στόχο την αύξηση του δείκτη γονιμότητας στο 1,55 μέσα σε μια δεκαετία και στο 1,85 μέσα σε μια εικοσαετία και μετά να σταθεροποιηθεί σε ένα μέσο επίπεδο στο 1,75-1,8 (για την αναπλήρωση ενός πληθυσμού ο δείκτης αυτός θα πρέπει να έχει ελάχιστη τιμή 2,1).
Ομως, είναι εφικτός αυτός ο στόχος; Μελετώντας τα ιστορικά στοιχεία αυτού του δείκτη για την Ελλάδα την περίοδο 1960-1981 διαπιστώνουμε ότι είχε μέση τιμή ίση με 2,3, την περίοδο 1982-1988 είχε μέση τιμή ίση με 1,5 και το 2000 είχε φτάσει στην κατώτατη τιμή του, που ήταν 1,22 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία γονιμότητας.
Κατά τη δεκαετία του 2000 το επίπεδο του δείκτη παρουσίασε μια αυξητική δυναμικήφτάνοντας την τιμή 1,5, μέχρι που ανακόπηκε η αυξητική αυτή τάση με την ύφεση του 2010.
Με άλλα λόγια, η τιμή-στόχος του δείκτη γονιμότητας στα επίπεδα του 1,75-1,8 είναι υψηλότερη κατά 25% σε σχέση με αυτό που εκτιμούν οι δανειστές και περίπου ίση με τον μέσο όρο των χωρών που παρουσιάζονται στον Πίνακα.
Παράλληλα, απαιτείται να τεθεί ο στόχος του επιπέδου του ΑΕΠ τον οποίο θα επιδιώξει να επιτύχει με συγκεκριμένες αναπτυξιακές και επενδυτικές επιλογές η ελληνική οικονομία.
Από την άποψη αυτή, θα μπορούσε μέχρι το 2022 ο μεσοπρόθεσμος στόχος του επιπέδου του ΑΕΠ να είναι το σημερινό επίπεδο της Ιρλανδίας (216 δισ. ευρώ) και με μακροπρόθεσμη προοπτική το 2060 να έχει προσεγγίσει τα 370 δισ. ευρώ (δηλαδή 42% αυξημένο σε σχέση με τις εκτιμήσεις των δανειστών).
Για να συμβεί όμως αυτό, θα πρέπει μέχρι το 2022 το ΑΕΠ να αυξάνεται με ρυθμό 3% ετησίως και στη συνέχεια μέχρι το 2060 με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την επίτευξη αυτών των στόχων από την ελληνική οικονομία απαιτείται, εκτός από την προαναφερόμενη αναγκαία στρατηγική της παραγωγικής και τεχνολογικής ανασυγκρότησης ανά περιφέρεια και κλάδο, η γνώση των διαφορετικών χαρακτηριστικών στοιχείων (π.χ. παραγωγική διάρθρωση, τεχνολογικό επίπεδο κ.λπ.) καθώς και η κατανόηση των ανάλογων χαρακτηριστικών στοιχείων (π.χ. πληθυσμός, έκταση, κ.λπ.) σε σύγκριση με τις οκτώ ευρωπαϊκές χώρες του Πίνακα.
Πιο συγκεκριμένα, από τον Πίνακα παρατηρούμε ότι η Ελλάδα έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό μετά την Ολλανδία και την τρίτη μεγαλύτερη έκταση σε τετραγωνικά χιλιόμετρα μετά τη Σουηδία και τη Νορβηγία.
Η Ελλάδα διαθέτει το μικρότερο ΑΕΠ, το οποίο μάλιστα ανέρχεται στο 42,5% του μέσου όρου των οκτώ χωρών, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι ακόμη χειρότερο, αφού διαμορφώνεται στο 33% του μέσου όρου των οκτώ χωρών.
Επιπλέον, η Ελλάδα διαθέτει τον χειρότερο δείκτη γονιμότητας (73% του μέσου όρου των οκτώ χωρών).
Ομως, η προαναφερόμενη στρατηγική ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και η σχεδιασμένη, μεθοδική και συστηματική υλοποίησή της θα επιφέρουν αντικειμενικά τον διπλασιασμό τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ (16.389 ευρώ σήμερα), προσεγγίζοντας το 60% του μέσου όρου των οκτώ χωρών του Πίνακα, καθώς και τη διεύρυνση τηςκοινωνικής προστασίας για την αύξηση, μεταξύ άλλων, της γονιμότητας και του πληθυσμού. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι σε διαφορετική προοπτική και μεσο-μακροπρόθεσμη εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, η Ελλάδα κατά τα επόμενα χρόνια και κατά τις επόμενες δεκαετίες θα καταστεί μια χώρα φτωχή, με υψηλή ανεργία και γερασμένο πληθυσμό, με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται αυτό για το βιοτικό επίπεδο του συρρικνωμένου πληθυσμού της.
*Ομότ. καθ. Παντείου Πανεπιστημίου
**Υποψ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου