Συντάκτης: Έφη Μαρίνου
ΕΦΥΝ
Ο ταλαντούχος ηθοποιός και σκηνοθέτης ζει και εργάζεται τα τέσσερα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο. Αυτόν τον καιρό βρίσκεται στην Αθήνα για να σκηνοθετήσει το έργο του Χόρβατ «Καζιμίρ και Καρολίνα». Θέμα του η ανεργία, η κοινωνική εξαθλίωση στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Στη διασκευή ωστόσο, αφαιρέθηκαν τα στοιχεία του ’30 και προσαρμόστηκε στην εποχή μας
Πριν από τέσσερα χρόνια, στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του, έφυγε στο Βερολίνο. Οχι για να δουλέψει αλλά για να κάνει ένα διάλειμμα, να αλλάξει ζωή, να μάθει γερμανικά κι ό,τι προκύψει.
Τώρα ο ταλαντούχος ηθοποιός και σκηνοθέτης Δημοσθένης Παπαδόπουλος επιχειρεί ένα άλλο διάλειμμα. Επιστρέφει για να σκηνοθετήσει, στον Τεχνοχώρο Cartel, το «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Εντεν φον Χόρβατ, έργο που δεν ανεβαίνει συχνά. Θέμα του η ανεργία, η κοινωνική εξαθλίωση στην Αυστρουγγρική Αυτοκρατορία, λίγο πριν ξεσπάσει ο μεγάλος πόλεμος, και πώς αυτός ο παράγοντας αλλοτριώνει τις ανθρώπινες σχέσεις οδηγώντας στη μαζική τύφλωση.
«Πήγα στο Cartel να δω τον “Πλατόνοφ” και ενθουσιάστηκα με τον χώρο, με τους ηθοποιούς» λέει ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος. «Πρότεινα το έργο γιατί ταιριάζει απόλυτα στην εποχή και στην πόλη. Το ενδιαφέρον είναι ότι η επιλογή συνδέεται με κάτι πολύ προσωπικό μου.
Τα καλοκαίρια που ερχόμουν στην Ελλάδα, έτρωγα κάτι αναπάντεχα χαστούκια από κολλητούς, πάθαινα συναισθηματικά χουνέρια εκεί που δεν το περίμενα, που δεν είχα τίποτα να μοιράσω με κανέναν. Ολα αφορούσαν δε κάτι οικονομικό, μικροπρέπειες που είχαν να κάνουν με χρήματα. Φρικάριζα, δυσκολευόμουν να καταλάβω. Ετσι, εξ αποστάσεως αφού δεν ζούσα εδώ, μέσα από αυτά τα μικρά σκηνικά άρχισα να βιώνω τι σημαίνει κρίση στην Ελλάδα…
Το έργο λοιπόν με αφορά και με βοήθησε όχι μόνο να μη χαλάσω τη σχέση μου μ’ αυτούς τους φίλους αλλά και να τους δικαιολογήσω απόλυτα, κατανοώντας την καταλυτική επίδραση των συνθηκών επάνω τους. Η ανέχεια, η ανεργία, η αδυναμία βιοπορισμού μάς μεταλλάσσουν.
Ο ήρωας απ’ την αρχή ακόμα του έργου λέει στην Καρολίνα: “Οι άνθρωποι δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Αναγκάζονται στη σημερινή οικονομική κατάσταση να γίνουν λίγο περισσότερο εγωιστές. Πρέπει να επιβιώσουν”. Η ανεργία επηρεάζει την ψυχολογία του, άρα και τη σχέση του με τους άλλους».
• Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη οικονομικά συνθήκη, πώς διατηρούμε την αξιοπρέπειά μας, πώς δεν θα φαγωθούμε μεταξύ μας;
Η έλλειψη ωριμότητας, παιδείας, δημιουργικής σκέψης, δυστυχώς βασικά γνωρίσματα του Ελληνα, δεν βοηθά. Οι ήρωες είναι μικροαστοί που θεωρούν εαυτούς κάτι παραπάνω από αυτό που πράγματι είναι. Συχνά μιλούν σαν να παίζουν, σαν να υποδύονται, προδίδοντας ότι αυτό που λένε είναι ανοίκειο, “φορεμένο”, γιατί κάπου το άκουσαν.
Ο συγγραφέας το κάνει για να υπογραμμίσει τη λαϊκότητά τους, την έλλειψη παιδείας, άρα και της προσωπικής κρίσης, που τους καθιστά αδύναμους να λειτουργήσουν κανονικά. Αυτή η επί τούτου επίπλαστη, με πολύ λεπτές αποχρώσεις γλώσσα αποτελεί και τη δυσκολία στη μετάφραση, γι’ αυτό άλλωστε ο Χόρβατ δεν τυγχάνει και πολύ πετυχημένων παραστάσεων εκτός γερμανικής σκηνής.
Πρέπει να καταλάβεις καλά το κείμενο στα γερμανικά για να το αποδώσεις στην ελληνική γλώσσα. Δούλεψα πολύ τη μετάφραση με τη βοήθεια μας Γερμανίδας σκηνοθέτριας. Οπου κι αν παίχτηκε το έργο, δεν ευτύχησε, αν εξαιρέσουμε την ιστορική παράσταση του Κριστόφ Μαρτάλερ, την πρώτη του σκηνοθεσία που τον έκανε και διάσημο.
• Το έργο έχει προσαρμοστεί στο σήμερα;
Η διασκευή δεν άλλαξε τίποτα ουσιαστικό. Αφαίρεσα τα γραφικά στοιχεία της δεκαετίας του ’30 και το έφερα στην εποχή μας χωρίς να προσθέσω τίποτα φοβερό. Το έργο διαδραματίζεται στη μεγάλη λαϊκή γιορτή της μπίρας που γίνεται κάθε Οκτώβρη.
Εγώ έβαλα τους ήρωες σε μια κάβα-αποθήκη δίπλα στη γιορτή, λες και κάποιοι απ’ αυτούς θα πάνε αργότερα ή δεν θέλουν να πάνε. Ηθελα έναν κλειστό χώρο για να επικεντρωθώ στα πρόσωπα, να κάνω «κοντινό» επάνω τους.
Από την αρχή ωστόσο ακούμε τον θόρυβο της γιορτής που κάποτε εκτυλίσσεται σ’ αυτό τον εσωτερικό χώρο. Είμαι ενθουσιασμένος με τους ηθοποιούς. Πρόκειται για εκπληκτικά πλάσματα, κάθε μέρα πηγαίνω στην πρόβα συγκινημένος. Είναι η πρώτη φορά που βρίσκομαι σε δουλειά, που αισθάνομαι να μου αρέσει τόσο πολύ αυτό που κάνω.
• Το λέτε αυτό μετά από τόσες καλές παραστάσεις, τόσους ενδιαφέροντες ρόλους;
Πάντα έβρισκα κάτι κακό όπου κι αν έπαιζα. Δεν μου άρεσε τίποτα, παρατηρούσα μόνο τα αρνητικά. Η δουλειά με κατάπινε, γινόταν βάσανο. Ανήκω στην τελευταία ίσως γενιά που το θέατρο για τον ηθοποιό συνδυάστηκε υποχρεωτικά με την ταλαιπωρία, το μαρτύριο.
Μεγαλώσαμε και δουλέψαμε με σκηνοθέτες που η πρόβα σήμαινε να χτυπηθείς αλύπητα κάτω, να βασανιστείς, δηλαδή να μην περάσεις καλά... Η εμπειρία της Γερμανίας με πήγε αλλού. Δεν υπάρχουν ψυχωτικές λειτουργίες, τα πράγματα γίνονται «κουλ», αλλά και σωστά.
• - Πώς αποφασίσατε να ξενιτευτείτε;
Εφυγα αποφασισμένος για ό,τι προκύψει ή για ένα πολύ ωραίο διάλειμμα. Δούλευα ασταμάτητα πάνω από 20 χρόνια, είχα πήξει κι ένιωθα την ανάγκη να φύγω από όλα. Τότε μάλιστα ήμουν πολύ στα πάνω μου. Με βραβείο από τον τηλεοπτικό Καρυωτάκη αλλά και λίγο αργότερα από τη «Λήθη». Το πώς συνέλαβα την ιδέα έχει πλάκα. Ενα βράδυ του 2011 είχε έρθει σπίτι μου μια συνάδελφος και φίλη.
Βλέπαμε στις ειδήσεις την κρίση που εξελισσόταν ιλιγγιωδώς. Εντελώς στον χαβαλέ αναρωτιόμαστε πού πρέπει να μεταναστεύσουμε. Γύρω στις 3 το πρωί η φίλη μου έφυγε, εγώ ξάπλωσα κι άρχισα να σκέφτομαι την ιδέα του φευγιού. Γιατί όχι; Γιατί είναι μόνο όνειρο, κουβέντα της πλάκας; Μέτρησα τα υπέρ και τα κατά. Τότε ήμουν 39 χρόνων, είπα λοιπόν, αν δεν το κάνω τώρα, δεν θα έχω τις αντοχές να το κάνω ποτέ.
Η σκέψη κυριάρχησε στο μυαλό μου, με κινητοποίησε. Το πρωί άρχισα να ψάχνω προορισμό. Εφτιαξα λίστα με υποψήφιες ευρωπαϊκές πόλεις. Επικοινώνησα τηλεφωνικά ή μέσω e-mail με φίλους και γνωστούς. Ολοι μου έλεγαν τα χειρότερα: ανεργία, ακρίβεια, δυσκολίες. Αλλά η κουβέντα για κάποιο λόγο γύριζε πάντα στο Βερολίνο, πόλη με πλεονεκτήματα την οποία όμως δεν είχα στη λίστα μου λόγω γλώσσας.
Το ψάχνω και ανακαλύπτω ότι πράγματι είναι η καλύτερη επιλογή: οικονομικά συμφέρει, ωραία ζωή, θέατρο. Αφού κάνω το παρανοϊκό, ας το κάνω ολοκληρωμένα. Κι ας μάθω μια καινούργια γλώσσα. Και πήγα. Εκλεισα σπίτι εδώ και επί έξι μήνες οργάνωνα από εδώ τη ζωή μου εκεί. Λόγω Καρυωτάκη, είχα μια καβάτζα οικονομική, υπολόγιζα ότι για 3-4 χρόνια θα είχα μια νορμάλ ζωή.
• Το πρόβλημα της γλώσσας πώς το αντιμετωπίσατε;
Πριν φύγω, για έξι μήνες έκανα γερμανικά. Σκέψου, όταν πήγα, γνώριζα ήδη τη δομή, τη βάση, τους κανόνες της γλώσσας, ήμουν σ’ ένα επίπεδο τύπου «Lower». Είχα φάει κόλλημα, είπα στον εαυτό μου θα τη μάθω τέλεια. Δέκα ώρες μελέτη την ημέρα, αυτομαστιγώθηκα, αλλά τα κατάφερα. Εχω πια το δίπλωμα που μου επιτρέπει να διδάξω. Δεν πήγα να δουλέψω στο Βερολίνο ως ηθοποιός, ούτε μου περνούσε απ’ το μυαλό.
• Βρεθήκατε όμως ξανά στο θέατρο.
Τον τέταρτο μήνα που βρισκόμουν εκεί ξυπνάω ένα πρωί, ανοίγω το λάπτοπ για να διαβάσω γερμανικά και βλέπω έκπληκτος ότι έχω αίτημα φιλίας στο FB από κάποιον Γερμανό που το όνομά του μου είναι γνωστό. Την ίδια στιγμή που το γκουγκλάρω για να βεβαιωθώ, μου στέλνει μήνυμα γράφοντας ότι γνωρίζει ότι είμαι ηθοποιός και θέλει να γνωριστούμε. Ηταν ένας γνωστός σκηνοθέτης.
Ανταλλάσσουμε τηλέφωνα και του προτείνω να συναντηθούμε μετά την πρεμιέρα του για να είναι πιο χαλαρός. Μου τηλεφώνησε και βρεθήκαμε. Με βρήκε μέσω ενός Ελληνα σκηνογράφου, μόνιμου συνεργάτη του, ο οποίος ήταν φαν μου στην Ελλάδα και τυχαία είχε μάθει ότι μετακόμισα στο Βερολίνο. Σε μια εβδομάδα με ξαναπήρε ζητώντας μου να διαλέξω ρόλο ανάμεσα σε τρεις μικρούς.
Διάλεξα τον πιο μικρό. Οκτώ ατάκες στην αρχή και οκτώ στο τέλος, ως alter ego του πρωταγωνιστή. Μετά από μέρες, στις πρόβες, άρχισε να σκηνοθετεί το έργο με δύο πρωταγωνιστές μόνιμα επί σκηνής, δηλαδή και το alter ego με περισσότερο κείμενο. Δούλεψα εξαντλητικά, ήμουν εμμονικός, δεν ήθελα να μου βρουν ψεγάδι. Γνώριζα όλο το έργο στα γερμανικά, όχι μόνο τον ρόλο μου.Συμμετείχα και στην επόμενη παράστασή του και μετά ήρθε η «Δωδέκατη νύχτα» στο Αμβούργο, όπου έπαιξα την Ολίβια, αγαπημένη δουλειά, πήρε μάλιστα βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας στο Αμβούργο. Τελευταία, πάλι στο Αμβούργο, έπαιξα τον Κάλιμπαν στην «Τρικυμία» του Σέξπιρ. Αλλά στις πρόβες κατέρρευσα. Είχα ξαναμπεί σ’ έναν καινούργιο αγώνα δουλειάς. Τρελό αν σκεφτείς ότι μετανάστευσα για να διακόψω...
• Και τι κάνατε;
Ψυχανάλυση... Επασχα πάντα από κρίσεις πανικού, πέρασα μια μεγάλη, πριν από 15 χρόνια, δεν μπορούσα να πάω ούτε ώς το περίπτερο. Η σκηνή ήταν το μόνο μέρος που δεν το πάθαινα. Ας τελείωνε η παράσταση και να μην μπορούσα να κυκλοφορήσω. Οι κρίσεις έρχονταν και έφευγαν, σταδιακά μαθαίνεις να τις κουλαντρίζεις.
Κάποτε, πηγαίνοντας με το λεωφορείο από το Βερολίνο μια μεγάλη διαδρομή, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ένιωσα ξανά ένα κύμα να έρχεται. Και τότε αποφάσισα να πάω σε γιατρό, να το λύσω, δεν ήθελα να το ξαναζήσω ούτε δευτερόλεπτο.
Ξεκίνησα λοιπόν ψυχανάλυση λέγοντας ότι αν δεν λειτουργήσει, θα εξασκήσω τουλάχιστον τα γερμανικά μου... Το είχα σκεφτεί παλιά αλλά δεν είχα και την οικονομική δυνατότητα. Στη Γερμανία η ασφάλειά μου καλύπτει τα έξοδα, πηγαίνω τρεις φορές την εβδομάδα χωρίς να πληρώνω τίποτα. Με βοήθησε πολύ, ξύπνησε έναν άλλο τρόπο σκέψης, παρατήρησης του εαυτού σου, του κόσμου.
• Ξύπνησε και πράγματα θαμμένα στην παιδική ηλικία;
Ολα εκεί βασίζονται, στην παιδική ηλικία, στην οικογένεια. Πάντα έπρεπε να αποδείξω τι αξίζω. Αυτό με έσπρωχνε συνεχώς σε μια υπερπροσπάθεια και φυσικά στο άγχος. Τώρα δεν με νοιάζει καθόλου. Δεν είναι τυχαίο που για πρώτη φορά είμαι συγκινημένος, χαρούμενος που δουλεύω με τον θίασο στο Cartel. Το αυτομαστίγωμα αυτών των χρόνων είχε τα οφέλη του, τώρα όμως δεν θέλω κανένα άγχος.
Αυτόν τον καιρό στην Αθήνα μου συμβαίνουν πράγματα που στο παρελθόν θα με αποδιοργάνωναν, θα με ακινητοποιούσαν, θα πάθαινα πανικό. Χάνω τα κλειδιά του σπιτιού, του αυτοκινήτου, τον φορτιστή του κινητού μου και είμαι «κουλ». Σκέψου, προετοίμαζα από εδώ τη διαμονή μου στο Βερολίνο με κάθε λεπτομέρεια. Πήρα μέχρι και νυχοκόπτη… Τώρα δεν με νοιάζει ούτε πού θα μείνω. Και στις πρόβες είμαι ήρεμος. Αν υπάρχει καλή ενέργεια, όλα γίνονται. Κι αν δεν αγγίξουμε την τελειότητα, δεν πειράζει.
• Μετά την πρεμιέρα πίσω στο Βερολίνο;
Εναν μήνα στη Νάξο όπου πάω χρόνια και μετά πίσω. Δεν ξέρω αν θα έχω κι άλλες προτάσεις στο θέατρο. Εκανα ήδη τέσσερις παραστάσεις με δύο σκηνοθέτες σε ωραία θέατρα, με καλές αμοιβές. Τελικά δεν έμεινα άνεργος ούτε στο Βερολίνο, ενώ δεν πήγα για να δουλέψω. Δεν αγχώνομαι, ακόμα κι αν τελειώσει. Εκανα έναν κύκλο και χάρηκα την εμπειρία. Με προχώρησε ως παιδεία, ποιότητα ζωής, επικοινωνία με ανθρώπους. Εμαθα τη γλώσσα, έκανα εξαιρετικούς φίλους. Είχα δουλειά που με κάλυπτε οικονομικά όλο τον χρόνο.
• Τι σας έλειψε από την Ελλάδα, από τι γλιτώσατε φεύγοντας;
Μου έλειψε το φως της. Εδώ ανήκω λόγω παιδικής ηλικίας. Κι εδώ είναι οι φίλοι μου. Στην Ελλάδα ο βιοπορισμός του ηθοποιού είναι σχεδόν αδύνατος. Πώς να μην κάνει υποχωρήσεις, να μην παρακαλάει ανθρώπους που άλλες εποχές δεν θα γύριζε να κοιτάξει; Το βλέπω τώρα κι ενώ το κατανοώ απολύτως, σοκάρομαι. Δεν είναι τυχαίο πόσο συναισθηματικά φορτισμένος είμαι -στα όρια του μελό- μ’ αυτή τη δουλειά στο Cartel.
Η παράσταση μιλάει γι’ αυτό το παιδί που η κοινωνία σκοτώνει μέσα μας. Με αγγίζει, με συγκινεί προσωπικά, για μένα αυτό είναι μεγάλο θέμα. Αλλά και για ποιον δεν είναι. Βλέπεις την αθωότητα των ίδιων των νέων καλλιτεχνών που σου περιγράφουν την υπαρκτή αγριότητα μέσα από μια σκληρή ιστορία.
Σαν να σου λένε: να, έτσι με σκοτώνετε. Το σπουδαίο με τον Χόρβατ είναι που καταλαβαίνεις, λατρεύεις τους ήρωές του τη στιγμή που βλέπεις να κάνουν τα χιλιάδες λάθη. Κι αυτοί οι νέοι ηθοποιοί είναι εκπληκτικά πλάσματα, χωρίς κόμπλεξ, ηθοποιίλα, την ψωνίστικη συμπεριφορά πρωταγωνιστών. Κάνουν μόνοι τους τα σκηνικά, δεν πληρώνεται κανείς κι έχουν τρελό κέφι. Πώς να μη συγκινείσαι; Μαζί τους νιώθω ότι είμαι ο τέλειος μπαμπάς που ποτέ δεν είχα.
Ο ξένος στο Βερολίνο δεν είναι ξένος
• Αυτά τα χρόνια παρακολουθούσατε τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα;
Εβλεπα τα χειρότερα κι έλεγα τι καλά που έφυγα. Η σύγκριση της ζωής εδώ κι εκεί είναι αναπόφευκτη. Στον τρόπο ζωής, την ωριμότητα και την ψυχραιμία του κόσμου, την καταπληκτική οργάνωση, τη λειτουργία του συστήματος.
Ομως το 99% του γερμανικού λαού δεν είναι καθόλου εναντίον της Ελλάδας. Αντίθετα, την αγαπούν, όλοι έχουν μια καλή ιστορία να πουν για τον τόπο και τους Ελληνες. Αυτό το διαπίστωνα όχι μόνο σε χώρους όπου συχνάζουν διανοούμενοι και καλλιτέχνες αλλά γενικότερα.
Βέβαια, το Βερολίνο δεν είναι «Γερμανία». Οι ξένοι δεν είναι ξένοι. Ενσωματώνονται, γρήγορα γίνονται μέρος της πόλης. Είναι εντυπωσιακό να απολαμβάνεις τα ίδια δικαιώματα με τους Γερμανούς, μην πω και περισσότερα.
Με ενδιαφέρει περισσότερο η σκηνοθεσία
Η αλήθεια είναι ότι δεν τρελαίνομαι τόσο να παίζω. Δεν έχω τις παλιές ψυχικές αντοχές, που τελείωνε το ένα έργο και άρχιζε το άλλο. Η συνεχής έκθεση δημιουργεί υπερένταση, θέλω κάποτε να ηρεμήσω.
Η σκηνοθεσία μού δίνει μια ελευθερία. Μου αρέσει η μοναχική δουλειά της μετάφρασης στον υπολογιστή. Το ιδανικό θα ήταν να μοιράζομαι εδώ κι εκεί παίζοντας, σκηνοθετώντας, διδάσκοντας. Ζω από τη δουλειά μου, δεν έχω άλλο έσοδο.
Μακάρι να μπορούσα να κάνω μόνο αυτά που γουστάρω. Ομως τώρα πια, χωρίς πανικούς και με άλλη φιλοσοφία ζωής και διαθεσιμότητας, βλέπω ότι μπορώ κάθε δουλειά να την κάνω του γούστου μου. Αξιοποιώ τα θετικά και φτιάχνω την ατμόσφαιρα που με κάνω να νιώθω άνετα, δημιουργικά.
INFO:
Cartel Τεχνοχώρος (Αγ. Αννης & Μικέλη 4, Βοτανικός, τηλ.: 69 39898258). «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Εντεν φον Χόρβατ. Μετάφραση, σκηνοθεσία: Δημοσθένης Παπαδόπουλος. Σκηνικά-κοστούμια: Kenny MacLellan. Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης. Παίζουν: Ελεονώρα Αντωνιάδου, Ευτυχία Γιακουμή, Μάνος Καζαμίας, Ιουστίνα Ματιασέκ, Βασίλης Μπισμπίκης, Ιάσονας Παπαματθαίου, Μαρία Σκαφτούρα, Παναγιώτης Σούλης, Στέλιος Τυριακίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου