Τον Μπρουνό Νταβέρ και τον Τιερί Τουγκουρντό χωρίζει μια δεκαετία. Το μόνο κοινό σημείο τους είναι η ανεργία. Ο πρώτος, κεντρικός ήρωας στο «Τσεκούρι» του Κώστα Γαβρά (2005) –τον υποδύεται ο Χοσέ Γκαρσία–, από μεσοαστός ευσυνείδητος υπάλληλος και οικογενειάρχης, ο οποίος απολύεται από τη χαρτοβιομηχανία στην οποία εργαζόταν, μεταμορφώνεται σε σίριαλ κίλερ· ο δεύτερος, πρωταγωνιστής στον «Νόμο της αγοράς» του Στεφάν Μπριζέ, ο οποίος προβάλλεται στις αίθουσες για τρίτη εβδομάδα, χάνει τη δουλειά του ύστερα από 25 χρόνια, μαζί με 700 άλλους εργαζόμενους στο ίδιο εργοστάσιο.
Για τον Τιερί Τουγκουρντό (Βινσέν Λιντόν), με την όψη ταλαιπωρημένου μεσήλικα και βλέμμα καθαρό και κουρασμένο, η ανεργία είναι κάτι σαν φυσική καταστροφή. Δεν διαμαρτύρεται, δεν αναθεματίζει, αρνείται να κλιμακώσει την αντιπαράθεσή του με την εργοδοσία, μέσω των ατελέσφορων αγώνων του συνδικάτου, όχι από φόβο αλλά από μια αίσθηση ματαιότητας και την επιθυμία «να τραβήξει μια γραμμή, να περάσει σε κάτι άλλο». Πρέπει να συντηρήσει την τριμελή οικογένειά του (τη γυναίκα του κι ένα παιδί με πολύ σοβαρά κινητικά προβλήματα), με 500 ευρώ τον μήνα. Αδύνατον.
Επιμορφωτικά σεμινάρια, ατέρμονος κύκλος συνεντεύξεων –ακόμη και μέσω σκάιπ– στο τέλος, ένα χρόνο μετά, βρίσκει μια θέση σεκιούριτι σε σούπερ μάρκετ. Τον ρωτούν αν είναι έτοιμος να αναλάβει κάτι κατώτερο από αυτό που έκανε στην προηγούμενη δουλειά του, απαντά, χωρίς περιστροφές, ναι. Τον ρωτούν αν έχει σκεφτεί να πουλήσει το σπίτι του για να καλύψει τα έξοδά του, απαντά ότι ναι το σκέφτηκαν με τη γυναίκα του, αλλά αποκλείεται να το κάνουν γιατί «τότε θα σημαίνει ότι οι προσπάθειές τους μέχρι τώρα ήταν άσκοπες».
Το μόνο που ενδιαφέρει τον Τιερί είναι η αξιοπρεπής επιβίωση. «Αξιοπρεπής» μπορεί να σημαίνει το στρωμένο οικογενειακό τραπέζι ή τα μαθήματα χορού, ροκ εντ ρολ, τα οποία παρακολουθούν μαζί με τη γυναίκα του.
Η ταινία του Μπριζέ είναι πολλές στιγμές αμήχανη, μένει αναποφάσιστη ανάμεσα στη ρεαλιστική καταγραφή και την καταγγελία, έχει όμως μια σημαντική αρετή: δεν δραματοποιεί, υιοθετεί την κάμερα του ντοκιμαντερίστα για να αποτυπώσει μια ατμόσφαιρα εν τη γενέσει της. Μια γιορτή για συνταξιοδότηση, ύστερα από 32 χρόνια, εργαζόμενης στο σούπερ μάρκετ· τον μετεωρισμό ανάμεσα στην ντροπή και την απελπισία του πελάτη ή του υπαλλήλου που συλλαμβάνεται από τις κάμερες ασφαλείας να κλέβει, από τρόφιμα μέχρι πόντους· τη ζωή στο σπίτι, περιορισμένη αλλά όχι μίζερη, με τον Τιερί και τη γυναίκα του να περιβάλλουν με αγάπη και μεγάλη φροντίδα τον πάσχοντα γιο τους. Μια ζωή ικανοποιημένη με την επάρκεια, όχι την αφθονία.
Ο Κώστας Γαβράς προέβλεπε το 2005 ότι «ξεχνάμε τον ουμανισμό και οδεύουμε προς τον οικονομισμό». Δημιούργησε μια μαύρη κωμωδία, μια παραβολή, για να αποδώσει τον θυμό και τον φόβο του ανθρώπου που χάνει τη δουλειά του και το έδαφος κάτω από τα πόδια του αλλά, παράλληλα, και τον ανερχόμενο κυνισμό μιας εποχής, κατά την οποία οι απολύσεις πύκνωναν για να περιορίσουν οι επιχειρήσεις τις απώλειες κέρδους.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Στεφάν Μπριζέ αποτυπώνει το τοπίο μετά την καταστροφή, σε μια Ευρώπη με 23,5 εκατ. ανέργους. Η διαφαινόμενη ως εργασιακή απειλή στο «Τσεκούρι» του 2005 είναι ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα στον «Νόμο της αγοράς» του 2015. Η ανέχεια ορατή ή καλυμμένη αποτελεί καθημερινότητα, οι αλλαγές ραγδαίες και οι συμβατικοί τρόποι αντιμετώπισης απολύτως αδύναμοι. Η δουλειά αποσυνδέεται από την ταυτότητα (δεν «είσαι η δουλειά σου»), ο εργαζόμενος μπορεί απλώς να κατέχει μια θέση για να εξασφαλίζει τον επιούσιο, αλλά στρέφεται αλλού για να αντλήσει ψυχική ικανοποίηση. Επινοεί –εκπαιδεύεται γι’ αυτό από την πίεση της αγοράς– την εκτός δουλειάς ζωή του. Η ικανότητα συνεχούς αναπροσαρμογής και οι αντοχές σμιλεύουν το προφίλ ενός διαρκώς καινούργιου εργαζόμενου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου