Του Θανάση Αλεξίου*
Συχνά η ανεργία, η φτώχεια, η ανημποριά αποδίδονται στο άτομο. Στο άτομο θα αναζητηθούν επίσης ευθύνες όταν αυτά, στερούμενα τα αναγκαία μέσα και πόρους, θα «επινοήσουν», παρά το αυξημένο ρίσκο ακόμη και για την ίδια τους τη ζωή, τεχνικές επιβίωσης («κλοπή» ηλεκτρικού ρεύματος, καύση μαγκαλιών, «παράνομη» απόσπαση επιδομάτων κ.ά.). Ωστόσο η κατάσταση ανεργίας, η αδυναμία καταβολής του ενοικίου ή πληρωμής του ηλεκτρικού ρεύματος πολύ λίγο έχουν να κάνουν με το άτομο και τη θέλησή του. Οι καταστάσεις αυτές έχουν να κάνουν όμως με τη δομή της αγοράς εργασίας που καθιστά το άτομο περιττό και το «ξεβγάζει», αποκλείοντάς το από την πρόσβαση στα βασικά αγαθά.
Επομένως, στον βαθμό που κοινωνικά δεδομένα (ανεργία, εξαθλίωση, έκπτωση κ.ά.) ανάγονται σε μη κοινωνικά, δηλαδή σε ατομικά δεδομένα (θέληση, επιθυμία, πρόθεση) η κοινωνική ανάλυση μετατρέπεται σε μια ψυχολογία των ατομικών διαφορών και η συζήτηση ιδεολογικοποιείται. Βεβαίως είναι άλλο ζήτημα να εξετάζουμε τη σχέση δομικών παραγόντων (τρόπος οργάνωσης της εργασίας, κρατικές πολιτικές κ.λπ.) και ατομικών καταστάσεων όπως διαμεσολαβούνται πολιτισμικά για να εξηγήσουμε τους λόγους που περιορίζουν ή διευρύνουν τις δυνατότητες των ατόμων (πολιτισμικό κεφάλαιο, γλωσσικές πρακτικές, έξεις κ.λπ.). Εν τούτοις αν θεωρήσουμε τις δομές υπεύθυνες για την επιδείνωση των συνθηκών ζωής (εργασία, στεγαστικές συνθήκες, υγεία, εκπαίδευση κ.λπ.), θα πρέπει να εντοπίσουμε τις ευθύνες σε κοινωνικά στρώματα που ελέγχουν και διαχειρίζονται τους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους, τόσο τυπικά (πολιτική εξουσία) όσο και ουσιαστικά (μερίδες της αστικής τάξης). Και αυτό γιατί η συγκεντροποίηση πλούτου στα χέρια, λόγου χάρη, μιας μερίδας της αστικής τάξης (τράπεζες) συμβαδίζει με την αφαίρεση πόρων και μέσων από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που περιπίπτουν γι’ αυτό στην ανεργία, στην ένδεια, στην ανημποριά και στην αναξιοπρέπεια. Αυτή συμβαδίζει επίσης με την απόσπαση απλήρωτης εργασίας (υπερεργασία) αλλά και με την απόσπαση μεγαλύτερου μέρους από το κοινωνικό πλεόνασμα που ιδιοποιούνται αστικά στρώματα. Εδώ δεν πρόκειται για λάθη και αστοχίες, αλλά για συνειδητές επιλογές με την έννοια ότι οι οικονομικές και οι πολιτικές «ελίτ» γνωρίζουν ότι αυτές προκαλούν τον ανθρώπινο πόνο, την προσωπική έκπτωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να μιλήσουμε για «δομική βία» (J. Galtung), δηλαδή για βία που απορρέει από τις ίδιες τις δομές, έστω κι αν οι ευθύνες δεν μπορούν να προσωποποιηθούν.
Εφόσον μάλιστα η δύναμη ορισμού της πραγματικότητας δεν μονοπωλούνταν από την τάξη που ελέγχει το σύστημα της υλικής παραγωγής, συνεπώς και τα μέσα της πνευματικής, θα είχαμε να κάνουμε με μια μορφή εγκληματικότητας, ας πούμε κάτι αντίστοιχο με τα «εγκλήματα λευκού κολάρου», παρ’ όλο που αυτή η μορφή εγκληματικότητας δεν μπορεί να προσδιοριστεί από τον θετικιστικό ορισμό του εγκλήματος, καθώς δεν υπάρχει παραβίαση του νόμου. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει και τη σχετικότητα του θετικιστικού παραδείγματος, αλλά και την «αντικειμενικότητα» του νόμου.
Για να γίνει κατανοητό τι εννοούμε με την έννοια της «δομικής βίας» καλό είναι, ακολουθώντας τη συλλογιστική του K. Lenk, να κάνουμε πρώτα μια διάκριση μεταξύ άμεσης προσωπικής (εξατομικευμένης) βίας και έμμεσης βίας των δομών. Ενώ στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα υποκείμενο που ασκεί βία, συνεπώς οι επιπτώσεις είναι περιορισμένες, στη δεύτερη περίπτωση, και αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά, οι επιπτώσεις είναι ευρύτερες, επειδή επηρεάζονται οι συνθήκες ζωής μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων και περιορίζονται καθοριστικά οι προσδοκίες και οι δυνατότητες ολοκλήρωσης των ατόμων. Η ύπαρξη της δομικής βίας μπορεί να διαπιστωθεί από το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και τις χαμηλές φιλοδοξίες των κοινωνικών στρωμάτων που υστερούν σε πόρους και μέσα. Κοινωνικοί δείκτες που προσμετρούν τις επιπτώσεις της δομικής βίας είναι μεταξύ άλλων η ανεργία που ρίχνει στην εξαθλίωση, στην ανημποριά και στην αναξιοπρέπεια ολόκληρες γενιές, η μεταναστευτική έξοδος, το προσδόκιμο ζωής που τα τελευταία χρόνια μειώνεται, η αύξηση των αστέγων, το ισχνό κοινωνικό κεφάλαιο, η βρεφική θνησιμότητα, η σχολική διαρροή, η επιβάρυνση της ψυχικής και σωματικής υγείας κ.ά. Αν, λοιπόν, σε μια κοινωνία, οι συνθήκες ζωής και οι αντίστοιχες προσδοκίες των αστικών στρωμάτων βρίσκονται σε απόσταση από τις αντίστοιχες των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων (κοινωνικές ανισότητες) στην κοινωνία αυτή υπάρχει, έστω και αν οι δράστες δεν είναι ορατοί, δομική βία.
Συνεπώς η παρεμπόδιση πρόσβασης σε μέσα και πόρους, που παγιώνεται με την εμπορευματοποίηση των δημόσιων αγαθών, που είναι όμως απαραίτητοι για την ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών, συνιστά δομική βία. Δομική βία συνιστά επίσης η απόσπαση αυτών των πόρων από την κοινωνία και η ιδιοποίησή τους από το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, το κατασκευαστικό και εκδοτικό κεφάλαιο, τη στιγμή μάλιστα που δεν διασφαλίζονται ούτε καν στοιχειωδώς τα συμφέροντα της κοινωνίας και της χώρας. Η επιλογή και η ανάπτυξη, λόγου χάρη, των εξοπλιστικών προγραμμάτων της χώρας οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη και τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, ενώ αμφιλεγόμενη είναι και η επιχειρησιακή τους δυνατότητα, καθώς οι «εισηγήσεις» των αρμοδίων (στρατιωτικών και πολιτικών), όπως διαφαίνεται, προέκυπταν κατόπιν συναλλαγής. Από την άλλη, η κατάργηση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων που προστατεύουν την κοινωνία και τη ζωή από την εμπορευματοποίηση των πάντων (K. Polanyi), κατάργηση που φθείρει και εξοντώνει την ανθρώπινη ύπαρξη (εργατικά ατυχήματα, πτώση του βιοτικού επιπέδου, οικολογικές καταστροφές), θα μπορούσε να καταλογιστεί στις οικονομικές και πολιτικές «ελίτ» και να αξιολογηθεί ως εγκληματική ενέργεια, εφόσον η δύναμη χαρακτηρισμού δεν μονοπωλούνταν, όπως είδαμε παραπάνω, από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και εφόσον οι άνισες σχέσεις ισχύος δεν απέκλειαν από τα πεδία άσκησης εξουσίας τα κατώτερα στρώματα.
…………………………………………………………………………………..
* Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου