pelop.gr
Στο πλαίσιο μιας άτεγκτης οικονομικής πολιτικής, οι εργαζόμενοι βιώνουν μια διαρκή μετάβαση από μια κατ' ευφημισμόν «κοινωνία της αφθονίας» σε μια διαφορετική, το κυρίαρχο γνώρισμα της οποίας είναι η αυξανόμενη εργασιακή επισφάλεια, αποστέρηση και μακροχρόνια ανεργία. Ειδικά στην Ελλάδα, η κρίση του ήδη υπολειμματικού κοινωνικού κράτους επέδρασε δραστικά στη μετάβαση αυτή.
Η έννοια της πλήρους απασχόλησης τείνει πλέον να θεωρείται πολυτέλεια, οι όχι και τόσο νέες μορφές απασχόλησης αποτελούν μονόδρομο για την κοινωνική και εργασιακή αναπαραγωγή, σημαντικό κομμάτι του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αναγκάζεται να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, η μαζική ανεργία και τα ογκούμενα ποσοστά της έχουν σταθερή πλέον παρουσία, η δε κοινωνική προστασία υποχωρεί στο όνομα της επίτευξης των στόχων της νομισματικής σταθερότητας και της μείωσης του δημόσιου χρέους. Εντός αυτού του πλαισίου, η εργασία και η απασχόληση για τους πολλούς διαμεσολαβείται από μια ειρωνική πραγματικότητα: Οσο περισσότερο αυξάνεται η προσφορά της εργατικής δύναμης τόσο οι θέσεις εργασίας μετατρέπονται σε ένα είδος «σπάνιου εμπορεύματος» και όσο περισσότερο αυξάνεται ο αριθμός των ανέργων τόσο περισσότερο η αξία της εργατικής δύναμης υποβαθμίζεται δίχως, ωστόσο, αυτό να οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης ή σε ποιοτικότερες εκδοχές της ήδη υπάρχουσας. Από τη σκοπιά αυτή η εφαρμοζόμενη νεοκλασική οικονομική συνταγή που στηρίζει την άποψη ότι η μείωση των μισθών σε συνδυασμό με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων θα δημιουργήσει την παλίρροια «που θα σηκώσει όλες τις βάρκες» σε συνθήκες, όπως η θεωρία το θέτει, τέλειου ανταγωνισμού φαίνεται να μην επιβεβαιώνεται εμπειρικά. Στην ουσία βιώνουμε την επαναφορά της πολιτικής κουλτούρας του νεοφιλελεύθερου λόγου, ο οποίος παρωθεί την ατομικιστική ηθική ως πυρηνική για την οικονομία της αγοράς καθώς και την άποψη ότι η ανεργία αποτελεί αναπόφευκτη «παράπλευρη απώλεια» της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος. Η πολιτική και ιδεολογική διάσταση του εν λόγω ζητήματος διαφαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο «μετρώνται» τα ποσοστά ανεργίας ανά χώρα. Για παράδειγμα, την περίοδο ανάμεσα στο 1979 και 1989 οι κυβερνήσεις των συντηρητικών στο Ηνωμένο Βασίλειο άλλαξαν τον τρόπο μέτρησής της τριάντα φορές για ευνόητους πολιτικούς λόγους. Η «χρήση» του ζητήματος με τέτοιο τρόπο αποκρύπτει το πραγματικό πρόβλημα, αναδεικνύει κυρίως την οικονομική του πλευρά, αποσιωπώντας και συσκοτίζοντας, πίσω από άψυχες στατιστικές κατηγορίες, όχι μονάχα το κατά πόσο κάποιος είναι πραγματικά εργαζόμενος ή όχι αλλά επίσης ποιες είναι εκείνες οι μορφές εργασιακής και οικονομικής δραστηριότητας τις οποίες τα άτομα μετέρχονται με σκοπό να κερδίσουν τη ζωή τους. Σε αυτή τη συνάφεια αναδεικνύεται ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, ο οριακός εργαζόμενος, ο οποίος αναγκάζεται να είναι απασχολήσιμος σε μη σταθερές, χαμηλού κύρους θέσεις εργασίας, βιώνοντας μεγάλα εργασιακά διαλλείματα και αποδιαρθρωμένη εργασιακή ταυτότητα, ενώ την ίδια στιγμή αποτελεί φόβητρο για τους ήδη απασχολούμενους αναδιατάσσοντας τον υπάρχοντα καταμερισμό εργασίας. Η εργασιακή του τροχιά είναι επισφαλής, αποδυναμώνοντας την αμοιβαιότητα που διακρίνει και συνέχει τις κοινωνικές σχέσεις. Θα υποστήριζε, συνεπώς, κανείς, ότι οι θιασώτες του «laissez-faire» έχουν δίκιο, ουδείς είναι ασφαλής σε μια κοινωνία της αγοράς, στρέφοντας, ωστόσο, την προσοχή τους στη βίαιη συνθήκη της φτωχοποίησης και στον φαύλο κύκλο της εργασιακής οριακότητας, επενέργειες της ίδιας της δομικής του συγκρότησης.
Στο πλαίσιο μιας άτεγκτης οικονομικής πολιτικής, οι εργαζόμενοι βιώνουν μια διαρκή μετάβαση από μια κατ' ευφημισμόν «κοινωνία της αφθονίας» σε μια διαφορετική, το κυρίαρχο γνώρισμα της οποίας είναι η αυξανόμενη εργασιακή επισφάλεια, αποστέρηση και μακροχρόνια ανεργία. Ειδικά στην Ελλάδα, η κρίση του ήδη υπολειμματικού κοινωνικού κράτους επέδρασε δραστικά στη μετάβαση αυτή.
Η έννοια της πλήρους απασχόλησης τείνει πλέον να θεωρείται πολυτέλεια, οι όχι και τόσο νέες μορφές απασχόλησης αποτελούν μονόδρομο για την κοινωνική και εργασιακή αναπαραγωγή, σημαντικό κομμάτι του οικονομικά ενεργού πληθυσμού αναγκάζεται να ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας, η μαζική ανεργία και τα ογκούμενα ποσοστά της έχουν σταθερή πλέον παρουσία, η δε κοινωνική προστασία υποχωρεί στο όνομα της επίτευξης των στόχων της νομισματικής σταθερότητας και της μείωσης του δημόσιου χρέους. Εντός αυτού του πλαισίου, η εργασία και η απασχόληση για τους πολλούς διαμεσολαβείται από μια ειρωνική πραγματικότητα: Οσο περισσότερο αυξάνεται η προσφορά της εργατικής δύναμης τόσο οι θέσεις εργασίας μετατρέπονται σε ένα είδος «σπάνιου εμπορεύματος» και όσο περισσότερο αυξάνεται ο αριθμός των ανέργων τόσο περισσότερο η αξία της εργατικής δύναμης υποβαθμίζεται δίχως, ωστόσο, αυτό να οδηγεί σε αύξηση της απασχόλησης ή σε ποιοτικότερες εκδοχές της ήδη υπάρχουσας. Από τη σκοπιά αυτή η εφαρμοζόμενη νεοκλασική οικονομική συνταγή που στηρίζει την άποψη ότι η μείωση των μισθών σε συνδυασμό με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων θα δημιουργήσει την παλίρροια «που θα σηκώσει όλες τις βάρκες» σε συνθήκες, όπως η θεωρία το θέτει, τέλειου ανταγωνισμού φαίνεται να μην επιβεβαιώνεται εμπειρικά. Στην ουσία βιώνουμε την επαναφορά της πολιτικής κουλτούρας του νεοφιλελεύθερου λόγου, ο οποίος παρωθεί την ατομικιστική ηθική ως πυρηνική για την οικονομία της αγοράς καθώς και την άποψη ότι η ανεργία αποτελεί αναπόφευκτη «παράπλευρη απώλεια» της λειτουργίας του οικονομικού συστήματος. Η πολιτική και ιδεολογική διάσταση του εν λόγω ζητήματος διαφαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο «μετρώνται» τα ποσοστά ανεργίας ανά χώρα. Για παράδειγμα, την περίοδο ανάμεσα στο 1979 και 1989 οι κυβερνήσεις των συντηρητικών στο Ηνωμένο Βασίλειο άλλαξαν τον τρόπο μέτρησής της τριάντα φορές για ευνόητους πολιτικούς λόγους. Η «χρήση» του ζητήματος με τέτοιο τρόπο αποκρύπτει το πραγματικό πρόβλημα, αναδεικνύει κυρίως την οικονομική του πλευρά, αποσιωπώντας και συσκοτίζοντας, πίσω από άψυχες στατιστικές κατηγορίες, όχι μονάχα το κατά πόσο κάποιος είναι πραγματικά εργαζόμενος ή όχι αλλά επίσης ποιες είναι εκείνες οι μορφές εργασιακής και οικονομικής δραστηριότητας τις οποίες τα άτομα μετέρχονται με σκοπό να κερδίσουν τη ζωή τους. Σε αυτή τη συνάφεια αναδεικνύεται ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, ο οριακός εργαζόμενος, ο οποίος αναγκάζεται να είναι απασχολήσιμος σε μη σταθερές, χαμηλού κύρους θέσεις εργασίας, βιώνοντας μεγάλα εργασιακά διαλλείματα και αποδιαρθρωμένη εργασιακή ταυτότητα, ενώ την ίδια στιγμή αποτελεί φόβητρο για τους ήδη απασχολούμενους αναδιατάσσοντας τον υπάρχοντα καταμερισμό εργασίας. Η εργασιακή του τροχιά είναι επισφαλής, αποδυναμώνοντας την αμοιβαιότητα που διακρίνει και συνέχει τις κοινωνικές σχέσεις. Θα υποστήριζε, συνεπώς, κανείς, ότι οι θιασώτες του «laissez-faire» έχουν δίκιο, ουδείς είναι ασφαλής σε μια κοινωνία της αγοράς, στρέφοντας, ωστόσο, την προσοχή τους στη βίαιη συνθήκη της φτωχοποίησης και στον φαύλο κύκλο της εργασιακής οριακότητας, επενέργειες της ίδιας της δομικής του συγκρότησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου