oaednews

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

«Το Δημόσιο εργοδότης, η μοναδική λύση ανάγκης στην ανεργία»

Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε σήμερα όσον αφορά τη δημόσια πολιτική είναι ότι θα υπάρξει πίεση να απομακρυνθούμε από τα εργατικά δικαιώματα και την κοινωνική ασφάλιση και να υιοθετήσουμε την κοινωνική πρόνοια * Λύσεις είναι η απόρριψη της λιτότητας, η διαθεσιμότητα της πίστωσης για μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και μια αναπτυξιακή πολιτική που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα

«Η προοδευτική οικονομική πολιτική  θα πρέπει να ξεκινά  με τα θέματα  της κατανομής,  όχι της αναδιανομής  του εισοδήματος»«Η προοδευτική οικονομική πολιτική θα πρέπει να ξεκινά με τα θέματα της κατανομής, όχι της αναδιανομής του εισοδήματος»Ανά διαστήματα, και όχι μόνο σε περιόδους οικονομικής κρίσης, το δικαίωμα σ' ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα προβάλλεται από πολλούς ως κοινωνική υποχρέωση. Ωστόσο, ενώ η ιδέα αυτή μπορεί να ακούγεται προοδευτική, στην πραγματικότητα δεν είναι, καθώς αποδέχεται τη νεοφιλελεύθερη οικονομική σκέψη, τονίζει σε συνέντευξή της στην «Κ.Ε.» η Ράνια Αντωνοπούλου, Senior Scholar και διευθύντρια του προγράμματος Ισότητα των Φύλων και Οικονομία στο Levy Economics Institute και ειδικός σύμβουλος για την απασχόληση στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών. Η λειτουργία του Δημοσίου ως εργοδότη έσχατης προσφυγής, ισχυρίζεται ταυτόχρονα, είναι το κατάλληλο αντίδοτο στην οικονομική κρίση που βιώνει σήμερα η Ελλάδα.
* Η ιδέα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ξεκινά από ριζοσπάστες διανοούμενους οπαδούς του Διαφωτισμού, όπως τον Αμερικανό επαναστάτη Τόμας Πέιν, αλλά δεν έγινε ποτέ μια καθολικά αποδεκτή πρόταση. Ωστόσο, πριν από λίγους μήνες η Κύπρος παρουσίασε ένα σχέδιο για την εφαρμογή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Ποια είναι η δική σας άποψη;
«Εχω κάποιες επιφυλάξεις γύρω από την ιδέα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Η ιδέα μπορεί να φαίνεται προοδευτική, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να παγιώνει τις κοινωνικές αδικίες, επειδή δεν αντιμετωπίζει τα αίτια της φτώχειας και της ανέχειας. Ας ξεκινήσουμε με τα εξής ερωτήματα: Από πού προκύπτει το εισοδηματικό κενό; Γιατί ορισμένα νοικοκυριά βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας και ως εκ τούτου προκύπτει η ανάγκη να καλυφθεί το εισοδηματικό κενό; Βασικά, είτε επειδή τα μέλη ενός νοικοκυριού είναι άνεργα είτε επειδή εργάζονται, αλλά το εισόδημά τους είναι πάρα πολύ μικρό. Ας πάρουμε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά».
* Δηλαδή;
«Αν είστε άνεργος, για τους πρώτους 12 μήνες θα λάβετε λογικά ένα επίδομα ανεργίας, οπότε αν υπάρχει εισοδηματικό κενό σημαίνει ότι το επίδομα ανεργίας είναι πολύ χαμηλό. Αν είστε μακροχρόνια άνεργος, σημαίνει ότι το σύστημα παραγωγής είναι υπερβολικά αργό όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Και το ίδιο ισχύει αν είστε νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας και δεν μπορείτε να βρείτε δουλειά. Συνεπώς, η πηγή του εισοδηματικού κενού οφείλεται στο ότι είτε το επίδομα ανεργίας είναι πολύ χαμηλό είτε η ζήτηση για το εργατικό δυναμικό είναι πολύ χαμηλή. Στην τελευταία περίπτωση, η οποία είναι αυτή που βιώνει σήμερα η Ελλάδα, το πρόβλημα είναι η έλλειψη θέσεων εργασίας.
»Η απάντηση λοιπόν θα έπρεπε να είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας. Για την ακρίβεια, οι πραγματικές λύσεις είναι η απόρριψη της λιτότητας, η διαθεσιμότητα της πίστωσης για μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και μια αναπτυξιακή πολιτική που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
»Ομως στη βραχυχρόνια περίοδο, όταν η πηγή της εισοδηματικής φτώχειας είναι η ανεργία, η απάντηση είναι η κρατική εγγύηση της απασχόλησης, ένα σχέδιο δημόσιας εγγύησης της απασχόλησης (μια ελληνική εκδοχή της Διοίκησης Δημόσιων Εργων του New Deal την περίοδο της Μεγάλης Υφεσης στις ΗΠΑ), το οποίο θα οδηγεί στην πρόσληψη προσωρινών ανέργων -ανεξαρτήτως επιπέδου εκπαίδευσης και δεξιοτήτων- σε προγράμματα εργασίας για κοινοτικούς σκοπούς και τα οποία έχουν προγραμματιστεί από τις ίδιες τις κοινότητες».
* Τι είδους προγράμματα;
«Προγράμματα κρατικής εγγύησης της απασχόλησης περιλαμβάνουν έργα όπως την ανακαίνιση δημόσιων νοσοκομείων και παιδικών χαρών από άτομα με δεξιότητες που αναπτύχθηκαν στον κλάδο των κατασκευών, δωρεάν δημόσιες διαλέξεις και μετασχολικά προγράμματα εμπλουτισμού γνώσεων από πτυχιούχους πανεπιστημίων, περιβαλλοντική εργασία, αναβάθμιση των φυσικών πόρων και αναδάσωση υπό την επίβλεψη των αποφοίτων γεωργικών σχολών, υπηρεσίες οικιακής και κοινοτικής φροντίδας για τους ηλικιωμένους και τις μητέρες με βρέφη και μικρά παιδιά. Μιλώ για ένα συμμετοχικό σύστημα που επιτρέπει στους ανθρώπους να συμμετέχουν παραγωγικά και να αμείβονται για την εργασία τους με βάση τον κατώτερο νόμιμο μισθό.
»Σήμερα στην Ελλάδα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δημοσίευση του ΟΟΣΑ, πάνω από το 60% των ατόμων κάτω από το όριο της φτώχειας ζουν σε νοικοκυριά με ανέργους, που σημαίνει ότι κανένα άτομο σε αυτές τις οικογένειες δεν έχει δουλειά. Αν έχετε δουλειά, αλλά δεν μπορείτε να εξασφαλίσετε βιώσιμο εισόδημα, τότε είτε οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί είτε οι ώρες απασχόλησης δεν είναι αρκετές ή και τα δύο. Αυτό συνιστά και πάλι αποτυχία των αγορών εργασίας».
* Ωστόσο, η πρόταση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα έχει αρκετούς υποστηρικτές ανάμεσα στην Αριστερά.
«Αντιτίθεμαι σθεναρά στη χάραξη μιας δημόσιας πολιτικής που φαίνεται προοδευτική στην επιφάνεια, αλλά στην πραγματικότητα επιτρέπει, ή μάλλον αποδέχεται, την ιδέα ότι δεν μπορούμε να παρέμβουμε στις αγορές, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας. Να αφήσουμε τις αγορές να βρουν την "ισορροπία" τους μέσω της κατάργησης των εργατικών δικαιωμάτων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων και στη συνέχεια να παρέχουμε κρατικές χρηματικές μεταβιβάσεις; Η συμπεριφορά των αγορών είναι θεσμικά καθορισμένη.
»Η αναδιανεμητική δικαιοσύνη θα πρέπει να ξεκινά από το επίπεδο της κατανομής του εισοδήματος, όχι από το τέλος της ουράς μέσω της αναδιανομής. Στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, οι κοινωνίες κατέληξαν να αποδεχθούν χαμηλούς μισθούς και κοινωνική οπισθοδρόμηση με την "ευελφάλεια" στις εργασιακές σχέσεις. Αυτό ακριβώς συνέβη στη Γερμανία στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων Hartz IV, που προώθησε η κυβέρνηση του πρώην σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, και δυστυχώς ακόμη και η Αριστερά στη Γερμανία αποδέχθηκε την πολιτική του συμπληρωματικού ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος».
* Ποια η διαφορά μεταξύ αναδιανομής και κατανομής του εισοδήματος;
«Το χρηματικό συμπλήρωμα και οι χρηματικές μεταβιβάσεις είναι αναδιανεμητικές πολιτικές και, από την άποψη της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, έχουν θέση στην κοινωνία μας. Αλλά για ποιους; Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα πρέπει να απαντήσουμε συλλογικά ως κοινωνία. Το να αντικαταστήσουμε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να κλείσουμε τα μάτια μας στα αίτια της ανεργίας με την υιοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος αντικατοπτρίζει, κατά την άποψή μου, αποδοχή της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σκέψης. Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε σήμερα όσον αφορά τη δημόσια πολιτική είναι ότι θα υπάρξει πίεση να απομακρυνθούμε από τα εργατικά δικαιώματα και την κοινωνική ασφάλιση και να υιοθετήσουμε την κοινωνική πρόνοια με προγράμματα που θα βασίζονται στην αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης των ατόμων και θα στοχεύουν τους φτωχούς. Πρέπει να επαναλάβω ότι η προοδευτική οικονομική πολιτική θα πρέπει να ξεκινά με τα θέματα της κατανομής, όχι της αναδιανομής του εισοδήματος».
* Δεν θα μπορούσε το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα να εφαρμοστεί ταυτόχρονα με ένα σχέδιο δημόσιας εγγύησης της απασχόλησης, και τη μετατροπή του κράτους σε εργοδότη έσχατης προσφυγής;
«Επιτρέψτε μου να το πω όσο πιο ξεκάθαρα μπορώ. Η ανεργία και οι χαμηλοί μισθοί πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω μιας μακροοικονομικής πολιτικής με στόχο τη δημιουργία θέσεων εργασίας, συνοδευόμενη από μια αγροτική, βιομηχανική, ενεργειακή και τεχνολογική πολιτική, συν κανόνες αναδιανεμητικής δικαιοσύνης (κατανομή της παραγωγικότητας) στις αγορές εργασίας.
»Ο εργοδότης έσχατης προσφυγής, που λειτουργεί ως αυτόματος σταθεροποιητής και ενεργοποιείται όταν η ανεργία ξεπεράσει ένα ορισμένο επίπεδο, για παράδειγμα πάνω από το 8%, όπως στην περίπτωση της Χιλής, είναι ένα σημαντικό εργαλείο πολιτικής και θα πρέπει να συζητηθεί μέσω ενός κοινωνικού διαλόγου, ως μέρος, όχι ως πανάκεια για όλα τα αίτια και τα δεινά της ανεργίας και της φτώχειας.
»Η φτώχεια και η στέρηση θα πρέπει να υπολογιστούν μέσω ενός μέτρου που εξετάζει αν το εισόδημα και οι κοινωνικές παροχές επιτρέπουν την επίτευξη ενός αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου. Οταν αυτό γίνει καλά κατανοητό, τότε μπορούμε να συζητήσουμε εάν θα πρέπει να γεφυρωθούν τα κενά στο βιοτικό επίπεδο μέσω της επέκτασης των κοινωνικών παροχών ή μέσω της χρηματικής μεταβίβασης ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος».
* Πώς ακριβώς διαφέρει ο εργοδότης έσχατης προσφυγής από το «workfare» (ανταποδοτική πρόνοια);
«Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση και απαιτεί σοβαρή σκέψη. Υπάρχει μια μεγάλη φιλοσοφική συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Η συντηρητική φιλοσοφία της νεοκλασικής οικονομίας αντιλαμβάνεται την εργασία όχι ως κοινωνική σχέση παραγωγής, που μπορεί να επεκτείνεται από την αναγκαστική απαλλοτρίωση, όπως στο σύστημα της δουλείας στον αμερικανικό Νότο, μέχρι τη συμμετοχή σε αυτόνομους συνεταιρισμούς, όπως στην περίπτωση των "Sociedades laborales" στην Ισπανία και στη δημιουργική δουλειά των καλλιτεχνών και των επιστημόνων, αν και κάτω από εκμεταλλευτικές συνθήκες στο σύστημα του καπιταλισμού, αλλά ως μια καθολική, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου, εμπειρία πόνου ως τίμημα για την παραίτηση από την αναψυχή.
»Αυτή η έννοια της εργασίας βασίζεται ουσιαστικά σε μια πολύ συγκεκριμένη ιδέα: στην ιδέα ότι οι άνθρωποι προτιμούν την αδράνεια και πως η κατακράτηση χρόνου για εργασία δεν είναι κάτι το επιθυμητό. Η ανταποδοτική πρόνοια είναι βαθιά επηρεασμένη από αυτή τη συντηρητική φιλοσοφία, που συνεπάγεται ότι εάν ένας πολίτης λαμβάνει κάποιο κοινωνικό επίδομα για να καλύψει βασικές ανάγκες, θα πρέπει να ανταποδίδει με κάτι αυτή τη "βοήθεια" ως αντάλλαγμα».
* Ποια θα ήταν μια καλύτερη προσέγγιση;
«Η απάντησή μου βασίζεται στην υπόθεση ότι οι άνθρωποι έχουν έμφυτη ανάγκη να συμμετάσχουν σε παραγωγικές δραστηριότητες και πως αυτό που χρειάζεται να μετασχηματιστεί είναι οι συνθήκες εργασίας, οι σχέσεις παραγωγής. Ενα πραγματικό σχέδιο του εργοδότη έσχατης προσφυγής αποτελείται από έργα εργασίας που αποφασίστηκαν από τις ίδιες τις κοινότητες και η υλοποίηση και η εποπτεία αυτών των έργων συμπεριλαμβάνει τους ίδιους τους εργαζομένους στα προγράμματα του εργοδότη έσχατης προσφυγής».
* Πώς οριοθετούνται οι διαφορές;
«Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της "υποχρέωσης" για εργασία ως αντάλλαγμα για ένα μισθό που έχει το στίγμα της "ελεημοσύνης" και αυτού που πρεσβεύει ο εργοδότης έσχατης προσφυγής. Ο εργοδότης έσχατης προσφυγής εγγυάται το δικαίωμα στην απασχόληση, με άφθονο χώρο για μια δημοκρατική κοινωνία, προκειμένου να αποφασίσει ποιες θα πρέπει να είναι οι συνθήκες εργασίας. Φυσικά, η προσέγγιση αυτή μπορεί να είναι απειλητική επειδή είναι ασυμβίβαστη με τις καταχρήσεις εργασίας από τον καπιταλισμό.
»Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την περίοδο του New Deal, το λόμπι των μεγάλων επιχειρήσεων πολέμησε με νύχια και με δόντια το πρόγραμμα της Διοίκησης Δημόσιων Εργων. Στην Αργεντινή, επειδή οι γυναίκες έγιναν το κύριο εργατικό δυναμικό για ένα παρόμοιο πρόγραμμα την περίοδο 2002-2005, η Εκκλησία ήταν αυτή που αντιστάθηκε στο όλο σχέδιο, με το επιχείρημα ότι η θέση των γυναικών ήταν στο σπίτι και ότι θα έπρεπε να επιστρέψουν στις "δραστηριότητες αναψυχής" για τη φροντίδα των παιδιών τους, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες που απασχολούνταν στα δημόσια χρηματοδοτούμενα προγράμματα είχαν οργανώσει κέντρα περίθαλψης παιδιών κοντά στους χώρους εργασίας τους!
Συνεπώς, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν χρησιμοποιούμε τον όρο "ανταποδοτική πρόνοια" - οι λέξεις δεν είναι ουδέτερες, αλλά βασίζονται σε συγκεκριμένα ιδεολογικά κατασκευάσματα».
* Πώς θα μπορούσε να υιοθετηθεί το σχέδιο του εργοδότη έσχατης προσφυγής στην Ελλάδα, όταν η Ελλάδα έχει απολέσει τη νομισματική και χρηματοοικονομική της κυριαρχία;
«Πώς μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά δημόσιες υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, συντάξεις, οποιαδήποτε μορφή κρατικών δαπανών; Αυτό είναι ένα ερώτημα δημόσιων οικονομικών και δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, που έχει τις ρίζες του στην ιδέα ότι τα ελλείμματα δεν είναι αποδεκτά, στην ιδέα ότι τα οικονομικά μιας χώρας οφείλουν να ακολουθούν τις ίδιες αρχές με εκείνες του νοικοκυριού - δηλαδή το κράτος να ζει στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων του σε μηνιαία και ετήσια βάση. Αυτό είναι μια μεγάλη ανοησία και μέρος της νεοφιλελεύθερης συντηρητικής υστερίας.
Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι με ένα ανεξάρτητο νόμισμα τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα. Αλλά η πραγματική πρόκληση, δεδομένου του γεγονότος ότι η Ελλάδα είναι μέρος της Ευρωζώνης, είναι αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συμμετάσχει σε μια πολιτική αντίστοιχη με αυτή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και αν οι στόχοι για το έλλειμμα θα διαμορφωθούν με σκοπό την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης ή την "ικανοποίηση" των χρηματαγορών. Το ζήτημα συνεπώς δεν έχει να κάνει μόνο με τη δημοσιονομική ανεξαρτησία, αλλά με την αναγνώριση ότι η πλήρης χρησιμοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελεί το κλειδί για μια υγιή κοινωνία. Αυτό απαιτεί επανοριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής και των κανόνων του παιχνιδιού. Ο εργοδότης έσχατης προσφυγής πρέπει να αποτελεί μέρος μιας τέτοιας ανανεωμένης στρατηγικής, στο πλαίσιο ενός αναπτυξιακού οράματος που σέβεται την ανθρώπινη ζωή και το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε».
* Για λόγους δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αναφέρεται ότι ο συνεντευξιαστής τυγχάνει να είναι επίσης μέλος του επιστημονικού-ερευνητικού προσωπικού στο Levy Economics Institute.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου