oaednews

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Άγνοια, ανοησία και πολιτική


Συντάχθηκε απο τον/την Παναγιώτης Καρκατσούλης on .
ostrichAναζητώντας τους λόγους για τους οποίους τόσο οι εθνικές κυβερνήσεις όσο και οι ποικιλώνυμοι δανειστές/εταίροι/ξένοι δεν λαμβάνουν υπόψη τους κρίσιμα επιστημονικά δεδομένα κατά την λήψη των αποφάσεών τους, σήμερα, θα επικεντρωθούμε σε έναν απ’ αυτούς: Στην αποφυγή/παράκαμψη της επιστημονικής γνώσης.

Τους λόγους αποφυγής της ανέπτυξε υποδειγματικά ο ΝαthanCaplan στο πολύ γνωστό κείμενό του “The Two-Communities Theory and Knowledge Utilization” πριν από 3 δεκαετίες. OCaplanανέλυσε τη διάσταση απόψεων και αντιλήψεων μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων και των πολιτικών περιγράφοντας την γλαφυρά ως «δύο διαφορετικές κοινότητες». Δύο κοινότητες που ζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους με διαφορετικές και, συχνά, συγκρουόμενες αξίες, διαφορετικά συστήματα επιδοκιμασίας και επιβράβευσης και, προφανώς, διαφορετικές γλώσσες. Ωστόσο, το θέμα της σχέσης μεταξύ της επιστημονικής γνώσης που παρέχεται σήμερα από τους «συμβούλους πολιτικής» και της απόφασης του πολιτικού/ του «αποφασίζοντος», επανέρχεται ως ένα από τα θέματα πρώτης γραμμής που απασχολούν την επιστημονική και διοικητική κοινότητα.
Ενώ η τάση, παγκοσμίως, είναι η σύγκλιση των επιστημονικών και των πολιτικών αποφάσεων, στη χώρα μας, ιδιαίτερα κατά την τελευταία τριετία, παρακολουθούμε την βίαιη εκδίωξη της επιστημονικής γνώσης από το πεδίο των πολιτικών αποφάσεων. Παρακολουθούμε είτε την αδιάφορη στάση των κυβερνώντων έναντι των επισημάνσεων και υποδείξεων των επιστημόνων είτε, δυστυχώς, την προκλητική παραμέλησή τους και την υποκατάστασή τους είτε από αμφίβολης ποιότητας επιστημονικά υπο-προϊόντα. Ακόμη χειρότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις βλέπουμε την επανάληψη ομολογημένων σφαλμάτων η οποία, συνήθως, συνοδεύεται από την επίκληση κάποιας (μεταφυσικής) πολιτικής βούλησης που φαίνεται να διαθέτει μαγικές ικανότητες εξάλειψης των αρνητικών συνεπειών που έχουν ήδη επέλθει.
Μάλιστα, η αίσθησή μας είναι ότι έχει επισυμβεί μια «greatdivide» (κατά την έκφραση του Weiss, «Researchforpolicyssake», 1976) μεταξύ των δύο κοινοτήτων, κάτι το οποίο δεν είχε συμβεί ούτε στις πιο σκοτεινές περιόδους της νεο-ελληνικής ιστορίας (αρκεί να αναφέρουμε ότι το σχέδιο Μάρσαλ είχε στηριχθεί στην έκθεση των λεγόμενων 7 σοφών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν οικονομολόγοι πρώτης γραμμής, όπως ο Ζολώτας, ο Αγγελόπουλος και άλλοι).
Θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει αυτή την διάσταση της πολιτικής και της επιστημονικής κοινότητας λόγω μιας υπερ-ιδεολογικοποίησης των πολιτικών επιλογών σε βάρος ενός εξορθολογισμού τους; Ίσως τούτο να μπορούσε να αποτελέσει μια δικαιολογητική βάση του φαινομένου, πλην όμως, θα πρέπει κανείς να υπερ-απλουστεύσει τα γεγονότα, προκειμένου να τα χωρέσει σε μια από τις γνωστές ιδεολογικές φόρμες.
Εκείνο το οποίο μας πείθει περισσότερο, είναι ότι τα προβλήματα στα οποία αναφερόμαστε είναι περισσότερο προβλήματα ενός μετα-επιπέδου κι όχι προβλήματα «πρώτης τάξεως». Δεν μπορούν να επιλυθούν ούτε με «οικονομικές» ούτε με «πολιτικές» ούτε, βεβαίως, με «επικοινωνιακές» λύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, έστω και επιπόλαια, έχουν επιχειρηθεί τέτοιες λύσεις τόσο στα «οικονομικά» όσο και στα «διοικητικά» προβλήματα της χώρας, πλην όμως αυτά παραμένουν αμετακίνητα (και πολλά απ’ αυτά έχουν προχωρήσει σ’ ένα επικίνδυνο σημείο όξυνσης). Έχει, επίσης δοκιμαστεί και η λύση των «σωτήρων» με την χρήση διάφορων ουρανοκατέβατων διαθέσιμων η οποία οδήγησε στο ταχύτατο «κάψιμό» τους.
Είναι σαφές ότι εκείνο το οποίο ελλείπει η το νέο νόημα των προτάσεων και των δράσεων. Το ζητούμενο νόημα δεν μπορεί, όμως, να δημιουργηθεί παρά μόνον ως μια διεπαφή μεταξύ εκείνων οι οποίοι συμμετέχουν στην κοινωνική δράση (ανεξαρτήτως εάν αυτή εκφράζεται ως οικονομική, πολιτική, οργανωτική, κλπ). Οι κεντρικές νοηματοδοτήσεις, όμως, δείχνουν αδιέξοδο, υπό την έννοια ότι δεν συναρθρώνονται σε μια υπερκείμενη τάξη η οποία θα μπορούσε να αναγνωσθεί ως κεντρικό νόημα της ελληνικής κοινωνίας.
Κατά συνέπεια, μέχρις ότου διαμορφωθούν επαρκείς νοηματοδοτήσεις δεν θα μπορέσουμε να εκπέμψουμε το κεντρικό μήνυμα, το οποίο απαιτείται, προκειμένου να μπορέσει η Ελλάδα να δείξει μια διακριτή ταυτότητα όσον αφορά τις πολιτικές, την τεκμηρίωση και την αποδοχή/απόρριψή τους.
Χρέος όσων συμμετέχουν, αυτή την στιγμή, στον δημόσιο διάλογο είναι να αρθρώσουν έναν νέο λόγο, ο οποίος θα μπορέσει να οδηγήσει στα αναζητούμενα νοήματα. Για να γίνει, όμως, αυτό θα πρέπει να βγουν από αδιέξοδα και α-νόητα δίπολα. Για παράδειγμα, δεν έχει νόημα η συζήτηση αν θα έχουμε περισσότερους η λιγότερους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά, εάν το κράτος (θα) δουλεύει- και υπό ποιες προϋποθέσεις- καλύτερα ή χειρότερα; Δεν έχει επίσης νόημα εάν θα είμαστε εντός ή εκτός Μνημονίου, αλλά, εάν το ελληνικό κράτος θα μπορεί να διαχειρίζεται τα οικονομικά του με τέτοιο τρόπο που θα ελέγχει τα ελλείματα και τα χρέη του. Εννοείται ότι δεν έχει, επίσης, νόημα εάν την διακυβέρνηση θα την ασκούν αριστεροί ή δεξιοί αλλά εάν θα υπάρχουν εγγυήσεις μια χρηστής διακυβέρνησης.
Η μετατόπιση του δημόσιου διαλόγου προϋποθέτει βαθιές αξιακές ανακατατάξεις που πάντοτε συνοδεύονται από μια επίπονη διεργασία αυτογνωσίας. Η αίσθησή μας είναι ότι απέχουμε πολύ από το να κατακτήσουμε αυτό το επίπεδο της συλλογικής αυτογνωσίας.
Παρ’ όλον ότι έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία αναπροσανατολισμού αξιών, πέρα από τον λαϊκισμό, τα πελατειακά δίκτυα και τον εγωκεντρισμό, η κατάκτηση νέων συλλογικοτήτων και μορφών δημόσιας έκφρασης παραμένει ακόμη ζητούμενο. Όσο κάθε δράση που αναφέρεται στην συλλογική μας έκφραση μονοπωλείται από την πολιτική και τα ΜΜΕ, κι όσο οι κοινωνικές αντιδράσεις ερμηνεύονται απομειούμενες μεταξύ πολιτικαντισμού και οικονομισμού, τόσο η κρίση θα βαθαίνει.
Σε μια τέτοια προοπτική, η άγνοια και η ανοησία θα συνεχίσουν να αποτελούν τα υποκατάστατα της επιστήμης και του ορθολογισμού που συμβαδίζουν με την πελατειακή πολιτική και τον λαϊκισμό.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου