Συναντηθήκαμε τυχαία στον δρόμο! Γνώριμοι από τα πρώιμα φοιτητικά μας χρόνια, μετά δυσκολία κράτησα την ταραχή μου για την κοιλίτσα και την αδιόρατη φαλάκρα που ήξερα ότι έπαιζα κρυφτό στα άλλοτε πλούσια μαλλιά μου. Του έτεινα το χέρι. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «με βγάλανε σε διαθεσιμότητα».
Μια κουβέντα και πάγωσα. Κρατούσε απ το χέρι έναν μπόμπιρα γύρω στα 6-7. Δίπλα του ένα παλληκαράκι γύρω στα 17, σίγουρα ο μεγάλος του γιος, του έμοιαζε, ήταν σαν να έβλεπα τον ίδιο κάποια χρόνια πριν. «Με βγάλανε στη διαθεσιμότητα» κι εγώ αμίλητος να τον κοιτάζω. «Τα έλεγες εσύ. Από τότε. Μας φώναζες να ξεσηκωθούμε. Να μάθουμε να αντιστεκόμαστε. Να μην περιμένουμε τη δική μας σειρά. Αλλά εγώ… Και τώρα… Σε σκεφτόμουνα. Πόσο δίκιο είχες… Το έλεγα και στα παιδιά… Πρέπει να γίνουμε πολλοί, έλεγες και θα καταφέρουμε, έλεγες. Ξυπνήστε! Μην γυρίζετε τις πλάτες σας σε όσους σας έχουν ανάγκη. Αλλά εγώ έγινα ένας από τους πολλούς που δεν γίναμε πολλοί… » Τα μάτια του έμοιαζαν με γκρίζο τοπίο. Η σακούλα στο χέρι μου με τα ψώνια απ το σουπερμάρκετ βάραινε ξαφνικά επικίνδυνα, λες και θα με τράβαγε προς τα κάτω, να χαθώ, μα χωθώ μες στη γη. Είχα μια κατεψυγμένη πίτσα μέσα και μια εξάδα μπύρας. Είχα παραχώσει και κάτι dvd που νοίκιασα από το γειτονικό βιντεοκλάμπ για το απόγευμα. Και μία σόδα. Του ψιθύρισα κάτι, δεν θυμάμαι τι, δεν άκουσα τι, τον χτύπησα στον ώμο και έφυγα βιαστικά, στρίβοντας στην πρώτη γωνία. Το βράδυ αισθανόμουν την πίτσα βαριά, οι μπύρες με φούσκωσαν και η ταινία μου φάνηκε ψιλοξενέρωτη. Γύρισα στα κανάλια της τηλεόρασης, αλλά τα έκλεισα. Είχε ενημερωτικές εκπομπές με θέμα που δεν θυμάμαι, δεν άκουσα. Ξάπλωσα. Τα μάτια μου βάρυναν. Ο νους μου περισσότερο. Κάτι πήγε να πει μα δεν θυμάμαι, δεν άκουσα. Στον τοίχο μου φαινόντουσαν να σχηματίζονται ίσκιοι από τα φώτα των αυτοκινήτων. Πολλοί ίσκιοι. Με πολλές σκιώδεις ιστορίες. Κάτι πήγαν να πουν μα δεν θυμάμαι, δεν άκουσα. Χασμουρήθηκα και γύρισα την πλάτη…
O.X.
Μια κουβέντα και πάγωσα. Κρατούσε απ το χέρι έναν μπόμπιρα γύρω στα 6-7. Δίπλα του ένα παλληκαράκι γύρω στα 17, σίγουρα ο μεγάλος του γιος, του έμοιαζε, ήταν σαν να έβλεπα τον ίδιο κάποια χρόνια πριν. «Με βγάλανε στη διαθεσιμότητα» κι εγώ αμίλητος να τον κοιτάζω. «Τα έλεγες εσύ. Από τότε. Μας φώναζες να ξεσηκωθούμε. Να μάθουμε να αντιστεκόμαστε. Να μην περιμένουμε τη δική μας σειρά. Αλλά εγώ… Και τώρα… Σε σκεφτόμουνα. Πόσο δίκιο είχες… Το έλεγα και στα παιδιά… Πρέπει να γίνουμε πολλοί, έλεγες και θα καταφέρουμε, έλεγες. Ξυπνήστε! Μην γυρίζετε τις πλάτες σας σε όσους σας έχουν ανάγκη. Αλλά εγώ έγινα ένας από τους πολλούς που δεν γίναμε πολλοί… » Τα μάτια του έμοιαζαν με γκρίζο τοπίο. Η σακούλα στο χέρι μου με τα ψώνια απ το σουπερμάρκετ βάραινε ξαφνικά επικίνδυνα, λες και θα με τράβαγε προς τα κάτω, να χαθώ, μα χωθώ μες στη γη. Είχα μια κατεψυγμένη πίτσα μέσα και μια εξάδα μπύρας. Είχα παραχώσει και κάτι dvd που νοίκιασα από το γειτονικό βιντεοκλάμπ για το απόγευμα. Και μία σόδα. Του ψιθύρισα κάτι, δεν θυμάμαι τι, δεν άκουσα τι, τον χτύπησα στον ώμο και έφυγα βιαστικά, στρίβοντας στην πρώτη γωνία. Το βράδυ αισθανόμουν την πίτσα βαριά, οι μπύρες με φούσκωσαν και η ταινία μου φάνηκε ψιλοξενέρωτη. Γύρισα στα κανάλια της τηλεόρασης, αλλά τα έκλεισα. Είχε ενημερωτικές εκπομπές με θέμα που δεν θυμάμαι, δεν άκουσα. Ξάπλωσα. Τα μάτια μου βάρυναν. Ο νους μου περισσότερο. Κάτι πήγε να πει μα δεν θυμάμαι, δεν άκουσα. Στον τοίχο μου φαινόντουσαν να σχηματίζονται ίσκιοι από τα φώτα των αυτοκινήτων. Πολλοί ίσκιοι. Με πολλές σκιώδεις ιστορίες. Κάτι πήγαν να πουν μα δεν θυμάμαι, δεν άκουσα. Χασμουρήθηκα και γύρισα την πλάτη…
O.X.
Συγκλονιστικό! Είπες όλα οσα προσπαθούν να πουν οι άλλοι σ αυτο το μπλογκ με βρισιές και οχλαγωγιες. Γίναμε καναπεδατοι και τώρα το πληρώνουμε. Μόνο αν σταθούμε αλληλέγγυοι πριν το τέλος χτυπήσει τη δικη μας πόρτα, υπάρχει ελπίδα. Ας γίνουμε πολλοί. Θα ήθελα να σε γνωρίσω
ΑπάντησηΔιαγραφή