«Τι μέρα είναι;» Ο Σάντα έχει
χάσει τις μέρες. Γιατί είναι άνεργος. «Δευτέρα». Κι αυτό δεν του λέει τίποτα.
Ούτε αρχή της εργάσιμης εβδομάδας, ούτε τσαγκαροδευτέρα, ούτε χτες ξενύχτησα
και σήμερα θα σέρνομαι στη δουλειά. Δευτέρα, σαν Κυριακή, σαν Σάββατο, σαν
Τετάρτη. Αράζει μαζί με τον Λίνο στα βράχια, στον ήλιο. Τον Λίνο, που βάφει τα
μαλλιά του για να φαίνεται νεότερος όταν πάει για συνέντευξη για τη δουλειά που
διάβασε στην αγγελία: «Zητούνται νέοι 20-35 ετών». Πενηντάρης αυτός, με δυο
παιδιά, τι να κάνει, πάει.
«Με κοίταξε αμίλητος αλλά τα
μάτια του έλεγαν έλεγαν έλεγαν. Πενηνταδυό χρονών εντάξει; Ο γιος φαντάρος η
κόρη φοιτήτρια στο Ρέθυμνο. Η μάνα τους τετράωρα στου Σκλαβενίτη. Δάνεια
κάρτες. Και τώρα μείναμε χωρίς δουλειά. Πενηνταδυό χρονών εντάξει. Και τώρα τι
γίνεται; Τι κάνουμε τώρα. Μου λες;» (σ. 181).
Στις Δευτέρες
με λιακάδα (Los lunes al sol) του Φερνάντο Λεόν ντε Αρανόα, έξι
φίλοι έχουν απολυθεί από τα ναυπηγεία. Οι ήρωες στο βιβλίο του Χρήστου
Οικονόμου Κάτι θα γίνει, θα δεις(εκδόσεις
Πόλις, 2010) είναι άνεργοι, απολυμένοι, συνταξιούχοι της πείνας από την
Κοκκινιά, το Πέραμα, τον Κορυδαλλό, τα Καμίνια. Τους παίρνουν τα σπίτια οι
τράπεζες, τους «πετάνε στο δρόμο σαν αποτσίγαρα» απ’ τη δουλειά, τους
περιφρονούν.
«Πρέπει να απολύσουμε 80,
αλλιώς θα κλείσουμε», μεταφέρει ο Σάντα τα λόγια του αφεντικού. Πρώτα απέλυσαν,
μετά έκλεισαν και πούλησαν την επιχείρηση. Τώρα στα ναυπηγεία έχουν μείνει
μονάχα τα πλοία σαν φαντάσματα, κι ο χαζούλης Μπίσκο με το σκύλο του. Ο Σάντα
πάει καμιά φορά και περιφέρεται ανάμεσα στα άδεια κτήρια και τα καράβια που δεν
θα επισκευαστούν ποτέ.
Η ταινία γυρίστηκε το 2002. Την
ίδια χρονιά, στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος η ανεργία έφτανε το 80%.
Σήμερα, εννιά χρόνια μετά, η κατάσταση έχει γίνει τραγική. Σε πρόσφατο
δημοσίευμα διαβάζουμε ότι «μεγάλος αριθμός ειδικοτήτων που σχετίζεται με το
πλοίο έχει σχεδόν πάψει να υφίσταται». Πριν από λίγες μέρες, ο Μ. Χρυσοχοΐδης
(Υπουργός Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας) συγκάλεσε ευρεία σύσκεψη
για τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη και κατέληξε ότι πρέπει να συγκροτηθεί μια
διαρκής επιτροπή που θα αποτελείται από εκπροσώπους και των επιχειρήσεων αλλά
και των εργαζομένων και θα συνεργάζεται στενά με το ΥπΑΑΝ. Αποφάσισε επίσης να
διαθέσει 100 εκ. ευρώ σε προγράμματα εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης της
ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, να καλύψει το 70% των δαπανών που θα
πραγματοποιήσουν οι επιχειρήσεις και να εξασφαλίσει συνθήκες ευνοϊκού δανεισμού
για τις επιχειρήσεις αυτές. Για τους εργαζόμενους και τους ανέργους; Μα βέβαια,
θα διατεθούν 8 εκ. ευρώ «για δράσεις κατάρτισης και επανακατάρτισης».
Φέτος, η ΔΕΗ έκοψε το ρεύμα σε
δεκάδες οικογένειες άνεργων εργατών της Ζώνης. «Είκοσι ευρώ για να περάσει όλη
τη βδομάδα και οι λογαριασμοί στοίβα στον πάγκο της κουζίνας. […] Πάνω πάνω ο
λογαριασμός του ΟΤΕ που έληξε πριν δέκα μέρες και χτες προχτές της κόψανε το
τηλέφωνο»
«Η
ταινία δεν είναι βασισμένη σε μία πραγματική ιστορία, είναι βασισμένη σε χιλιάδες
πραγματικές ιστορίες», γράφει η αφίσα για τις Δευτέρες με λιακάδα. Δεν
ξέρω αν τα δεκάξι διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου είναι βασισμένα κι αυτά σε
ισάριθμες ή σε χιλιάδες πραγματικές ιστορίες. Ξέρω όμως ότι οι πραγματικές
ιστορίες ανέργων γύρω μου πληθαίνουν και ο κύκλος στενεύει.
«Να σε διώχνουν απ’ τη δουλειά
είναι σαν κάταγμα.
Στην αρχή δεν νιώθεις τίποτα,
είπε ο Άρης, είναι ακόμα το σπάσιμο ζεστό και δεν πονάει. Ο πόνος και ο φόβος
έρχεται αργότερα όταν κρυώσει το τραύμα. Όταν θυμηθείς το νοίκι και τους
λογαριασμούς και τις αγγελίες στις εφημερίδες. Τα πρωινά τηλέφωνα, τις σκληρές
φωνές. Σε πρόλαβε άλλος αδερφέ. Πάρε ξανά αύριο. Στείλε κάνα βιογραφικό να
δούμε — και για χαμάλης να πας πια βιογραφικό ζητάνε» (σ. 180).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου