Ίσως είναι κοινοτοπία η ρήση ότι «οι κρίσεις γεννούν ευκαιρίες» .Ωστόσο μέσα από τη λαίλαπα της πανδημίας του κορονοϊού μπορούν να βγουν ορισμένα πολύ καθαρά συμπεράσματα που αφορούν τα συστήματα υγείας παγκοσμίως -άρα και για το δικό μας -και να γίνουν εφαλτήριο για την ενίσχυσή του.
Συμπέρασμα πρώτο: Τα δημόσια συστήματα υγείας είναι ο μόνος ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων μέσης και μεγάλης κλίμακας.
Συμπέρασμα πρώτο: Τα δημόσια συστήματα υγείας είναι ο μόνος ασφαλής και αποτελεσματικός τρόπος για την αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων μέσης και μεγάλης κλίμακας.
Είναι αδύνατο και έξω από τη λογική του ιδιωτικού τομέα να ανταποκριθεί όχι μόνο στις τεράστιες ανάγκες που γεννά μια πανδημία, αλλά και μια υγειονομική κρίση μέσης βαρύτητας. Και τούτο διότι η πανδημία αφορά όλες τις κοινωνικές τάξεις και όλους τους πολίτες – με ή χωρίς ιδιωτική ασφάλεια, με ή χωρίς υψηλό εισόδημα, με το δημόσιο σύστημα υγείας να καλείται να αναλάβει πλήρως την προστασία και περίθαλψη όλων, των χαμηλών κοινωνικών και οικονομικών στρωμάτων συμπεριλαμβανομένων. Ούτως ή άλλως, τα χαμηλά κοινωνικά και οικονομικά στρώματα δεν αποτελούν target group του ιδιωτικού τομέα υγείας, ο οποίος ούτε επιθυμεί ούτε είναι σε θέση να υποστεί το κόστος της περίθαλψής τους.
Είναι προφανές πως εάν το δημόσιο σύστημα υγείας δεν έχει αναπτυγμένες τις απαραίτητες βάσεις σε υψηλό επίπεδο και μάλιστα πριν από την εμφάνιση κρίσεων, τότε αναμένεται να καταρρεύσει με την εμφάνισή τους, όπως συμβαίνει με την παρούσα πανδημία στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, οι οποίες είτε επένδυσαν κατά προτεραιότητα ή αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα (Ιταλία, ΗΠΑ) είτε συστηματικά υποβάθμισαν το δημόσιο σύστημα υγείας τους(NHS - Μεγ. Βρετανία).
Να σημειωθεί ότι η πανδημίες δεν είναι η μόνη μορφή κρίσης μεγάλης κλίμακας που καταδεικνύει την αναγκαιότητα ισχυρών δημόσιων συστημάτων υγείας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χώρα μας, όπου αυτή η πανδημία έρχεται σε συνέχεια της οικονομικής κρίσης του 2008. Η μέχρι το 2015 εφαρμογή των μνημονίων εγκατέλειψε πολύ μεγάλο αριθμό ανασφάλιστων συμπολιτών μας χωρίς πρόσβαση σε υγειονομική δομή εκτός των κοινωνικών ιατρείων. Επιπρόσθετα, γεωμετρικά την προσέλευση στα γερασμένα και αποδυναμωμένα από προσωπικό δημόσια νοσοκομεία οδηγώντας το ΕΣΥ στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Συμπέρασμα δεύτερο: Η ενίσχυση της δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) είναι η βάση ενός υγιούς συστήματος υγείας και της αποτελεσματικής νοσοκομειακής περίθαλψης.
Αυτή την περίοδο οι εργαζόμενοι στις νοσοκομειακές μονάδες του ΕΣΥ βρίσκονται αντιμέτωποι με τις εξής παραδοξότητες:
1) Ασθενείς με ήπια αλλά πιθανά συμπτώματα νόσου για covid-19 καθοδηγούνται και συμβουλεύονται από το τηλεφωνικό κέντρο του ΕΟΔΥ να παραμείνουν στο σπίτι τους και να επικοινωνήσουν με το γιατρό τους. Ποιος είναι όμως ο γιατρός τους; Με την απαξίωση και μη περαιτέρω ανάπτυξη των ΤΟΜΥ τόσο από τη σημερινή κυβέρνηση όσο και από τους περισσότερους ιατρικούς συλλόγους (με καθαρά οικονομικά και συντεχνιακά κίνητρα), οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να απευθυνθούν σε ιδιώτες οι οποίοι είτε είναι απρόθυμοι είτε δεν είναι σε θέση, λόγω αντικειμενικών αλλά και υποκειμενικών συνθηκών, να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, τους ασθενείς τους αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο από περαιτέρω διασπορά. Αντίθετα, ένα καλά οργανωμένο και ελεγχόμενο σύστημα ΠΦΥ ήταν σε θέση με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα να διαχειριστεί αυτούς τους ασθενείς.
2) Τις μέρες αυτές στα περισσότερα τμήματα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων, παρατηρείται εξαιρετικά μειωμένη προσέλευση ασθενών σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, πιθανότατα ως αποτέλεσμα του φόβου ή και του πανικού που έχει διασπαρθεί και έχει κάνει τους ίδιους τους ασθενείς να αποφεύγουν τα νοσοκομεία.Το φαινόμενο αυτό καθιστά σαφές, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι πολλά από τα περιστατικά,τα οποία μέχρι τώρα και πριν από την πανδημία εμφανίζονταν στα ΤΕΠ, θα μπορούσαν να μην έφταναν ποτέ στο νοσοκομείο εάν λειτουργούσε ο ηθμός της ΠΦΥ, η οποία θα συγκρατούσε το μεγαλύτερο μέρος των περιστατικών και θα παρείχαν στους ασθενείς αποτελεσματικότερες και ταχύτερες υπηρεσίες από τα ΤΕΠ, σε περιβάλλον άνετο και ασφαλές.
Με εξαίρεση ωστόσο τα τροχαία, τα οποία έχουν περιοριστεί σημαντικά λόγω της «καραντίνας», όλη η υπόλοιπη νοσολογία του πληθυσμού είναι παρούσα. Αυτό σημαίνει πως πολλοί συμπολίτες μας με σοβαρά προβλήματα υγείας παραμένουν στα σπίτια τους, χωρίς ιατρική υποστήριξη και ενδεχομένως στο πολύ άμεσο μέλλον, κάποιοι από αυτούς θα πρέπει να προσμετρηθούν στα «παράπλευρα» θύματα του covid-19, χωρίς μάλιστα να έχουν καν νοσήσει από αυτόν.
Κατά συνέπεια, το αίτημα για ενίσχυση όλων των δομών του δημόσιου συστήματος υγείας, νοσοκομειακών και ΠΦΥ, σε ανθρώπινο δυναμικό και σε υλικοτεχνικές υποδομές δεν αποτελεί συνδικαλιστικό πυροτέχνημα αλλά άμεσης προτεραιότητας κοινωνική αναγκαιότητα. Είναι επίσης εξίσου σημαντικό να πάψουν διά παντός όλες εκείνες οι νεοφιλελεύθερες φωνές για είσοδο ιδιωτικών συμφερόντων στο ΕΣΥ, τα οποία και θα το αποδυναμώσουν περαιτέρω και θα αλλοιώσουν το χαρακτήρα του – με μόνο σκοπό το κέδρος.
Ας μη λησμονείται ότι δεν γνωρίζουμε τι θα φέρει το άμεσο μέλλον. Και αυτή τη φορά δεν θα υπάρχει δικαιολογία αν βρεθούμε απροετοίμαστοι.
* Δ/ντής ΕΣΥ, Αγγειοχειρουργικής κλινικής Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, μέλος Γεν. Συμβ. ΟΕΝΓΕ
Συμπέρασμα δεύτερο: Η ενίσχυση της δημόσιας πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (ΠΦΥ) είναι η βάση ενός υγιούς συστήματος υγείας και της αποτελεσματικής νοσοκομειακής περίθαλψης.
Αυτή την περίοδο οι εργαζόμενοι στις νοσοκομειακές μονάδες του ΕΣΥ βρίσκονται αντιμέτωποι με τις εξής παραδοξότητες:
1) Ασθενείς με ήπια αλλά πιθανά συμπτώματα νόσου για covid-19 καθοδηγούνται και συμβουλεύονται από το τηλεφωνικό κέντρο του ΕΟΔΥ να παραμείνουν στο σπίτι τους και να επικοινωνήσουν με το γιατρό τους. Ποιος είναι όμως ο γιατρός τους; Με την απαξίωση και μη περαιτέρω ανάπτυξη των ΤΟΜΥ τόσο από τη σημερινή κυβέρνηση όσο και από τους περισσότερους ιατρικούς συλλόγους (με καθαρά οικονομικά και συντεχνιακά κίνητρα), οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να απευθυνθούν σε ιδιώτες οι οποίοι είτε είναι απρόθυμοι είτε δεν είναι σε θέση, λόγω αντικειμενικών αλλά και υποκειμενικών συνθηκών, να προστατεύσουν τους εαυτούς τους, τους ασθενείς τους αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο από περαιτέρω διασπορά. Αντίθετα, ένα καλά οργανωμένο και ελεγχόμενο σύστημα ΠΦΥ ήταν σε θέση με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα να διαχειριστεί αυτούς τους ασθενείς.
2) Τις μέρες αυτές στα περισσότερα τμήματα επειγόντων περιστατικών (ΤΕΠ) των νοσοκομείων, παρατηρείται εξαιρετικά μειωμένη προσέλευση ασθενών σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, πιθανότατα ως αποτέλεσμα του φόβου ή και του πανικού που έχει διασπαρθεί και έχει κάνει τους ίδιους τους ασθενείς να αποφεύγουν τα νοσοκομεία.Το φαινόμενο αυτό καθιστά σαφές, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι πολλά από τα περιστατικά,τα οποία μέχρι τώρα και πριν από την πανδημία εμφανίζονταν στα ΤΕΠ, θα μπορούσαν να μην έφταναν ποτέ στο νοσοκομείο εάν λειτουργούσε ο ηθμός της ΠΦΥ, η οποία θα συγκρατούσε το μεγαλύτερο μέρος των περιστατικών και θα παρείχαν στους ασθενείς αποτελεσματικότερες και ταχύτερες υπηρεσίες από τα ΤΕΠ, σε περιβάλλον άνετο και ασφαλές.
Με εξαίρεση ωστόσο τα τροχαία, τα οποία έχουν περιοριστεί σημαντικά λόγω της «καραντίνας», όλη η υπόλοιπη νοσολογία του πληθυσμού είναι παρούσα. Αυτό σημαίνει πως πολλοί συμπολίτες μας με σοβαρά προβλήματα υγείας παραμένουν στα σπίτια τους, χωρίς ιατρική υποστήριξη και ενδεχομένως στο πολύ άμεσο μέλλον, κάποιοι από αυτούς θα πρέπει να προσμετρηθούν στα «παράπλευρα» θύματα του covid-19, χωρίς μάλιστα να έχουν καν νοσήσει από αυτόν.
Κατά συνέπεια, το αίτημα για ενίσχυση όλων των δομών του δημόσιου συστήματος υγείας, νοσοκομειακών και ΠΦΥ, σε ανθρώπινο δυναμικό και σε υλικοτεχνικές υποδομές δεν αποτελεί συνδικαλιστικό πυροτέχνημα αλλά άμεσης προτεραιότητας κοινωνική αναγκαιότητα. Είναι επίσης εξίσου σημαντικό να πάψουν διά παντός όλες εκείνες οι νεοφιλελεύθερες φωνές για είσοδο ιδιωτικών συμφερόντων στο ΕΣΥ, τα οποία και θα το αποδυναμώσουν περαιτέρω και θα αλλοιώσουν το χαρακτήρα του – με μόνο σκοπό το κέδρος.
Ας μη λησμονείται ότι δεν γνωρίζουμε τι θα φέρει το άμεσο μέλλον. Και αυτή τη φορά δεν θα υπάρχει δικαιολογία αν βρεθούμε απροετοίμαστοι.
* Δ/ντής ΕΣΥ, Αγγειοχειρουργικής κλινικής Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, μέλος Γεν. Συμβ. ΟΕΝΓΕ
εφσυν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου