Παρά τα σημάδια σταθερής ανάκαμψης που εμφανίζει η αγορά εργασίας, η ανεργία μειώνεται με πολύ αργούς ρυθμούς υπογραμμίζει στην έκθεση του το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.
Μάλιστα σημειώνεται στην έκθεση ότι δημιουργούνται θέσεις και έχουν μεγάλη ζήτηση τα επαγγέλματα «Πωλητές σε καταστήματα» «Καθαριστές και βοηθοί οικιών, ξενοδοχείων και γραφείων» και οι «υπάλληλοι γενικών καθηκόντων».
Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ελλάδα οι πιθανότητες μετάβασης από την ανεργία στην εργασία υπολογίζονται σε 7% (επί του ποσοστού της ανεργίας), το οποίο 8% αφορά τους άνδρες και 6% τις γυναίκες. Αρκετά πιο δύσκολο είναι να μεταβούν από την ανεργία στην εργασία οι μακροχρόνια άνεργοι (3%) σε σχέση με όσους είναι άνεργοι λιγότερο από ένα έτος (17%).
Η αύξηση των μέσων μισθών τόσο σε επίπεδο πλήρους όσο και μερικής απασχόλησης αντανακλά τη βελτίωση του κλίματος στην αγορά εργασίας. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίζονται σε αυτήν σημαντικές διαφοροποιήσεις αμοιβών τόσο μεταξύ ανδρών και γυναικών (απόκλιση ημερομισθίου 14,49% τον Απρίλιο του 2019) όσο και μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων (απόκλιση μισθού 53,5% το αντίστοιχο διάστημα στην πλήρη απασχόληση).
Οι δείκτες φτώχειας παρουσιάζονται μειωμένοι το 2018, αλλά παρουσιάζουν αύξηση της τάξης των 26,9 ποσοστιαίων μονάδων από το 2010, με έτος βάσης το 2008. Ο πληθυσμός που εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας είναι οι άνεργοι, ενώ ακολουθούν ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός και οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι.
Το β΄ τρίμηνο του 2019 το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ξεπέρασε την κατανάλωσή τους, έπειτα από μια μακρά περίοδο αρνητικών αποταμιεύσεων. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος οφείλεται μερικώς στην αύξηση του κατώτατου μισθού και του γενικού επιπέδου των μισθών αλλά και στην αύξηση των κοινωνικών παροχών το β΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Ωστόσο, παραμένει ασαφές αν η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος θα στηρίξει μια υψηλότερη καταναλωτική δαπάνη, καθώς επίσης και εάν η θετική ροή αποταμιεύσεων είναι διατηρήσιμη.
Οι δείκτες φτώχειας παρουσιάζονται μειωμένοι το 2018, αλλά παρουσιάζουν αύξηση της τάξης των 26,9 ποσοστιαίων μονάδων από το 2010, με έτος βάσης το 2008. Ο πληθυσμός που εμφανίζει τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας είναι οι άνεργοι, ενώ ακολουθούν ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός και οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι.
Πλεονάσματα
Το 2019 αναμένεται να αποτελέσει ένα ακόμη έτος δημοσιονομικών υπεραποδόσεων και υψηλών πλεονασμάτων. Τα αποτελέσματα της Γενικής Κυβέρνησης το β΄ τρίμηνο εμφανίζονται βελτιωμένα έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2018 με όλες τις βασικές κατηγορίες δημόσιων εσόδων να καταγράφουν θετική ετήσια μεταβολή.
Παρά τα υπερπλεονάσματα και την υποχώρηση του κόστους δανεισμού, η μετάβαση του Δημοσίου σε καθεστώς διατηρήσιμης χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας παραμένει αβέβαιη και θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την εκπλήρωση ή μη των υψηλών αναπτυξιακών προσδοκιών που έχουν καλλιεργήσει οι φοροελαφρύνσεις, τον βραχυμεσοπρόθεσμο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, τις ανισορροπίες σε κρίσιμα ισοζύγια της οικονομίας, καθώς και από τις εξελίξεις στο ευρύτερο εξωτερικό περιβάλλον.
Οι φοροελαφρύνσεις θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να βελτιώσουν τις συνθήκες ρευστότητας στην αγορά. Όμως στην έκθεση αναφέρεται "διατηρούμε όμως επιφυλάξεις ως προς την προσδοκώμενη επεκτατική συμβολή τους. Η υπόθεση ότι η μείωση των φόρων θα μετασχηματιστεί σχεδόν αυτόματα σε αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και κυρίως των επενδύσεων είναι χαμηλού ρεαλισμού, ειδικά σε ένα περιβάλλον χρηματοδοτικών περιορισμών και υψηλών δανειακών και άλλων υποχρεώσεων. Ωστόσο, η μείωση της φορολογίας καθίσταται επιτακτική λόγω της υπέρμετρα υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης ειδικά των νοικοκυριών και των εργαζομένων κατά τη μνημονιακή περίοδο".
Στο πλαίσιο αυτό, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2020 θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την απόδοση των νέων μέτρων. Με δεδομένα το υψηλό επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας και την υψηλή ροπή προς κατανάλωση των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων, υψηλότερα μεγεθυντικά οφέλη θα μπορούσαν, κατά την άποψή μας, να διασφαλιστούν μέσω μιας αλλαγής του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής που, παράλληλα με την κινητοποίηση περισσότερων δημόσιων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός πράσινου αναπτυξιακού σχεδίου, θα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των εργαζομένων.
Παρά τα υπερπλεονάσματα και την υποχώρηση του κόστους δανεισμού, η μετάβαση του Δημοσίου σε καθεστώς διατηρήσιμης χρηματοπιστωτικής φερεγγυότητας παραμένει αβέβαιη και θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την εκπλήρωση ή μη των υψηλών αναπτυξιακών προσδοκιών που έχουν καλλιεργήσει οι φοροελαφρύνσεις, τον βραχυμεσοπρόθεσμο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ, τις ανισορροπίες σε κρίσιμα ισοζύγια της οικονομίας, καθώς και από τις εξελίξεις στο ευρύτερο εξωτερικό περιβάλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου