Η άδεια άνευ αποδοχών δεν προβλέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αλλά στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ.
Η χορήγηση αδείας άνευ αποδοχών γίνεται έπειτα από συμφωνία των μερών εργοδότη – εργαζόμενου. Η άδεια αυτή αποτελεί συμβατική αναστολή της εργασιακής σύμβασης, κατά τη διάρκεια της οποίας ούτε ο μισθωτός παρέχει υπηρεσίες, ούτε ο εργοδότης καταβάλλει αποδοχές ούτε ασφαλιστικές εισφορές. Μετά τη λήξη της αδείας, ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του, ο δε εργοδότης να τις αποδεχτεί. Σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου η χορήγηση της άδειας αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει αναστολή λήξης της σύμβασης για ίσο χρόνο προς το χρονικό διάστημα της άδειας.
Κατά συνέπεια η άδεια αυτή δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί υποχρεωτικά από τον εργοδότη (ΑΠ751/1987) και η μονομερής χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών ισοδυναμεί με άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού με αποτέλεσμα την υπερημερία του εργοδότη.
Δεν υπάρχει διάταξη που να καθορίζει τον αριθμό των ημερών αδείας άνευ αποδοχών, ενώ δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διατυπώσεις για την χορήγηση της άδειας αυτής, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία όπως αίτηση εργαζομένων, έγκριση του εργοδότη ή έγγραφη συμφωνία για τη χορήγηση της άδειας κ.λ.π.
Η μη καταβολή των αποδοχών στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου του 648 ΑΚ σύμφωνα με την οποία ο μισθός αντιστοιχεί σε πραγματική εργασία.
Δεδομένου ότι η άδεια άνευ αποδοχών αποτελεί αναστολή της εργασιακής σχέσης, καθώς ο εργασιακός δεσμός μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου δεν διακόπτεται(σχέση εργασίας ενεργή), ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας και συνεπώς υπολογίζεται για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του μισθωτού που σχετίζονται με την προϋπηρεσία , καθώς και το ποσό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης((ΑΠ1534/1986, ΑΠ751/1987).
Κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, είθισται ο εργοδότης να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές υπηρεσίες (ΣΕΠΕ, ΙΚΑ κ.λ.π) την χορήγηση-συμφωνία της άδειας άνευ αποδοχών, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα , και αυτό για να διευκολυνθεί ο ουσιαστικός έλεγχος των οργάνων των υπηρεσιών.
Η ενημέρωση αυτή δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία, αντικειμενικό σκοπό έχει τον αποτελεσματικότερο, συνεπή και αδιάβλητο έλεγχο σχετικά με την εφαρμογή της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Όσο αφορά το ΣΕΠΕ, κατά τους ελέγχους που διενεργεί και την έρευνα που διεξάγει προς διαπίστωση της τήρησης και εφαρμογής της εργατικής νομοθεσίας λαμβάνει υπόψη και κάθε είδους έγγραφα και στοιχεία που τηρεί η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.3996/2011.
Για το ζήτημα αν ο μισθωτός που έλαβε άδεια άνευ αποδοχών δικαιούται να λάβει και κανονική άδεια σημειώνουμε ότι, κατά την κρατούσα άποψη, οι μισθωτοί που έλαβαν άδεια άνευ αποδοχών, δικαιούνται να λάβουν και κανονική άδεια- Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ 557/63, με την οποία συμφωνεί και το Υπ. Εργασίας με το αριθ.1332/86 έγγραφό του.
Αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του Α.Ν 539/45 και τον σκοπό που αποβλέπουν οι διατάξεις περί άδειας αναψυχής των μισθωτών, που είναι η ανάπαυση του μισθωτού με αυξημένα οικονομικά μέσα(αποδοχές και επίδομα αδείας προς αναπλήρωση των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων που απώλεσε κατά την εργασία του.
Εν προκειμένω με την συμφωνία χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, τεκμηριώνεται η θέληση του εργοδότη να αναγνωρίσει τον χρόνο της άδειας χωρίς αποδοχές ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας του μισθωτού ενώ ο μισθωτός που έλαβε άδεια άνευ αποδοχών είναι δυνατό να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή ψυχικές δυνάμεις κατά τον χρόνο αυτής, και συνεπώς επανερχόμενος από την άδεια αυτή δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές, όσο και το επίδομα αδείας.
Εξάλλου κατά ρητή πρόβλεψη της παρ.6 του άρθρου 2 του Α.Ν 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχολήσεως για την λήψη της κανονικής άδειας, τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απείχε από την εργασία του, δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας που αυτός δικαιούται. Στην άδεια άνευ αποδοχών, η σχέση εργασίας διατηρείται ενεργή, ενώ η αποχή του μισθωτού είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας του, με τον εργοδότη.
Το άρθρο 4 του Α.Ν 539/1945, ορίζει ότι η χρονική περίοδος χορηγήσεως της άδειας αναψυχής των μισθωτών, κανονίζεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται την χορήγηση αδείας εντός διμήνου από τη διατύπωσης της σχετικής αίτησης του μισθωτού. Επίσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4093/2012, μπορεί να κατατμηθεί η κανονική άδεια πολλές φορές, κατόπιν αίτησης του μισθωτού.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άδεια ή να συμψηφισθεί με τις ημέρες κανονικής άδειας, η για οποιοδήποτε λόγο υποχρεωτική χορήγηση μιας ή περισσοτέρων ημερών αναπαύσεως από τον εργοδότη στον μισθωτό, μετά από απόφαση του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός θα λάβει τις αποδοχές του, όχι βάσει των διατάξεων του Α.Ν 539/1945, δηλαδή όχι ως αποδοχές αδείας, αλλά βάσει των διατάξεων περί υπερημερίας εργοδότη.
Οι ανωτέρω ημέρες αναπαύσεως δεν μπορεί να συμψηφισθούν με τις ημέρες αδείας του μισθωτού, η χορήγησή τους δηλαδή δεν έχει ως συνέπεια τη μείωση των ημερών αδείας αυτού. Υπενθυμίζουμε την υποχρέωση του εργοδότη, για τήρηση στο αρχείο του και επίδειξή τους στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, των αιτήσεων των μισθωτών για χορήγηση ημερών κανονικής άδειας (επί πενταετία).
Ωστόσο σε κάθε περίπτωση, η άδεια πρέπει να χορηγηθεί στον μισθωτό πρίν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν ζητήθηκε από τον μισθωτό.
Συμπερασματικά θα τονίζαμε ότι η μονομερής χορήγηση των αδειών αναψυχής καθώς και της άνευ αποδοχών δεν επιτρέπεται, ενώ δύναται η δυνατότητα τα ζητήματα των αδειών αυτών να καθορίζονται με ατομική σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 361ΑΚ (ελευθερία συμβάσεων) και εντός του πλαισίου του Νόμου.
Όσον αφορά το θέμα της χορήγησης της άδειας από την πλευρά της ασφαλιστικής νομοθεσίας μπορείτε να δείτε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου