oaednews

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018

Νομολογία 37/2017 - Ο Χαρακτηρισμός Σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου ανήκει στο Δικαστήριο

Στις ιδιωτικές επιχειρήσεις εφαρμόζεται ο ν. 2112/1920, σύμφωνα με τον οποίο η επιχείρηση δύναται προς κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της διοίκησης, αυτή δε η σύμβαση εργασίας απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 4 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." (....), που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Σούμπαση και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Σ. του Σ., κατοίκου ..., 2) Σ. Ζ. του Χ., κατοίκου ..., 3) Μ. Π. του Δ., κατοίκου ..., 4) Ε. Γ. του Σ., κατοίκου ... και 5) Σ. Θ. του Π., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαργετίνα Στεφανάτου και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14-6-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων δέκα ήδη μη διαδίκων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 870/2009 του ίδιου δικαστηρίου και 2181/2014 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17-11-2014 αίτησή της, η οποία επαναφέρεται για συζήτηση με την από 28-9-2005 κλήση της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καρυστηναίου ανέγνωσε την από 5-2-2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), "Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον" (παρ. 1 εδ. α) και "Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου" (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζονται τα εξής: "Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων" (παρ. 1). "Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10ε ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 Π.Κ. και πειθαρχικά. Σύμφωνα δε με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 51 ν. 1892/1990. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται αφενός οι κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμοί καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς (άρθρο 51 παρ. 1 περ. γ ν. 1892/1990, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 ν. 1943/1991) και αφετέρου τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους (άρθρο 14 παρ. 1 εδ. β περ. η ν. 2190/1994). Εξάλλου στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ. 2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, βάσει των πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
Συνεπώς στις συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (Ολ. Α.Π. 19 και 20/2007). Εξ άλλου κατά το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α του καταστατικού της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." (....) που κυρώθηκε με το ν. 2257/1994, στους σκοπούς της εταιρείας αυτής περιλαμβάνεται και η εγκατάσταση, λειτουργία, εκμετάλλευση, διαχείριση και ανάπτυξη κάθε είδους τηλεπικοινωνιακής υποδομής, καθώς και της δημόσιας τηλεπικοινωνιακής υποδομής σε τοπικό, εθνικό, διακρατικό και διεθνές επίπεδο. Περαιτέρω κατά το προοίμιο της σύμβασης πώλησης μετοχών της .... Α.Ε., η οποία καταρτίσθηκε στις 14-5-2008 μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία .... και η οποία κυρώθηκε με το ν. 3676/2008, "Η εταιρεία με την επωνυμία "... Α.Ε." ("...."...) είναι επιχείρηση ηλεκτρονικών επικοινωνιών νομίμως συσταθείσα και λειτουργούσα ως ανώνυμη εταιρεία κατά το δίκαιο της Ελληνικής Δημοκρατίας...".
Συνεπώς η εναγομένη δεν ανήκει στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και επ' αυτής έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση καταρτίστηκε υποχρεωτικώς εκ του νόμου ως ορισμένης διάρκειας, όπως στην περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 2 του αναμορφωμένου ..., που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (όρος 21 της εν λόγω Ε.Σ.Σ.Ε.) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρο 7 παρ. 1 ν. 1876/1990), κατά το οποίο ο .... δύναται προς κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της διοίκησης, αυτή δε η σύμβαση εργασίας απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου (ΑΠ 944/2014, 2246/2013). 2. Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής: "Δυνάμει των από 1-7-2002, 27-5-2002, 15-5-2002, 15-5-2002 και 17-6-2002 συμβάσεων εργασίας, οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ως ορισμένου χρόνου, οι δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, δέκατη τρίτη και δέκατη πέμπτη από τις ενάγουσες [ήδη αναιρεσίβλητες] προσλήφθηκαν αντίστοιχα από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σ' αυτήν ως έκτακτες εργάτριες για χρονικό διάστημα οκτώ μηνών και συγκεκριμένα μέχρι τις 28-10-2003, 26-1-2003, 14-1-2003, 15-1-2003 και 16-2-2003 αντίστοιχα η κάθε μία τους. Οι προσλήψεις αυτές έγιναν σ' εκτέλεση σχετικών αποφάσεων του προϊσταμένου τηλεπικοινωνιακής περιφέρειας Αττικής της εναγομένης όσον αφορά τις δεύτερη, τρίτη και τέταρτη από τις ενάγουσες, του διευθυντή έργων πελατών και υποστήριξης της ίδιας όσον αφορά τη δέκατη τρίτη από αυτές και της γενικής διεύθυνσης ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού επίσης της εναγομένης όσον αφορά τη δέκατη πέμπτη ενάγουσα... Κατά τις πιο πάνω συμβάσεις η πρόσληψη των προαναφερθεισών εναγουσών έγινε για την κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών της εναγομένης, χωρίς όμως να υπάρξει ειδικότερος καθορισμός αυτών στις παραπάνω ατομικές συμβάσεις εργασίας των εν λόγω εναγουσών ώστε να δικαιολογείται η συνομολόγηση ορισμένης διάρκειας αυτών. Μετά την πάροδο του οκταμήνου και τη λήξη της διάρκειας των ως άνω συμβάσεων, αυτές ανανεώθηκαν από την εναγομένη χωρίς να μεσολαβήσει καμία διακοπή, δύο φορές, αρχικά για ένα ακόμη οκτάμηνο, δηλαδή μέχρι τις 28-10-2003, 26-9-2003, 14-9-2003, 15-9-2003 και 16-10-2003 αντίστοιχα για κάθε μία από τις ενάγουσες και στη συνέχεια για ένα εξάμηνο, δηλαδή μέχρι τις 28-4-2004, 26-3-2004, 14-3-2004, 15-3-2004 και 16-4-2004 επίσης αντίστοιχα για την κάθε μία τους, οπότε η εναγομένη έπαυσε να δέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους. Καθ' όλη την ως άνω απασχόλησή τους, συνολικής διάρκειας είκοσι δύο... μηνών, οι τρίτη, τέταρτη, δέκατη τρίτη και δέκατη πέμπτη από τις ενάγουσες, παρά το ότι στη σύμβασή τους αναφερόταν ότι είναι έκτακτες καθαρίστριες, αυτές παρείχαν εργασία η οποία, από το είδος και τη φύση της, είχε διαρκή, μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα, κάλυπτε δε ανάγκες της εναγομένης που δεν ήταν προσωρινές ή απρόβλεπτες αλλά πάγιες και διαρκείς, αφού ο τομέας στον οποίο παρείχαν την εργασία τους, δηλαδή ο τομέας της καθαριότητας, δεν εστερείτο ποτέ αντικειμένου, ενώ οι μόνιμες υπάλληλοι της εναγομένης που εκτελούσαν ακριβώς όμοια εργασία δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των ως άνω αναγκών. Εξ άλλου και η δεύτερη ενάγουσα καθόλη τη διάρκεια της απασχόλησής της στην εναγομένη, δηλαδή για χρονικό διάστημα είκοσι δύο μηνών, παρά το ότι στη σύμβασή της αναφερόταν ότι είναι έκτακτη καθαρίστρια, εκτελούσε εξειδικευμένες υπηρεσίες. Ειδικότερα παρείχε τις υπηρεσίες της στο κατάστημα της εναγομένης στην οδό …, στο κέντρο των Αθηνών, με αντικείμενο εργασίας την έκδοση λογαριασμών συνδρομητών κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, καθώς και την έκδοση αναλυτικής κατάστασης λογαριασμών. Η ως άνω εργασία από τη φύση της απαιτούσε γνώσεις και ιδιαίτερες ικανότητες κατά την εκτέλεσή της και εντάσσεται στην κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών της εναγομένης, ενώ είχε διαρκή, μόνιμο και σταθερό χαρακτήρα, αφού ο τομέας στον οποίο παρείχε την εργασία της η εν λόγω ενάγουσα δεν εστερείτο ποτέ αντικειμένου, οι δε μόνιμοι υπάλληλοι της εναγομένης που εκτελούσαν ακριβώς ίδια εργασία, όπως προαναφέρθηκε και για τις άλλες ενάγουσες, δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των αναγκών αυτών. Επομένως οι πιο πάνω συμβάσεις, όπως ανανεώθηκαν στη συνέχεια, καταρτίσθηκαν προσχηματικά, με πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/1920 ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας, με συνέπεια να καθίστανται αυτές άκυρες ως προς το χρονικό αυτό περιορισμό της διάρκειάς τους και να συνιστούν έτσι, κατ' ορθό χαρακτηρισμό τους, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνεχίζουν να υφίστανται και μετά τη λήξη τους στις 28-4-2004, 26-3-2004, 14-3-2004, 15-3-2004 και 16-4-2004, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και της ρήτρας 5 παρ. 1 του παραρτήματος της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των περιορισμών που επιβάλλει ο κανονισμός προσωπικού της εναγομένης". Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο δέχθηκε την έφεση των δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, δέκατης τρίτης και δέκατης πέμπτης εναγουσών κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή τους ως μη νόμιμη. Στη συνέχεια, αφού κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, την δέχθηκε εν μέρει ως νόμιμη και κατ' ουσίαν βάσιμη, αναγνώρισε ότι οι ενάγουσες αυτές συνδέονται με την εναγομένη με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η εκ μέρους της εναγομένης καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρη, υποχρέωσε δε την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 669, 671 και 672 ΑΚ, 1, 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 δεδομένου ότι, όπως έχει εκτεθεί προηγουμένως, η εναγομένη δεν είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ούτε ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, αφού δεν είναι κρατική ή δημόσια επιχείρηση ή οργανισμός ούτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκει κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς ούτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στο κράτος ή επιχορηγείται τακτικώς από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού του. Επομένως ο μόνος περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. 3.
Συνεπώς πρέπει ν' απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-11-2014 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε" (....) για αναίρεση της 2181/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2017.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου