oaednews

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Ανάγκη αποτελεσματικότερης σύνδεσης επιχείρησης και εκπαίδευσης

Η ​​ανεργία –ιδιαίτερα η ανεργία των νέων και η μακροχρόνια ανεργία– παραμένει, παρά την άνοδο της απασχόλησης που παρατηρείται τελευταία, το οξύτερο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα της χώρας: φτωχοποιεί, περιορίζει φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα, διευρύνει τη φυγή επιστημονικού προσωπικού στο εξωτερικό, ενισχύει αντικοινωνικές συμπεριφορές, καθιστά απαγορευτικούς ορθολογικούς προγραμματισμούς (οικογενειακούς και επαγγελματικούς) και αδρανοποιεί μια ολόκληρη (νέα) γενιά που, παντού, αποτελεί μοχλό ανανέωσης, καινοτομίας και εκσυγχρονισμού.

Ενας από τους βασικούς λόγους του υψηλού ποσοστού ανεργίας είναι η αναποτελεσματική σύνδεση της αγοράς εργασίας με το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, της επιχείρησης με το θρανίο.
Είναι ενδεικτικές οι κάτωθι δύο εκφάνσεις της αναποτελεσματικότητας αυτής:
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση προετοιμάζει στελέχη, ο αριθμός και το επίπεδο τεχνολογικής εξειδίκευσης των οποίων υπερτερεί εμφανώς εκείνων που η αγορά, με τη σημερινή δομή του παραγωγικού δυναμικού, έχει ανάγκη, με συνέπεια τη φυγή «εγκεφάλων» στο εξωτερικό και τη σπατάλη, λόγω ετεροαπασχόλησης ανθρώπινων πόρων.
Ταυτόχρονα, η δευτεροβάθμια τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση προσφέρει στην αγορά εργασίας άτομα με γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται, περισσότερο ή λιγότερο, στις ανάγκες των επιχειρήσεων, γεγονός που δυσχεραίνει την κατάλληλη στελέχωση ενός σημαντικού ποσοστού τους.
Και στις δύο περιπτώσεις (έλλειμμα δεξιοτήτων και υπερπροσφορά εξειδικευμένων στελεχών) το σχετικό κόστος το πληρώνει η εθνική οικονομία με τη μορφή είτε δαπανών εκπαίδευσης που δεν πρόκειται να αποσβεσθούν στον τόπο μας, καθώς οι χώρες υποδοχής θα αξιοποιήσουν, ανέξοδα, το ελληνικό επιστημονικό προσωπικό που μεταναστεύει, είτε με τη μορφή απώλειας παραγωγής ή (και) αδυναμίας βελτίωσης παραγωγικότητας, λόγω ανεπαρκούς εξειδίκευσης στελεχών των επιχειρήσεων.
Είναι προφανές πως η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής αντιμετώπισης της σημερινής αναντιστοιχίας ανάμεσα στο εκπαιδευτικό και στο παραγωγικό μας σύστημα είναι επιτακτική.
Σε δύο τομείς πιστεύω ότι θα πρέπει να επικεντρωθούν οι σχετικές προσπάθειες:
Α) Το σημερινό και διαχρονικό στρεβλό και ξεπερασμένο, κατά γενικήν αναγνώριση, παραγωγικό μας πρότυπο θα πρέπει να εκσυγχρονισθεί, προσαρμοζόμενο στις διεθνείς εξελίξεις και στις ανάγκες της χώρας.
Ο βασικός κορμός του παραγωγικού μας συστήματος αποτελείται από μονάδες, χαμηλής, λόγω και του υπερβολικά μικρού μεγέθους, παραγωγικότητας, που δραστηριοποιούνται, κατά βάση, σε τομείς μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, χαμηλής, επίσης, προστιθέμενης, εγχωρίως, αξίας και απασχολούν κυρίως άτομα χαμηλής ειδίκευσης και αμοιβής. Η ελληνική παραγωγή ελάχιστα σύνθετα προϊόντα ή υπηρεσίες έντασης γνώσης περιλαμβάνει, ενώ τα περισσότερα είδη της δεν απαιτούν προσωπικό υψηλής ειδίκευσης.
Αμεση προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στη δημιουργία σύγχρονων, εξωστρεφών και καινοτόμων μονάδων, ικανοποιητικού μεγέθους, στελεχωμένων με το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό (σταθερές θέσεις πλήρους απασχόλησης, ικανοποιητικές αποδοχές, ευοίωνες προοπτικές).
Β) Σημαντική ώθηση στην ορθολογικότερη λειτουργία του εθνικού συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης θα δώσει και η ενεργότερη εμπλοκή του επιχειρηματικού κόσμου στη διαδικασία της διά βίου μάθησης (συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και επανειδίκευση) με την ίδρυση, εκ μέρους του, σχολών επαγγελματικής κατάρτισης και την οργάνωση κλαδικών προγραμμάτων για την κάλυψη των ειδικότερων αναγκών εξειδίκευσης που δημιουργούν οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις και η διαφοροποίηση του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας.
Προνομιακή θέση στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού κατέχουν τα Επιμελητήρια, καθώς η μεν νομική τους μορφή και οργάνωση αποτελούν εγγύηση παροχής ποιοτικών υπηρεσιών, η δε άμεση και στενή επαφή τους με τις επιχειρήσεις–μέλη τους παρέχει τη δυνατότητα ταχείας επισήμανσης των σχετικών ελλείψεων και αναγκών.
Ο διευρυμένος ρόλος των γαλλικών και γερμανικών επιμελητηρίων στον χώρο της επαγγελματικής εκπαίδευσης (θεωρούνται στη χώρα τους δεύτερα υπουργεία Παιδείας) είναι ενδεικτικός των δυνατοτήτων που ο θεσμός αυτός έχει και στη χώρα μας στη βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς εργασίας, μέσω της οργάνωσης, με το μικρότερο δυνατό κόστος, ευέλικτων εκπαιδευτικών συστημάτων.
Η μετατροπή της ελληνικής οικονομίας από μια εσωστρεφή, χαμηλής εξειδίκευσης και ανταγωνιστικότητας παραγωγική μηχανή, σε μια οικονομία της γνώσης, διεθνούς εμβέλειας, αποτελεί μονόδρομο για την οριστική έξοδο της χώρας από την κρίση, τον περιορισμό της ανεργίας και την εξάλειψη της σύγχρονης «πολιτιστικής γενοκτονίας» (braindrain) που δυναμιτίζει τις προοπτικές της.

* Ο κ. Παύλος Θωμόγλου είναι επιχειρηματίας, μέλος Δ.Σ. ΕΒ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου