Οι βαθιές πληγές που άφησε η κρίση στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας δεν έχουν ακόμη κλείσει. Η ανεργία σε αρκετές χώρες παραμένει ακόμη υψηλή, οι πραγματικοί μισθοί στάσιμοι ή και χαμηλότεροι σε σχέση με επτά χρόνια πριν, ενώ η επισφαλής φτηνή εργασία μερικής απασχόλησης αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς.
Οι προβλέψεις ότι ο τρέχων αναπτυξιακός κύκλος της ευρωπαϊκής οικονομίας φτάνει στο ανώτατο σημείο του φέτος ενώ η αγορά εργασίας ακόμη νοσεί και το αβέβαιο λόγω Τραμπ και Brexit διεθνές περιβάλλον καθιστούν επείγουσα την υιοθέτηση πολιτικών για την υποστήριξη της ζήτησης, προειδοποιεί το Ευρωπαϊκό Συνδικαλιστικό Ινστιτούτο στη φετινή του έκθεση «Benchmarking Working Europe».Το ινστιτούτο ερευνών της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUC) τονίζει ότι το ευνοϊκό -ακόμη μακροοικονομικό- περιβάλλον θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την εφαρμογή ενός κατάλληλου μίγματος πολιτικών που θα περιλαμβάνει:
πλήρη επενδυτική στρατηγική για το μέλλον με έμφαση στην έρευνα και την ανάπτυξη, πραγματική αύξηση των αποδοχών, διακοπή της διαδικασίας απορρύθμισης, πλήρη αξιοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής, αντιμετώπιση των αυξανόμενων ανισοτήτων στην αγορά εργασίας, εδραίωση και ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και, τέλος, δέσμευση για μια Ευρώπη που θα χαρακτηρίζεται από υψηλά κοινωνικά πρότυπα, συμπεριλαμβανομένων των τομέων της υγείας και της ασφάλειας.
Στα πέντε επιμέρους κεφάλαιά της η έκθεση του ινστιτούτου διαπιστώνει ότι η ανάκαμψη της οικονομίας ήταν άνιση, τόσο μεταξύ των κοινωνικών ομάδων όσο και μεταξύ των χωρών.
Ετσι οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου αποκλίνουν αντί να συγκλίνουν με την υπόλοιπη Ε.Ε., ενώ η σύγκλιση των χωρών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης με τα κοινωνικά στάνταρ των βόρειων και δυτικών χωρών επιβραδύνεται.
Αξιοσημείωτες είναι οι εξελίξεις στους πραγματικούς μισθούς, όπου η Ελλάδα εμφάνισε τη μεγαλύτερη πτώση (19,1%) μεταξύ των 28 χωρών της Ε.Ε. την περίοδο 2010-2017 (βλέπε πίνακα).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, οι εργαζόμενοι σε 9 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Βέλγιο, Ελλάδα, Πορτογαλία, Φινλανδία, Κροατία και Κύπρος) κέρδισαν πέρυσι λιγότερα απ’ ό,τι το 2010.
Επίσης, οι εργαζόμενοι σε 6 από τις παραπάνω χώρες (Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Βέλγιο, Ελλάδα και Φινλανδία) κέρδισαν το 2017 λιγότερα και σε σχέση με το 2016.
Η επιβράδυνση ή και ανατροπή της μακροπρόθεσμης πορείας σύγκλισης των μισθών μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και των χωρών της Κεντρικής, Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης αποτυπώνει, σύμφωνα με την έκθεση, τη λανθασμένη διαχείριση της κρίσης από την Ε.Ε., μέσω των πολιτικών της λιτότητας, της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της ευελιξίας και της συγκράτησης των μισθών.
«Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ακόμη και η Κομισιόν και η ΕΚΤ κάνουν πλέον έκκληση για μεγαλύτερες αυξήσεις των μισθών», τόνισε η συνομοσπονδιακή γραμματέας της ETUC Εστερ Λιντς.
Η άνιση οικονομική ανάκαμψη αντικατοπτρίζεται όμως και σε άλλους δείκτες της αγοράς εργασίας. Ενώ τα επίσημα στοιχεία δείχνουν μείωση της ανεργίας και αύξηση των επιπέδων απασχόλησης, μια πιο προσεκτική εξέταση των επιμέρους δεικτών αποκαλύπτει μια αρκετά διαφορετική ιστορία.
Σε αρκετές περιπτώσεις η βελτίωση που σημειώθηκε οφειλόταν περισσότερο σε δημογραφικούς λόγους παρά στη βελτίωση της απόδοσης της αγοράς εργασίας.
Το 2017, ο αριθμός των θέσεων απασχόλησης έφτασε στο ίδιο επίπεδο με το 2008, αλλά ο όγκος της εργασίας ήταν πολύ χαμηλότερος.
Επιπλέον, μια ματιά στην ποιότητα των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας και την πραγματική ζήτηση εργασίας δείχνει ότι η κατάσταση έχει επιδεινωθεί και ότι η σύγκλιση μεταξύ κοινωνικών ομάδων έχει επιτευχθεί κυρίως λόγω των επιδεινούμενων συνθηκών για όσους ήταν σε καλύτερη κατάσταση πριν από την κρίση.
Ο αριθμός των εργαζομένων σε άτυπη απασχόληση -ενάντια στις προτιμήσεις τους- βρίσκεται σε ανησυχητικά υψηλό επίπεδο και η υποαπασχόληση είναι διπλάσια της ανεργίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου