Έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού, αποσπασματικότητα στις μεταρρυθμίσεις και ασφυκτικά χρονικά περιθώρια στην διαδικασία αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, που μετά από 7 χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής δεν έχουν φέρει αποτέλεσμα στην βελτίωση του δημόσιου τομέα και των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη, είναι τα βασικά σημεία της έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, που παρουσιάζει σήμερα το epoli.gr.
“Οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και τη δημόσια διοίκηση είχαν ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων. Ωστόσο, η υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων δεν απέφερε τους ίδιους καρπούς”, επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, στην έκθεση του με τίτλο “Η παρέμβαση της Επιτροπής στην ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση”, όπου αξιολογεί την πορεία των τριών προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας (σ.σ. τα Μνημόνια).
Χωρίς σχεδιασμό
Κάνοντας ειδική αναφορά στις μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο υπογραμμίζει ότι, στο δεύτερο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής του 2012, “οι διαρθρωτικοί όροι απέκτησαν μεγαλύτερη δυναμική (σ.σ. σε σχέση με το πρώτο Πρόγραμμα του 2010), χωρίς ωστόσο να βασίζονται σε κατάλληλο στρατηγικό σχεδιασμό”. Επισημαίνει, μάλιστα, ότι οι προθεσμίες που τέθηκε για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στη Δημόσια Διοίκηση “αποδείχθηκαν υπερβολικά φιλόδοξες και δεν ελάμβαναν υπ’ όψιν την ικανότητα υλοποίησης”.
Η αξιολόγηση
Σε αυτό το πλαίσιο, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εξηγεί, γιατί η δέσμευση των Κυβερνήσεων που εφάρμοσαν τα Προγράμματα Δημοσιονομικής Προσαρμογής απέτυχαν στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων. “Τα χρονικά περιθώρια που δόθηκαν για την καθιέρωση και την υλοποίηση του νέου συστήματος αξιολόγησης των υπαλλήλων για το σύνολο της δημόσιας διοίκησης ήταν 11 μήνες, ενώ συγκριτική μελέτη του ΟΟΣΑ/SIGMA για τα συστήματα δημόσιας διοίκησης σε έξι χώρες της Ε.Ε. επισήμαινε ότι το βέλτιστο διάστημα για την προετοιμασία τέτοιων μεταρρυθμίσεων κυμαινόταν μεταξύ 1,5 και 3 ετών”, αναφέρει η σχετική έκθεση.
Ελλιπές νομοθετικό πλαίσιο
“Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν υποβλήθηκαν σε καμία αξιολόγηση κατά τη διάρκεια του δεύτερου Προγράμματος” επισημαίνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και σημειώνει πως, “στο τρίτο πρόγραμμα προβλεπόταν νέος όρος, ο οποίος απαιτούσε συγκεκριμένα τη νομοθετική θέσπιση νέου σύγχρονου συστήματος αξιολόγησης των επιδόσεων εντός τετραμήνου (έως τον Νοέμβριο του 2015)”. “Ο βασικός νόμος ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2016, αλλά χρειάστηκε η θέσπιση πρόσθετης παράγωγης νομοθεσίας έως τον Ιούνιο του 2016 (επτά μήνες αργότερα). Η πρώτη αξιολόγηση επρόκειτο να διενεργηθεί τον Ιούνιο του 2017, ήτοι σχεδόν δύο χρόνια μετά την έναρξη του τρίτου προγράμματος”, υπογραμμίζει.
Οι αποχωρήσεις
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο αριθμός των εργαζομένων στη Δημόσια Διοίκηση μειώθηκε κατά περισσότερους από 225.000 στο διάστημα 2009 – 2015. Σε αυτόν τον αριθμό περιλαμβάνονται και οι συνταξιοδοτήσεις. Ειδικά για την περίοδο 2011-2015, η μείωση των απασχολούμενων στο Δημόσιο ήταν 150.000 με βάση την εφαρμογή του κανόνα μία πρόσληψη για κάθε 5 αποχωρήσεις.
“Ο στόχος της μείωσης της συνολικής απασχόλησης στον δημόσιο τομέα επετεύχθη το 2013, ήτοι δύο χρόνια νωρίτερα από τις αρχικές προβλέψεις, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του κανόνα ‘μία πρόσληψη ανά πέντε αποχωρήσεις’ για τις νέες προσλήψεις, της μείωσης της απασχόλησης συμβασιούχων υπαλλήλων και των προγραμμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης”, αναφέρεται στην έκθεση. Ενώ, ειδική αναφορά γίνεται στις 15.000 απολύσεις του 2014 από το Δημόσιο. Πρόκειται για τους απολυθέντες δημοτικούς αστυνομικούς, σχολικούς φύλακες, εκπαιδευτικούς κ.λπ.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο εκφράζει τη γνώμη ότι, “αυτοί θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από άλλους, των οποίων τα προσόντα ανταποκρίνονταν καλύτερα στις ανάγκες της διοίκησης”.
Οι περικοπές
Τέλος, σε επίπεδο περικοπών, η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου αναφέρει ότι, το ετήσιο κόστος απασχόλησης στο Δημόσιο μειώθηκε κατά 37,9%, που αντιστοιχεί σε 9,6 δισ. ευρώ για το διάστημα 2009-2015. Έως το 2015, το επίπεδο των μισθών του Δημοσίου ευθυγραμμίστηκε με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Δηλαδή, αντιστοιχεί στο 9% έναντι 9,1% του ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπ’ όψιν η συρρίκνωση του ΑΕΠ για την Ελλάδα των χρόνων της δημοσιονομικής προσαρμογής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου