oaednews

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

Αγάπη σε κουτί


Γράφει η συνάδελφος  Δήμητρα  Πισκοπάνη, 
 Αναδημοσίευση από bookpress.gr

Ο κος Τσάρλυ, ο γιατρός εργασίας, ήταν ένα ανδροειδές με τη φάτσα του Τζορτζ Κλούνεϊ, δημοφιλή σταρ του προηγούμενου αιώνα. Ήταν πολύ όμορφος και η Αλίκη θα ήθελε να κάνει κάτι μαζί του, αν δεν ήταν αντίθετο με την πολιτική της εταιρείας το σεξ ανάμεσα σε υπαλλήλους. Επίσης, εδώ και ώρα πρόσεξε ότι το χρώμα στο αριστερό του μάγουλο είχε ξεθωριάσει, μάλλον γιατί το χτύπαγε ο ήλιος από το παράθυρο του γραφείου του. Αυτό τη ξενέρωσε λίγο.
Της χαμογέλασε γοητευτικά δίνοντάς της τη συνταγή. Δεν είχε κάτι σοβαρό, της συνέστησε βιταμίνες και τουλάχιστον εικοσάλεπτη άσκηση τρεις φορές στο ωράριό της. Η απόδοσή της είχε πέσει τον τελευταίο μήνα και οι ανώτεροί της ανησύχησαν με τα συμπτώματά της – το σώμα της κρύωνε απότομα και τα μέλη της μούδιαζαν ανεξήγητα. Με τον ανταγωνισμό που υπήρχε με τα ανδροειδή, δούλευε σχεδόν δεκατέσσερις ώρες τη μέρα. Πριν φύγει ο κος Τσάρλυ της είπε: «Φοβάμαι ότι δεν θα ανέβουν γρήγορα οι δείχτες σου. Δεν μπορώ να στο γράψω, θεωρώ όμως ότι έχεις ανεπάρκεια σε αγάπη». Σούφρωσε λίγο τα χείλη της ειρωνικά αλλά ευτυχώς ο κος Τσάρλυ δεν αντιλαμβανόταν τέτοια πράγματα. Με τα δεδομένα της παγκόσμιας ιατρικής καταχωρημένα στο σκληρό τους δίσκο, οι διαγνώσεις τους συνήθως ήταν σωστές, αλλά καταντούσε πια κλισέ – το ίδιο έλεγαν κάθε φορά που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν κάποιο από τα συμπτώματα των ανθρώπων. Η Αλίκη ένιωσε πάντως ανακουφισμένη. Πόσο δύσκολο θα ήταν να βρει αγάπη;
Μάλλον αρκετά δύσκολο. Το κατάλαβε από το πρώτο πολυκατάστημα που μπήκε. Είχε ξεχάσει τελείως ότι ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Αυτό εξηγούσε τα συμπτώματα ανεπάρκειας. Στα ταμεία η ουρά ήταν τεράστια, κόσμος έμπαινε και έβγαινε συνέχεια κρατώντας κουτιά και σακούλες με δώρα. Η Αλίκη δεν χασομέρησε να τους χαζέψει όπως έκανε παλιά. Είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι κάποιοι τα είχαν όλα, λεφτά, οικογένεια και τη δυνατότητα για αυθεντικά συναισθήματα, και κάποιοι, όπως αυτή, θα έπρεπε να τα αγοράσουν. Πήγε λοιπόν κατευθείαν στο τμήμα ΑΠΟΘΗΚΕΥΜΕΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ. Τα περισσότερα ράφια είχαν αδειάσει από συσκευές. Και το είδος που έψαχνε ήταν πανάκριβο ή είχε τελειώσει. Είχανε μείνει μόνο προϊόντα από μακρινούς συγγενείς και ήξερε ότι η επίδρασή τους κρατούσε λίγο, δεν άξιζε το κόπο να αγοράσει τρία ή τέσσερα από αυτά.
Τα πιο ακριβά τα είχαν τοποθετήσει στο τμήμα στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας. Η «Αγάπη μητέρας στο νεογέννητο μωρό της», η «Εφηβική αγάπη» και κάποια ακόμη στα οποία η Αλίκη δεν έδωσε σημασία γιατί το βλέμμα της είχε πέσει στο πρώτο. Ήταν το πιο μεγάλο, μια ορθογώνια επιφάνεια αφής στις διαστάσεις ενός ανθρώπινου σώματος. Μπορούσες να ακουμπήσεις ολόκληρο το κορμί σου εκεί, το μάγουλο, το στήθος, τα χέρια, τη κοιλιά, τα πόδια, να σταθείς για όση ώρα ήθελες, και αμέσως γέμιζες θέρμη, το μυαλό σου άδειαζε, η καρδιά σου κτυπούσε ήρεμα, ένοιωθες προστατευμένος και ασφαλής. Η τιμή του όμως ήταν απλησίαστη. Η Αλίκη σκέφτοταν πως αυτά τα ακριβά προϊόντα άξιζαν, βέβαια, τα λεφτά τους, η επίδρασή τους διαρκούσε για μέρες μετά, σε έκαναν να χαμογελάς και να έχεις ενέργεια, να προγραμματίζεις το μέλλον, τα βράδια ονειρευόσουνα αμμουδερές παραλίες ή λιβάδια ή κι αυτή δεν ήξερε τι άλλο. Αλλά η ίδια ήταν απένταρη. Για άλλη μια φορά βλαστήμησε τη μητέρα της που όλα τα χρήματα που πήρε από την αποθήκευση των δικών της συναισθημάτων τα είχε ξοδέψει από δω και από κει. Αν της έπαιρνε δώρο θα ήταν κάτι μικρό. Και φτηνό.
Ήξερε ότι δεν είχε νόημα να μείνει παραπάνω εδώ αν ήθελε να προλάβει να γυρίσει σπίτι της πριν από τη βραδινή φιέστα. Στις οκτώ, ο δήμαρχος θα σήμανε την έναρξης της γιορτής. Διαφημιζόταν παντού επί τρεις μήνες τώρα, όσο χρόνο δηλαδή η αντιπολίτευση φώναζε για λεφτά που είχαν αλόγιστα σπαταληθεί. Η πόλη θα έκλεινε τις πύλες της μέχρι τα μεσάνυχτα. Θα γινόταν πανζουρλισμός στους δρόμους, οικογένειες ή παρέες θα προσπαθούσαν να φτάσουν στο σημείο που ξεκινούσε η φιέστα, αν ήσουν μόνος σου θα σε ποδοπατούσαν κυριολεκτικά. Η Αλίκη δοκίμασε τρία ακόμη μαγαζιά αλλά η εικόνα και εκεί ήταν απογοητευτική. Χαμηλής ποιότητας συναισθήματα, αμφίβολης προέλευσης, δεν ήθελε να αγοράσει κάτι και να μετανιώσει μετά. Η μόνη άλλη λύση θα ήταν το Χωριό Εκτός Πόλης, είχε ένα σωρό εκπτωτικά καταστήματα αλλά η απόσταση ήταν τεράστια. Έξαφνα θυμήθηκε το μαγαζί κοντά στις Πύλες. Είχε πράγματα παλαιότερων χρόνων, ακόμη και του προηγούμενου αιώνα, αλλά αν ήταν τυχερή θα έβρισκε κάτι σε καλή ποιότητα και οικονομικό.
***
Από την πρώτη στιγμή που μπήκε μέσα μετάνιωσε για την ιδέα της. Το μέρος δεν είχε αλλάξει καθόλου. Αλλά το πρόβλημα ήταν ακριβώς αυτό. Οι ιδιοκτήτες –ένα ζευγάρι μεσόκοπων τρανς– το άνοιγαν προφανώς πλέον μια φορά το χρόνο μόνο και μόνο για να τσεπώσουν χρήματα από χαζούς σαν κι αυτή που δεν είχαν μεριμνήσει νωρίτερα να εφοδιαστούν με τα απαραίτητα για τις Γιορτές. Μύριζε κλεισούρα, τα περισσότερα προϊόντα είχαν αράχνες, τα σελοφάν στις άκρες του περιτυλίγματος είχαν φθαρεί. Το τσιμεντένιο πάτωμα δεν είχε σκουπιστεί και η σκόνη απορροφούσε τον ήχο των βημάτων. Εκτός από τους ιδιοκτήτες που κάθονταν και οι δυο στην είσοδο μπροστά στο ταμείο, δεν ήξερε αν ήταν μόνη ή πόσοι άλλοι ήταν εκεί σ' αυτόν το χώρο, με τα αμέτρητα μικρά χωρίσματα που δημιουργούσαν οι όρθιες στοίβες των προϊόντων. Περπατούσε προσεκτικά ανάμεσά τους χαζεύοντας τους τίτλους τους, προσπαθώντας να μαντέψει αν κάποιο από αυτά θα έκανε τη δουλειά για την οποία το ήθελε.
Ήταν ένας παράξενος κόσμος όλα αυτά που έβλεπε, τα περισσότερα συναισθήματα δεν τα καταλάβαινε, αν και ήξερε ότι υπήρχαν κάποτε άνθρωποι που τα είχαν νιώσει. Τα μεγέθη των συσκευών ήταν όλα μικρά, γιατί στα πρώτα μοντέλα η επιφάνεια αφής ήταν στο μέγεθος παλάμης. Το φως ήταν λιγοστό και διάβαζε με δυσκολία τα κουτιά συσκευασίας. «Χαρά – οκτάχρονο αγόρι παίζει στο δρόμο με φίλους», «Ελπίδα – άνθρωποι γιορτάζουν τη λήξη του πολέμου», «Ευτυχία – ζευγάρι συναντιέται κάτω από τη βροχή», «Ηδονή – γυναίκα τρώει σοκολατένια τούρτα», «Προσμονή – φίλοι βγάζουν εισιτήριο σε ταινία στον κινηματογράφο».
Όσο πιο βαθιά προχωρούσε τόσο όσα διάβαζε της φαίνονταν λιγότερο γνωστά. Κι όμως αυτός ο κόσμος, ο μη αληθινός, ο φυλαγμένος σε μικρά ψηφιακά κουτιά ζωντάνευε μέσα της και την έκανε να τρέμει χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί. Είχε πια φτάσει σε ένα σημείο του μαγαζιού που δεν φαινόταν να υπάρχει κανένας άλλος. Αποφάσισε να δοκιμάσει κάποιο – αν δεν της άρεσε θα το παρατούσε εκεί ανοιχτό. Διάλεξε τυχαία ένα που βρήκε μπροστά της, τα γράμματα είχαν ξεθωριάσει, έλεγε μόνο «…δεκαεξάχρονο κορίτσι ακούει μουσική». Αφαίρεσε τη συσκευασία και ακούμπησε το χέρι της στην επιφάνεια αφής του. Ακουγόταν ένα τραγούδι σιγανά: «Τα περασμένα Χριστούγεννα σου έδωσα την καρδιά μου, αλλά την επόμενη κιόλας μέρα εσύ την πρόδωσες. Αυτή τη χρονιά θα γλιτώσω απ’ τα δάκρυα, θα την δώσω σε κάποιον ξεχωριστό». Το είχε ξανακούσει το τραγούδι – τους στίχους δεν τους καταλάβαινε απόλυτα. Κι όμως, το σώμα της σαν να τέντωσε και μάκρυνε ξαφνικά, τα πόδια της αλάφρυναν. Της ερχόταν να το ψιθυρίσει, ήταν εύκολος ρυθμός, το ψιθύρισε κιόλας, θα πήγαινε σε ένα πάρτι, θα ήτανε όλη η τάξη, θα φορούσε κάτι ροζ που της έδωσε η μεγάλη της αδερφή, θα έβαζε λιπ-γκλος, είχε αγωνία, δεν είχε κοιμηθεί το μεσημέρι, θα ήταν όμορφη το βράδυ;
Η Αλίκη σήκωσε απότομα το χέρι της από την επιφάνεια. Πέρασαν λίγα λεπτά ώσπου να καταλαγιάσουν οι χτύποι της καρδιάς της. Θα ήταν ωραίο να το έπαιρνε, αν και δεν είχε ιδέα τι συναίσθημα ήταν. Κοίταξε την τιμή του. Τα λεφτά δεν της έφταναν να αγοράσει κι άλλη συσκευή. Αν δεν έβρισκε όμως αυτό που αναζητούσε, θα είχε τουλάχιστον τούτη εδώ. Κοίταξε γύρω της. Δεν φαινόταν κανείς. Με μια γρήγορη κίνηση έχωσε τη συσκευή στην αριστερή μεριά μέσα από το πανωφόρι της. Σε αυτό το αχούρι αποκλείεται να υπήρχαν μέτρα ασφαλείας. Με προσοχή έφτασε ώς την έξοδο. Από το ζευγάρι ήταν μόνο η μία πίσω από το ταμείο. Την κοίταξε χαμογελαστή. Είχε όρεξη για κουβέντα: «Δεν χάνεται ποτέ η ομορφιά όταν την έχουμε ζήσει, έτσι χρυσό μου;». Της χαμογέλασε συγκαταβατικά και προχώρησε ψύχραιμα. Μόλις βγήκε ακούστηκε εκκωφαντικός ο θόρυβος του συναγερμού. Άρχισε να τρέχει σα τρελή.
Έτρεχε προς την έξοδο της πόλης, τα μηνίγγια της κτυπούσαν, τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Η ιδιοκτήτρια την είχε πάρει στο κατόπι της αλλά τα στενά της ρούχα την εμπόδιζαν να τρέξει γρήγορα. Σε κάποιο σημείο πίστευε ότι την έχασε. Στάθηκε να ξαποστάσει. Η ανάσα της είχε κοπεί. Αμφέβαλε αν μπορούσε να συνεχίσει. Κοίταξε τις πύλες της πόλης που έκλειναν σιγά- σιγά. Είχε πάει οχτώ η ώρα. Δεν θα προλάβαινε πια να αγοράσει τίποτα. Το λεωφορείο για το Χωριό Εκτός Πόλης θα περνούσε σε λίγα λεπτά από τη στάση έξω από τις πύλες.
Το ατύχημα συνέβη ακριβώς μπροστά της αλλά η Αλίκη ούτε που του έδωσε σημασία – είχε ξαναβρεί την ανάσα της και σκεφτόταν ποιο δρόμο να πάρει για το σπίτι της. Οι οδηγοί ήταν όλοι νευρικοί και ένα φορτηγό έπεσε σε ένα αυτοκίνητο. Η κίνηση σταμάτησε, οι πύλες έμειναν μισάνοιχτες. Άκουσε τότε τις φωνές και των δύο ιδιοκτητών πίσω της. Την είχαν εντοπίσει και κατευθύνονταν προς το μέρος της. Ξανάρχισε να τρέχει. Φοβόταν ότι θα σωριαζόταν αλλά έβλεπε τις πύλες να ξανακλείνουν και ήξερε ότι ήταν η μόνη της ευκαιρία. Το λεωφορείο έπαιρνε την τελευταία στροφή πριν από τη στάση, οι φωνές πίσω της δυνάμωναν, το χώρισμα ανάμεσα στις δυο μεγάλες θύρες γινόταν όλο και πιο μικρό. Το στήθος της ακούμπησε ξυστά το σίδερο της βαριάς πύλης πριν βγει ξέπνοη έξω.
***
Είχε περάσει ήδη μισή ώρα χαζεύοντας τα προϊόντα στο πρώτο μαγαζί που βρήκε στο Χωριό. Περιδιάβαινε ανόρεχτα, κοιτάζοντας αφηρημένα τους τίτλους των συσκευών. Όχι ότι δεν θα μπορούσε να αγοράσει κάτι. Ήταν όλα μόλις πέρσι αποθηκευμένα και υπήρχε σχετική ποικιλία. Απλώς η ίδια δεν είχε όρεξη να διαλέξει. Μάλλον ήταν κουρασμένη – και πείναγε. Το βλέμμα της έπεσε σε μια συσκευή με την εικόνα μιας οικογένειας γύρω από ένα πλούσια στρωμένο τραπέζι – λεγόταν «Αγάπη - Οικογενειακή Γιορτή». Το πήρε στα χέρια της και το περιεργάστηκε αναποφάσιστα.
«Καλύτερα μην το πάρεις. Έχει παρενέργειες που δεν μπορείς να φανταστείς. Και δεν εννοώ τη βαρυστομαχιά». Της είχε μιλήσει ένας πελάτης που στεκόταν λίγο πιο πέρα. Η Αλίκη του έριξε μια βιαστική ματιά. Ήταν ένας ψηλός νεαρός, περίπου στην ηλικία της.
«Δεν λένε ποτέ τις παρενέργειες. Θα πρέπει με νόμο να τους υποχρεώσουνε». Σήκωσε τους ώμους του. «Δεν θα το κάνουν ούτε τον επόμενο αιώνα».
«Και τι πρόβλημα έχει αυτό εδώ;» Η Αλίκη κοίταξε φευγαλέα τα μάτια του· ήταν σκούρα, καστανά ή μαύρα, με πυκνές βλεφαρίδες, είχε λίγο σκυμμένο το κεφάλι και την κοιτούσε μέσα από αυτές, και το βλέμμα του ήταν σαν να έλεγε και κάτι ακόμη, μόνο σε αυτή, λίγο αστείο.
«Στην αρχή είναι καλά – έχει ενέργεια, χαρά. Μετά αρχίζει και μειώνεται. Είναι κάπως άβολα, έχει αισθήματα θυμού ή πίκρας – πολύ συγκεχυμένα, δεν βγάζεις νόημα».
Συνέχισε να της μιλάει σοβαρά, όμως, εκείνη ένιωθε ξαφνικά τις άκρες των χειλιών της έτοιμες να ανηφορίσουν σ’ ένα χαμόγελο. Απόρησε με την αντίδρασή της. Άκουγε όσα έλεγε αλλά δεν τα καταλάβαινε – μήπως υπήρχε μια καινούργια εφαρμογή για ανθρώπους που να προκαλεί τέτοια συναισθήματα; Ξαφνικά ζεσταινόταν πολύ. Η καρδιά της κτυπούσε και ανέπνεε γρήγορα. Βγήκε βιαστικά από το μαγαζί και κάθισε έξω σε ένα παγκάκι προσπαθώντας να συνέλθει. Ο νεαρός βγήκε κι εκείνος μετά από αυτή. Στάθηκε όρθιος λίγο μακριά της στο δρόμο. Έκανε μερικά βήματα και μετά στεκόταν και της έριχνε κλεφτές ματιές.
Έπιασε δυνατή βροχή. Ο νεαρός δεν έφευγε. Έμενε όρθιος εκεί στο δρόμο, η βροχή του μούσκευε τα μαλλιά, το μπουφάν, τα πόδια του τσαλαβουτούσαν σε ρυάκια. Ήταν χαζός, πρέπει να ήταν τελείως χαζός, σκεφτόταν η Αλίκη. Εκείνη δεν την έπιανε η βροχή γιατί στεκόταν κάτω από στέγαστρο. Μετακινήθηκε λίγο αφήνοντάς του χώρο στο παγκάκι. Έκατσαν δίπλα δίπλα κοιτάζοντας πέρα από τη βροχή την πόλη που ακόμη γιόρταζε. Χιλιάδες πυροτεχνήματα εκρήγνυνταν στον ουρανό ολόγυρα από την κεντρική πλατεία, ένα τεράστιο πολύχρωμο στεφάνι, ο ήχος τους όμως δεν έφτανε σ’ αυτούς, γιατί μόνο η βροχή ακουγότανε που δυνάμωνε ολοένα.
Info
Η Δήμητρα Πισκοπάνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Αθηνών. Έχει γράψει σενάρια μικρού μήκους, μικρά πεζογραφήματα και ποιήματα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου