Εν Πειραιεί 13 Απριλίου 1892: Η «επανάστασις» των υφαντριών
«Τύλιξε γρήγορα τα μαλλιά της πλεξίδα γύρω από το κεφάλι, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της από το πήλινο κανάτι κι έπιασε μάνι-μάνι να κάνει τις δουλειές. Ό,τι προλάβει, όπως πάντα και πιο βιαστικά ακόμα.
…Από τότε που δούλευε στο εργοστάσιο, ούτε στην αυλή δεν προλάβαινε να καθίσει, ούτε μια κουβέντα ν’ αλλάξει με τις γειτόνισσές της. Έφευγε νύχτα ακόμα. Να ΄ναι μπροστά στην πόρτα του Ρετσίνα πριν χαράξει. Να πιάσει έγκαιρα δουλειά. Τα λεφτά που έπαιρνε ήταν λίγα, 80 λεπτά για κάθε τόπι πανί που ύφαινε κι αυτά τις πιο πολλές φορές λειψά, αφού όλο και κάποια δικαιολογία εύρισκε ο επιστάτης να της κρατήσει για πρόστιμο τα Σαββατόβραδα που πληρωνότανε το βδομαδιάτικο». (Ίρις Αυδή-Καλκάνη: Εκείνο το πρωί-Πειραιάς 1892. Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα)
Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα έγινε στις 13 Απριλίου 1892 από τις υφάντριες του δεύτερου εργοστασίου υφαντουργίας των αδελφών Ρετσίνα στον Πειραιά. Ελάχιστα είναι γνωστά γι αυτό το ιστορικό γεγονός. Οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής δεν ασχολήθηκαν και σε όσες, λίγες, έγινε μια μικρή αναφορά δεν δίνουν πληροφορίες για την έκβαση της πρώτης αυτής κινητοποίησης που έμελλε να γραφτεί στην ιστορία. Δεν γνωρίζει κανείς αν η απεργία στέφθηκε με επιτυχία. Τα λιγοστά στοιχεία που αντλούνται από τον Τύπο της εποχής, οδηγούν στο συμπέρασμα πως αυτή η απεργία που αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του εργατικού κινήματος της χώρας -γιατί ήταν η πρώτη μαζική κινητοποίηση εργατριών- έγινε αυθόρμητα και ανοργάνωτα, όταν ο εργοδότης αποφάσισε να μειώσει κατά 20% την μικρή αμοιβή που έπαιρναν και που δεν έφτανε ούτε για τη συντήρησή τους.
Τα εργοστάσια Ρετσίνα
«Μην πεις κακό για φαμπρικού γιατί ΄ναι αμαρτία
γιατί την τρώει ο πάγκος της και η ορθοστασία».
Ό,τι απέμεινε σήμερα είναι τα ερείπια του εργοστασίου Ρετσίνα, που μένουν περιφρονημένα και καταδικασμένα στη λήθη. Πεζοί, φορτηγά, ΙΧ, προσπερνούν καθημερινά και ούτε ως υποψία περνάει από το μυαλό των περαστικών πως αυτά τα ερείπια, λίγα μέτρα από τη λεωφόρο Θηβών, πριν από 150 χρόνια ξύπνησαν τις ελπίδες δεκάδων απεγνωσμένων, εργατικών οικογενειών του Πειραιά που πάλευαν πενόμενες για να συντηρηθούν.
Το 1871 οι αδελφοί Θεόδωρος, Αλέξανδρος και Δημήτριος Ρετσίνας, που έχουν τις ρίζες τους στην Πελοπόννησο, ιδρύουν το πρώτο τους εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας στον Πειραιά με την επωνυμία «Αδελφοί Ρετσίνα». Στην περιοχή της Λεύκας λειτουργεί νηματουργείο με 5.000 ατράκτους και ατμομηχανή 60 ίππων. Τα χρόνια που ακολούθησαν δημιουργείται υφαντήριο και βαφείο και στις αρχές της δεκαετίας του 1890, η επιχείρηση Ρετσίνα διαθέτει πέντε εργοστάσια στον Πειραιά, με 2.000 εργάτες και εργάτριες. Με την ανατολή του 20ού αιώνα η επιχείρηση Ρετσίνα είναι η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας και χιλιάδες εργατών και εργατριών από όλες τις συνοικίες του Πειραιά εργάζονται στα εργοστάσια της. Η οικογενειακή επιχείρηση που έχει αναπτυχθεί σε υφαντουργία βαμβακερών υφασμάτων, γνωστών με το όνομα «ρετσίνες» γίνεται η σημαντικότερη των Βαλκανίων.
Πριν την ίδρυση της κλωστοϋφαντουργίας των Αδελφών Ρετσίνα, τα υφάσματα ήταν πανάκριβα, καθώς εισάγονταν από την Ευρώπη. Οι ρετσίνες λοιπόν, τα υφάσματα του Ρετσίνα, γίνονται περιζήτητα. Είναι χαρακτηριστικό της υψηλής ζήτησης των υφασμάτων του Ρετσίνα, σκίτσο του Θέμη Άννινου που απεικονίζει τον Χαρίλαο Τρικούπη να φοράει ελληνικά τσαρούχια και να είναι ντυμένος με τις «ρετσίνες».
Η οικογένεια Ρετσίνα την εποχή αυτή κυριαρχεί στην οικονομική και πολιτική ζωή του Πειραιά. Ο Θεόδωρος Ρετσίνας εκλέγεται δήμαρχος της πόλης και στη συνέχεια βουλευτής με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη.
Οι εργάτριες της εποχής ξεκινούν να δουλεύουν στα 10 με 12 τους χρόνια, εργάζονται 12 με 14 ώρες την ημέρα και πληρώνονται με το μισό ή και ακόμα πιο κάτω, από το μεροκάματο που λαμβάνουν οι άνδρες. Στον Πειραιά, έχουν ήδη φθάσει μαζικά Κρητικοί που δημιουργούν κάτω από τον λόφο της Καστέλας, τη συνοικία «Κρητικά». Οι κρητικοπούλες, με παράδοση στην υφαντική τέχνη, δεν δυσκολεύονται να βρουν εργασία στα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας του Πειραιά. Το ίδιο και οι γυναίκες που καταφθάνουν στον Πειραιά από την Ανατολή, μέσω των νησιών, ψάχνοντας μεροκάματα. Πενόμενοι εργάτες και εργάτριες ελληνικής εθνικότητας από την Κωνσταντινούπολη και από άλλα μέρη της Ανατολής έχουν μεταναστεύσει στον Πειραιά για εργασία. Οι εργάτριες, προφανώς λόγω της παράδοσης της Ανατολής στην υφαντική τέχνη, τοποθετούνται στα κλωστήρια και υφαντήρια.
Το εργοστάσιο Ρετσίνα έμελλε και πρώτος υποδοχέας γυναικών εργαζομένων και πεδίο της πρώτης απεργία εργατριών στην Ελλάδα.
Η θέση της εργάτριας στην Ελλάδα του 1890
Τον Μάιο του 1894, η εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα άρθρο με τον τίτλο «Ο εργατικός κόσμος εν Ελλάδι-Οι φαμπρικούδες». Το δημοσίευμα αυτό δίνει την εικόνα και τις συνθήκες για την εργάτρια της εποχής. Μαθαίνουμε ότι στα υφαντουργεία ξεκινούν εργασία ακόμη και κορίτσια οκτώ, εννιά και δέκα ετών, γυναίκες χλωμές, ρακένδυτες, εξαθλιωμένες που βγήκαν στην παραγωγή για να επιβιώσουν και με μεροκάματα στο μισό ή στο ένα τρίτο από αυτά που έπαιρναν οι άνδρες.
Εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»
Αθήνα Σάββατο 14 Μαΐου 1894 αριθμός 4405
«Εις τας υπωρείας του Σταυρού, όπου εκτείνονται τα Υδραιϊκά, κάτω από την Καστέλλα, όπου είναι τα Κρητικά, εις το χωριό του Μελετόπουλου και εις τα Καμίνια, ένθα ανεγείρονται τα εργοστάσια, εκεί κατοικεί η φαμπρικού. Το κορίτσι, που πάει στη φάμπρικα, η μεσόκοπη δουλεύτρα, που έμεινε χήρα και εργάζεται να θρέψη τα ορφανά ή δια να συμπληρώσει την προίκα της θυγατρός της, οι περισσότεραις από την Ύδρα και τας Σπέτσαις, από τον Πόρον και την Σαντορίνην, καμμιά φορά από τα χωριά της Αττικής και από την Κούλουρην. Έχει όλων των ηλικιών. Έχει κορίτσια οκτώ ετών και εννιά ετών και δέκα ετών. Έχει κοπέλας εις την τελειοτέραν ακμή της νεανικής ηλικίας και του σφρίγους της ζωής, δέκα οκτώ έως είκοσι τεσσάρων ετών, έχει και γεροντοκόραις και μεσόκοπαις και γρηαίς. Αλλ’ ο κυριαρχών τύπος είναι της νεανικής ηλικίας από τα δέκα εξ έως τα είκοσι δύο»
Η εφημερίδα “Ακρόπολις” έδινε στους αναγνώστες με μεγάλη γλαφυρότητα την εικόνα της εργάτριας:
«…Αληθής εικών εργατρίας είνε της δυστυχούς εκείνης νεανίδος που διαβαίνει εκεί πτωχικά ενδεδυμένη, πολλάκις δε ρακένδυτος και με μπαλώματα, που αν έχει υποδήματα θα είναι καταφαγωμένα από τους δρόμους τους μακρυνούς, αλλά συνήθως δεν έχει και σούρνεται με τας εμβάδας της αναιμικής»,
«…Και όταν βγαίνουν από το εργοστάσιον του Φαλήρου και αναρριχώνται επί των εκεί βραχώδων λόφων δια να γλυτώσουν δρόμον, και όταν διέρχωνται τας μαυρισμένας στενωπούς των Καμινίων και τας κονιορτοβρεθείς λεωφόρους και όταν εδώ στην Αθήνα σχολούν από το εργοστάσιον του Πυρρή ή την πρωίαν όταν πηγαίνουν εις τα εργοστάσια και εκεί υπό τους επικλινείς υψηλούς από ψευδάργυρον θόλους ίστανται προ των ατμηλάτων ιστών εν τω εκκωφαντικών και εκνευριστικών βόμβων των περιφερόμενων τελαμόνων, υπό τον οξύν κρότον της σιδηράς σαϊτας, μέσα εις το πανδαιμόνιον αυτό, που και το συνδιαλέγεσθαι είναι αδύνατον, όπου η άμιλλα περί του ποία θα υφάνη, περισσότερον διπλασιάζει τους κόπους παντού και πάντοτε θα τα ιδήτε να καμπουριάζουν επωδύνως, με το κιτρινόλευκον χρώμα της αναιμίας, με το βαθυκίτρινον της χρόνιας χλωρώσεων, νευρασθενικάς, υστερικάς, φυματιώσας. Νευρασθένειαι δε, φυματιώσεις και υστερισμοί κατά τας παρατηρήσεις των εν Πειραιεί ιατρών υπερπλεονάζουν δυσαλόγως προς τον αριθμόν των εργατίδων. Και όλα αυτά κατά την ομόφωνον γνώμην γων ιδίων εκ της ελεεινής διαίτης, την οποίαν κάμνουν οι εργάτιδές μας».
Είναι εντυπωσιακό ότι η «Ακρόπολις» δεν παραλείπει να παραθέσει στο πρωτοσέλιδο αυτό άρθρο της για τις «φαρμπρικούδες» και τη μαρτυρία του ίδιου του Θεόδωρου Ρετσίνα, που τότε ήταν και δήμαρχος Πειραιά αλλά και να τον επικρίνει διότι «δεν ηθέλησε να πρωτοστατήσει εις το εργατικό ζήτημα» αν και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να κάνει «αγνώριστη» την πόλη.
«Είνε χαρακτηριστικώτατον κάτι που μας αφηγήθησαν, ότι ο Δήμαρχος Πειραιώς κ. Θ. Ρετσίνας και μεγαλοεργοστασιάρχης περιέλθων τα Χριστούγεννα τας οικογενείας των εργατών έφριξε, λέγει, δια την ένδειαν και τας κρατούσας συνθήκας της διαίτης! Ποιαί είναι αι συνθήκαι αυταί νομίζομεν ότι δεν υφίσταται ανάγκη μακρών και εμπεριστατωμένων περιγραφών δια να το αντεληφθήτε και το εννοήσετε. Θα ήτο κοινοτοπία του τελευταίου είδους να σας είπωμεν ότι κατοικούν εις τρώγλας ανηλίους, τρία και τέσσαρα άτομα εις το αυτό δωμάτιον, πατέρας, μητέρα, τεκνία, αδελφοί και αδελφαί κοιμώνται επί του αυτού επιπέδου και κατά την αυτήν γραμμήν, να οφραίνωνται τον βούρκον, που ρέει εν τω μέσω της αυλής, να μην καθαρίζωνται, να μη πλένωνται. Και ενώ τοιαύται υπήρξαν αι εντυπώσεις του κ. Ρετσίνα και συγκινηθείς διένειμε 4,000 δρ. εις τα ενδεή ταύτα πλήθη, χριστιανικώτατα φερόμενος, η φιλανθρωπία του δεν προέβη περαιτέρω ατυχώς και αυτός που εποιήσιν εντός ολιγίστου χρονικού διαστήματος την πόλιν, ης προϊσταται, αγνώριστον δι έργων καλλωπιστικών και δι έργων της απολύτου ανάγκης, δεν ηθέλησε να πρωτοστατήση εις το εργατικόν ζήτημα, να βελτιώση την θέσιν των εργατών του, να τακτοποιήση αυτούς εις ανθρωπινωτέραν τάξιν, ρυθμίζων τα της διαίτης αυτών εντός και εκτός των εργοστασίων, μεριμνών περί ιδρύσεως εργατικών θεραπευτηρίων, αφού μάλιστα ως προς το τελευταίον τούτο γνωρίζει κάλλιον παντός άλλου, ότι το Ζάνειον νοσοκομείον είνε εκάστοτε υπερπληρωμένον από ξένους. Διότι η καλή θέλησις δεν λείπει από τον κ Ρετσίναν και απόδειξις τα μεγάλα αυτού και του αδελφού του εργοστάσια, τα αχανή ταύτα ιδρύματα, πρότυπα ευρωπαϊκών εργοστασίων με τα τελειότερα μηχανήματα, την μεθοδικότέραν κατάταξιν και τας χιλιάδας των εργατών και εργατίδων, που απορεί κανείς και εξίσταται ομολογουμένως, πότε έφθασαν εις τοιαύτην πρόοδον και ακμήν».
Σημαντικά είναι τα στοιχεία που αντλούμε και για τις αμοιβές στα εργοστάσια της εποχής, από το άρθρο της εφημερίδας «Ακρόπολις»:
«Το ημερομίσθιον κατά γενικό κανόνα το είπομεν εις τα προηγούμενα και κατά μέσον όρον δεν φθάνει πέραν των 2 δραχμών. Είναι τώρα και ημερομίσθια των 3 δρχ. και άλλα που υπερβαίνουν το ποσόν τούτο. Αι υφάντριαι λόγου χάριν, η εργαλειούδες, όπως αποκαλούνται, φθάνει να κερδίζουν και τρεις και τρεις ήμισυ και τέσσαραις εργαζόμεναι κατ αποκοπήν με το τόκι. Αλλ αυταί δεν είνε αι περισσότεραι απέναντι του ολικού αριθμού των εργατίδων. Έπειτα η άμιλλα περί του ποια να κάμη μεγαλύτερον αριθμόν πήχεων τας εξαντλεί προώρως. Έχουν δε οι δυστυχισμέναις αυταίς εξαιρετικώς το μαρτύριον των υστερισμών, της αναιμίας και της χλωρώσεως ένεκεν της διαρκούς ορθοστασίας και του παραγομένου εκ της κινήσεως των μηχανημάτων θορύβου, ο οποίος εξάπτει το νευρικόν των σύστημα. Κα οι πνεύμονές των ευκολώτερον προσβάλλονται εκ φυματιώσεων δια το αναπνέειν μολυσμένον και δηλητηριώδη αέρα. Αλλά και μεταξύ αυτών ακόμη των τοιαύταις υφισταμένων ο μέσος όρος του ημερομισθίου ουδέποτε υπερβαίνει τας 3 δρχ».
«…Αι καλαμούδες, που δουλεύουν εις το κλωστήριον, αι δυάστραις και ανεμούδες, αυταί που αποτελούν τον μέγαν αριθμόν, την πλειονότητα δυστυχούν, φθίνουν, μικραίνονται. Τα ημερομίσθια αρχίζουν από τα 80 λεπτά και μόλις προσεγγίζουν το δίδραχμον. Και όμως δια το φόρεμα της δουλειάς, το οποίον αγοράζει εκ του εργοστασίου και όπερ φθείρεται ταχέως και λαδώνεται και μουντζουρώνεται θέλει 8 δρχ αντίτιμον μόνον του υφάσματος προς 1 δρχ τον πήχυν, υπό τον όρον πάλιν να το κάνει στενόν ως σάβανον, διότι για να φοράη ένα φόρεμα της προκοπής και να κινήται ελευθέρως 10 πήχεις δεν της φθάνουν, οπότε η δαπάνη ανέρχεται εις 10 δρχ. Για να φάει το μεσιμέρι θέλει το ολιγώτερον 50 λεπτά, για να φάη το βράδυ βεβαίως θα θέλη περισσότερα. Αλλ αι άλλαι ανάγκαι; Να παπουτσωθεί, να πληρώση ενοίκιον, να έχη ένα φόρεμα εορτάσιμον, να ανταποκριθή εις άλλα έκτακτα περιστατικά της ζωής; Ελάτε να βρήτε λογαριασμόν».
Η Καλλιρόη Παρρέν
Στην Ελλάδα οι πρώτες φωνές διαμαρτυρίας, προκειμένου να θεσπισθούν προστατευτικοί νόμοι για την εργάτρια, προέρχονται από γυναίκες διανοούμενες που ανήκουν στην αστική τάξη. Η διευθύντρια του περιοδικού «Εφημερίς των Κυριών» Καλλιρρόη Παρρέν ζητεί το 1890 να καθορισθούν με νόμο οι ώρες εργασίας των γυναικών.
Την εικόνα της εργάτριας εκείνης της εποχής πέτυχε να διατηρήσει ζωντανή η Καλλιρόη Παρρέν μέσα από την Εφημερίδα των Κυριών. Το εβδομαδιαίο περιοδικό της, που το 1892 έρχεται δεύτερο σε κυκλοφορία από τα εβδομαδιαία έντυπα, με πρώτο τον «Ρωμηό» του Σουρή, είναι η σημαντικότερη πηγή γνώσης για την πραγματική κατάσταση των γυναικών και είναι το έντυπο που παίρνει σαφή θέση για το δίκαιο της απεργίας των εργατριών του Ρετσίνα τον Απρίλιο του 1892.
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΚΥΡΙΩΝ
Απεργία εργατριών εν Πειραιεί
«Περί τας 60 εκ των εργαζομένων γυναικών εις το εν Πειραιεί Νηματουργείον των αδελφών Ρετσίνα, ενήργησαν απεργία άμα ως εγένετο αυταίς γνωστόν, ότι ηλαττώθη το ημερομίσθιόν των. Αι απεργήσασαι ανηνέχθησαν εις την διεύθυνσιν του καταστήματος, ζητούσαι τη διόρθωσιν του αδίκου τούτου μέτρου.
Εν εποχή καθ΄ην πάντα τα τρόφιμα και λοιπά είδη της απολύτου ανάγκης έχουσιν υπερτιμηθεί, φρονούμεν, ότι έδει να αυξηθεί το ημερομίσθιον των πτωχών εργατίδων, αίτινες δι΄όλης της ημέρας εργαζόμεναι, μόλις πορίζονται τον επιούσιον άρτον, πλουτίζοντες ολονέν δια του ιδρώτος αυτών τα βαλάντια των εργοστασιαρχών».
«Εφημερίς» 14 Απριλίου 1892
Απεργία εργατριών
«Χθες την πρωίαν περί τα 50 κοράσια ανήκοντα εις το δεύτερον εργοστάσιον των αδελφών Ρετσίνα συνελθόντα κατά την Λάκκαν Βάβουλα εν Πειραιεί συνεφώνησαν ν΄απόσχουν της εργασίας των. Αίτιον της απεργίας των αυτής ην ότι δι΄έκαστον τόπι πανίου, ενώ μέχρι τούδε επληρώνοντο προς 80 λεπτά τους ανηγγέλθη ότι εις το εξής θα πληρώνονται μόνον 65. Αι εργάτριαι εκείθεν μετέβησαν εν σώματι εις την διεύθυνσιν του εργοστασίου, όπως υποβάλωσι τα παράπονά των».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ: Ρεπορτάζ: Κατερίνα Βλαχοδήμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου