Οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που έχουν συντελεστεί, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχουν σημαντικά επηρεαστεί από τις αντιπληθωριστικές και ανεργιοφόρες πολιτικές προσαρμογής στα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παράλληλα, οι ελλειμματικές προϋποθέσεις του ενιαίου νομίσματος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η στρατηγική ένταξης της ευρωπαϊκής οικονομίας στον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας της παγκοσμιοποίησης ανέδειξαν αντιλήψεις και προβληματισμούς, αλλά και την επιβολή από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο (πολιτικό, γραφειοκρατικό, τεχνοκρατικό) πολιτικών μετάβασης από τον δυτικοευρωπαϊκό τύπο (μοντέλο Ρηνανίας) στον αγγλοσαξονικό τύπο καπιταλισμού ή και της σύνθεσής τους.
Κινητήρια δύναμη αυτής της μετάβασης καθώς και της ένταξης στις «απαιτήσεις» της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της αλλαγής παραδείγματος, αποτέλεσε στην Ευρωπαϊκή Ενωση η στρατηγική «σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας με αποσταθεροποίηση της εργασίας», αποτυπώνοντας ουσιαστικά τον τίτλο του Μ. Αlbert: Καπιταλισμός εναντίον Καπιταλισμού, με την εφαρμογή των «διαρθρωτικών αλλαγών» στην εκπαίδευση, την απασχόληση, τις εργασιακές σχέσεις, τα εισοδήματα, τις κοινωνικές δαπάνες, την κοινωνική ασφάλιση και τα συστήματα υγείας, προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες βελτίωσης του επιπέδου ανταγωνιστικότητας στα κράτη-μέλη.
Το νέο χαρακτηριστικό στοιχείο της αλλαγής παραδείγματος στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης αποτέλεσε η βαθμιαία τάση μετατροπής του διεθνούς οικονομικού και κοινωνικού σχηματισμού από αθροιστικό σε ακέραιο, όπου στην περίπτωση συγκρότησης της «ακέραιης οντότητας» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αναδείχθηκε, κυρίως, σε όρους τεχνο-ηγεμονικούς και λιγότερο σε όρους πολιτικούς, δημοκρατικούς και κοινωνικο-οικονομικούς.
Ουσιαστικά, η συντελούμενη αλλαγή παραδείγματος αποτέλεσε τη νεοφιλελεύθερη πρόταση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στην Ευρώπη και στα κράτη-μέλη, με κυρίαρχα συστατικά στοιχεία την κατάργηση των ρυθμίσεων στην οικονομία και την κοινωνία, με την εγκαθίδρυση των συνθηκών απελευθέρωσης των αγορών κεφαλαίου, εργασίας και προϊόντων.
Παράλληλα, συρρικνώνεται σταδιακά το εύρος του κράτους-πρόνοιας και η συλλογικότητα μετεξελίσσεται σε ατομικότητα τόσο στη σφαίρα της οικονομίας όσο, ιδιαίτερα, στη σφαίρα της εργασίας και της κοινωνικής προστασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην πορεία αυτή, των τριών τελευταίων δεκαετιών, επικυριαρχίας του οικονομιστικού επί του πολιτικού και του κοινωνικο-οικονομικού στοιχείου της αναπαραγωγής, οι «συμβολισμοί» της ρύθμισης, της διαπραγμάτευσης, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, του κράτους-πρόνοιας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της πλήρους απασχόλησης, της υγείας για όλους κ.λπ., μετεξελίχθηκαν στους «συμβολισμούς» της ατομικής ευθύνης, της ατομικής σύμβασης, της ιδιωτικής ασφάλισης και υγείας, της απασχολησιμότητας, της ευέλικτης και προσωρινής απασχόλησης, της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, της αδήλωτης απασχόλησης... κ.λπ.
Ιδιαίτερα μετά το 2010, η οικονομική κρίση και ύφεση στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης επιτάχυνε, με διαφοροποιήσεις, τη θεσμοποιημένη αποδόμηση της εργασίας, σε βαθμό που να δημιουργούνται συνθήκες σοβαρής ρήξης της οικονομίας με την εργασία, με τη σταδιακή περιθωριοποίηση των εργαζομένων και ευρύτερα της κοινωνίας από τις φάσεις της αρχικής και δευτερογενούς κατανομής των πόρων, ανατρέποντας έτσι τη σχετική ισορροπία των παραγωγικών δυνάμεων στους χώρους εργασίας με τη χρησιμοποίηση και της ρομποτικής, του αυτοματισμού και της τεχνητής νοημοσύνης.
Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα η εφαρμογή των τριών μνημονίων ύφεσης και λιτότητας επιτάχυνε, μεταξύ των άλλων, τη ρήξη οικονομίας και εργασίας με την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και τις ασκούμενες πολιτικές λιτότητας, την αύξηση της ανεργίας στο επίπεδο του 28,5% (2013), τη διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, την αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού (35,7%) που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της φτώχειας, τη μείωση των μισθών (2010-2016) κατά 40% και τη μείωση των συντάξεων (2010-2016) κατά τουλάχιστον 50%.
Η παρατηρούμενη μείωση της ανεργίας (22,6%, γ’ τρίμηνο 2016) αξίζει να σημειωθεί ότι οφείλεται περισσότερο στη ραγδαία αύξηση της ευέλικτης απασχόλησης, αφού οι έξι στις δέκα προσλήψεις αναφέρονται στη μερική και την εκ περιτροπής απασχόληση.
Παράλληλα, 130.000 εργαζόμενοι αμείβονται μηνιαίως με 100 ευρώ και 220.000 εργαζόμενοι αμείβονται μηνιαίως με 200-400 ευρώ, ενώ 30% των εργαζομένων είναι αδήλωτοι και ανασφάλιστοι.
Η απασχόληση βρίσκεται σε επίπεδο (50,8%) το οποίο είναι 10% χαμηλότερο από αυτό του 2008. Το ίδιο, η απασχόληση (34,3%) της ομάδας ηλικιών 55-64 ετών αποτελεί το χαμηλότερο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ενώ το επίπεδο των μακροχρόνια ανέργων (18,3%), από 3,7% που ήταν το 2008, είναι το υψηλότερο της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Επιπλέον, η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών αντιστοιχεί στο 44,2% των ανέργων (γ’ τρίμηνο 2016), ενώ το 26,1% των νέων ηλικίας 20-24 ετών δεν σπουδάζει, δεν εργάζεται και δεν εκπαιδεύεται με αποτέλεσμα να κινδυνέψουν στο μέλλον από τη μακροχρόνια ανεργία.
Με άλλα λόγια, η μη επιδείνωση της ρήξης που έχει επέλθει, ιδιαίτερα την τελευταία επταετία, στην Ελλάδα, μεταξύ οικονομίας και εργασίας, προϋποθέτει βραχυπρόθεσμα την κοινωνικο-διαπραγματευτική σύζευξη οικονομίας και εργασίας και μεσο-μακροπρόθεσμα απαιτεί την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, προκειμένου, εκτός των άλλων κατηγοριών ανεργίας, να απορροφηθεί το υψηλό ποσοστό των νέων ανέργων, των εκτός εκπαίδευσης, εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων καθώς και των μακροχρόνια ανέργων.
Παράλληλα, στη συνταξιοδοτική προστασία της εργασίας η αλλαγή παραδείγματος με τη ρήξη οικονομίας και εργασίας μετατοπίζει το κέντρο βάρους του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από το διανεμητικό (συλλογικό) στο κεφαλαιοποιητικό ή στο υπερ-κεφαλαιοποιητικό (σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης-ατομικοί λογαριασμοί) στην κύρια και την επικουρική ασφάλιση.
Ετσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται το κοινωνικο-ασφαλιστικό δικαίωμα σε ατομική απόδοση, κατευθύνοντας παράλληλα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στις αποδόσεις και στις κρίσεις των κεφαλαιαγορών με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται ως προς την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων.
* ομότ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου,
** υποψ. διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου