oaednews

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Μια εξαιρετική κριτική του Διονύση Μαρίνου για το βιβλίο του Συναδέλφου Νίκου Γύφτουλα "Κήπος της Γης Θνητής"

Αιφνίδιες ταυτίσεις. Πώς από ένα βιβλίο καταλήγεις να σκέφτεσαι για το Τάγμα των Τραπιστών Μοναχών. Για όσους δεν γνωρίζουν: κάποιοι τους ονομάζουν και Λευκούς Μοναχούς και όχι μόνο για τα άμφια λευκού χρώματος που φέρουν. Θα τους βρει κανείς στην Ισπανία, στο Βέλγιο και σε άλλα σημεία της Ευρώπης και έλκουν την καταγωγή τους από τον μακρινό δέκατο έκτο αιώνα και δημιουργήθηκαν ως παρακλάδι, κατόπιν απόσχισης, των Σιστερσιανών Μοναχών. Αυτοί λοιπόν οι λευκοντυμένοι μοναχοί δεν προσπαθούν να πείσουν κανέναν να δεχθεί το δόγμα τους ή να τους ακολουθήσει στον μονήρη και μοναστικό τους βίο. Στην πραγματικότητα, η ευγλωττία τους αγγίζει τα όρια της αφωνίας. Δεν μιλούν καθόλου, η ομιλία τους παράγεται διά της απουσίας. Η νοηματοδότηση της ύπαρξής τους καθίσταται υπαρκτή μέσω της αλαλίας. Είναι κάτι σαν κιβώτια φωνής που ποτέ δεν ανοίγουν. Το ότι δεν ανοίγουν δεν σημαίνει ότι η φωνή τους δεν υπάρχει. Ίσως υπάρχει περισσότερο από τους άλλους που διαθέτουν πλέρια ικανότητα λόγου.
«Ο κήπος της γης θνητής» του Νίκου Γύφτουλα, σελ. 64, Εκδόσεις Poema
Κάπως έτσι συμβαίνει και στο βιβλίο του Νίκου Γύφτουλα. Το ολιγοσέλιδο βιβλίο του χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος, με περιεχόμενα εντός παρενθέσεως, αριθμεί μια σελίδα – λευκή. Είναι και αυτή ένας τραπιστής μοναχός. Μια λευκή νύχτα. Στέκει ασάλευτη εν τη απουσία λόγου, αλλά πολλαπλά δονούμενη από εκείνα που υπονοεί. Σε αντίθεση με το δεύτερο μέρος που βρίθει ιστοριών, κι όμως ο συγγραφέας προτιμάει να το επιγράψει: δεύτερο μέρος δίχως περιεχόμενα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως όλο τούτο είναι μια ενδιαφέρουσα εκκεντρικότητα του Γύφτουλα για να τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να παίξει ένα κρυπτικό παιχνίδι μαζί τους, να τον εμβάλλει εξ αρχής σε μια ιδιόμορφη συνθήκη ύπαρξης-απουσίας, κενού και περιεχομένου, υφιστάμενου πλαισίου,  αλλά και απροσδιόριστων ορίων.
Έχοντας διαβάσει μπρος και πίσω τη συλλογή τούτων των ιστοριών, έχω την εδραία αίσθηση πως αυτή η συνθήκη είναι κάτι παραπάνω από μια λογοτεχνική περφόρμανς και καθίσταται μια δήλωση προθέσεων του συγγραφέα. Ό,τι διαλάμπει εν τη απουσία του, εμφανίζεται ωσάν σκιά στις παρουσίες. Τουτέστιν, στις ιστορίες που ακολουθούν θα βρει κανείς τις απουσίες που στο πρώτο μέρος, στο κενό μέρος, υπάρχουν ως δυνητικές παρουσίες – εν τη απουσία τους.
Το τεχνούργημα του Γύφτουλα είναι είκοσι επτά ιστορίες, σχεδόν μικρής έκτασης, ακαριαίες, υψηλής έντασης, αλλά και μέγιστης λιτότητας, αλλά πάνω από όλα είναι μια ιδιάζουσα ματιά στους ήρωες, τους τόπους, τα διαδραματιζόμενα. Πρόσωπα, γεγονότα και εικόνες διαμορφώνουν εν ταυτώ μια άλλη όψη αυτού που ονομάζουν πραγματική πραγματικότητα. Είναι ονερική η γραφή του; Καταφεύγει στην ευκολία της καταγραφής μιας άλογης συνείδησης που βρίσκεται σε κατάσταση καταληψίας; Όχι, ακόμη και όταν το πρόπλασμα των ιστοριών του είναι ο ρεαλισμός, η πρόθεσή του είναι να δει τι υπάρχει κάτω από το χαλί, κάτω από την αχλή των πραγμάτων, πέρα από τους περιορισμούς του αισθητού. Άρα, και πάλι στόχος του είναι να κυκλώσει το άρρητο, το μη πραγματοποιημένο, εκείνο που θάλλει αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα – τη σκιά μιας σκιάς.
Οι ιστορίες του κινούνται μέσα σε ένα ιερατικό ημίφως ακόμη και όταν στο κάδρο φαίνονται ολοκάθαρα τα σωματικά ανίερα. Ίσως γι’ αυτό και είναι σύμφυτη με την ανέλιξη της ιστορίας, της όποιας ιστορίας, μια ευκρινής και διάχυτη ποιητική αίσθηση. Κάτι που ενδεχόμενα δεν έχει να κάνει μόνο με τις λογοτεχνικές καταβολές ή επιλογές του συγγραφέα, αλλά και με την γωνία που αντικρίζει το τοπίο των θεμάτων του.
Η ποίηση είναι ότι μένει όταν αποχωρεί η πνιγηρή πραγματικότητα. Είναι η αποθέωση και υπογείωση ταυτοχρόνως, ο απαραίτητος ψυχολογικός ελιγμός, είναι η επανεφεύρεση του εαυτού ως άλλος ίδιος. Συνήθως, τα πεζοποίηματα ή άλλως πως τα πεζά που φέρουν μια αίσθηση ποιητικής φιλοδοξίας καταλήγουν να πέφτουν στην παγίδα της πόζας, του σολιψισμού, του περίκλειστου κυκλώματος που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να εισβάλει στον πυρήνα τους, πολύ απλά διότι ο γράφων δεν επιθυμεί να θραύσει τούτο τον πυρήνα. Εδώ, όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα σύμμεικτο είδος. Υπάρχουν ιστορίες που ακολουθούν, με λιτότητα πάντα και μετρημένη θερμοκρασία, την μικροιστορία των ηρώων μέσα σε ένα ρεαλιστικό ντύμα που όμως δεν είναι αρραγές. Δεν είναι φωτογραφικό της πραγματικότητας, δεν αποζητάει την ταύτιση μέσω του εμπειρισμού. Ακόμη και σε αυτά τα, ας πούμε, πιο ρεαλιστικά κείμενα, το ύφασμα ξηλώνεται από μια καθηλωτική λεπτομέρεια που σε πρώτη ανάγνωση δεν είναι ορατή κι όμως υπάρχει υποδορίως του κειμένου και είναι αυτή που έχει ανατρέψει το σκηνικό.
Το αυτό, αλλά από την αντίθετη πλευρά, συμβαίνει με τα συνειρμικά, άσαρκα, σχεδόν ονειρικά κείμενα του βιβλίου όπου οι συμβολισμοί, οι κυματισμοί της διάθεσης, και η τελικότητα των ιστοριών έρχεται να δεχθεί ενισχύσεις, πάλι όχι εύκολα κατανοητές, από σπίθες αδιάγνωστων ρεαλιστικών πηγών. Τι είναι λοιπόν αυτά τα κείμενα;
Πεζά που θέλουν να γίνουν ποιήματα; Ποιήματα που ρέπουν προς την πεζογραφία; Σίγουρα δεν είναι πεζολογήματα. Δεν έχουν δηλαδή το χρώμα της σύγχυσης. Θα έλεγε κανείς πως κάποια από αυτά, ίσως τα πλέον πειραματικά και πειραγμένα, αξίζουν μόνο και για την επιζήτηση του κάλλους που φέρουν, είναι αυτοσχεδιαστικά στην πυκνότητά τους και γενναιόδωρα αυταπατούν τον αναγνώστη. Ουσιαστικά του δίνουν το δικαίωμα να στροβιλιστεί σε προτάσεις ποιητικής αξίας, οι οποίες ακόμη και μόνες τους, δίχως το υπόλοιπο «corpus» της ιστορίας, θα μπορούσαν να σταθούν ως στίχοι μινιατούρες.
Από τη βιαιότητα του έρωτα –αγοραίου και μη- που φέρνει στο νου τον Ιωάννου και τον Ταχτσή, έως τους ρεμβασμούς ενός ναρκομανή που έχει κακό τέλος όπως και το άλογο που παρατηρεί και από την ερωτική αυταπάτη ενός εργάτη με το όνομα Πούλιακοφ, έως τη διαψευσμένη ερωτική μελαγχολία μιας καθαρίστριας και την παραλυτική σαγήνη που νιώθει μια γυναίκα που βλέπει την κοιμισμένη πλάτη του άνδρα της, ο Γύφτουλας γράφει με μιαν επινοητικότητα ακούραστη.
Οι ήρωές του δεν είναι αποτέλεσμα συγγραφικής σύμβασης:  χάρτινοι και επινοημένοι. Τουναντίον. Ο τρόπος που τους διαχειρίζεται ακολουθεί τον κανόνα της αναλογίας και της προοπτικής. Στη δική του περίπτωση η αναλογία εξαχνώνεται προς χάριν της προοπτικής. Ακόμη και όταν λειτουργεί ως λεπταίσθητος χειρουργός, ουσιαστικά σου δίνει την αίσθηση της μακροσκοπίας. Κοιτάζει τα ανθρώπινα από το ύψος των ανθρώπινων. Όπως και τη γη από το βάθος που έχει. Το θνητό της χώμα.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου που όμως δείχνει να έχει μαθητεύσει σε κείμενα και σε λέξεις σημαντικών διαστάσεων. Στην περίπτωσή του ισχύει αυτό που έλεγε ο συγγραφέας Αλμπέρτο Μέντεζ «είμαι ένας ποιητής δίχως στίχους». 

2 σχόλια:

  1. Ένα αριστούργημα γεννήθηκε και αρχίζει να απλώνεται και να αγαπιέται από τον κόσμο . Πολλά συγχαρητήρια συνάδελφε μας και καλή συνέχεια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συνάδελφε το διάβασα και ειναι πραγματικά εξαιρετικό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή