Με διαφορά πολλών δεκαετιών μεταξύ τους, τρεις σπουδαίοι φιλόσοφοι ξεδιπλώνουν το νήμα της ιστορίας, σε τρεις διαφορετικές στιγμές της για τους πρόσφυγες του κόσμουΜε διαφορά πολλών δεκαετιών μεταξύ τους, τρεις σπουδαίοι φιλόσοφοι ξεδιπλώνουν το νήμα της ιστορίας, σε τρεις διαφορετικές στιγμές της και συνθέτουν το ιδεολογικό υπόβαθρο και τα δομικά χαρακτηριστικά της σημερινής ευρωπαϊκής δυστοπίας, μίας Ευρώπης ανέτοιμης να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς αποτελεσματικά τη μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Μετά και τις πρόσφατες αποφάσεις ευρωπαϊκών χωρών να κλείσουν τα σύνορά τους για να «διαφυλάξουν την ασφάλειά τους» και την πρόταση Βέλγων κυβερνητικών για τοποθέτηση «διακριτικού σήματος» στους πρόσφυγες, τα δοκίμια των Χάνα Άρεντ, Τζόρτζιο Αγκάμπεν και Έντζο Τραβέρσο είναι σήμερα πιο επίκαιρα από ποτέ.
Η Άρεντ, γεννημένη από κοσμική γερμανο-εβραική οικογένεια και αυτοεξόριστη η ίδια από τη Γερμανία στη Γαλλία και από εκεί στην Αμερική, γράφει το 1943, ένα οργισμένο κείμενο σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό, θέτοντας ξανά το θεμελιακό στοιχείο της σκέψης της, δηλαδή τη διαχείριση της ανθρώπινης πολλότητας, του πλουραλιστικού χαρακτήρα των ανθρωπίνων όντων και τη δυναμική της ελευθερίας τους μέσα σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Μη γελαστούμε. Το κείμενο της Άρεντ δεν μιλά απλώς για τους πρόσφυγες. Για την ακρίβεια σιχαίνεται αυτόν τον χαρακτηρισμό, θεωρώντας ότι αναδεικνύει την απομόνωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
«Κατά πρώτο λόγο, δεν μας αρέσει να μας αποκαλούνε «πρόσφυγες».Εμείς μεταξύ μας αποκαλούμαστε «νεοφερμένοι» ή «μετανάστες». Οι εφημερίδες μας είναι εφημερίδες για «γερμανόφωνους Αμερικανούς»· και απ' όσο ξέρω, τα άτομα που διώχθηκαν από τον Χίτλερ δεν έχουν ιδρύσει και ουδέποτε ιδρύσανε κάποιον σύλλογο που ο τίτλος του να υποδηλώνει ότι τα μέλη του ήταν «πρόσφυγες». Πρόσφυγας ήταν το άτομο που αναγκαζότανε να αναζητήσει άσυλο εξαιτίας κάποιας πράξης που διέπραξε ή εξαιτίας κάποιας πολιτικής άποψης που είχε. Λοιπόν, είναι αλήθεια ότι αναζητούμε άσυλο· αλλά δεν έχουμε διαπράξει καμία πράξη και οι περισσότεροι από εμάς ποτέ δεν ονειρεύτηκαν να έχουν κάποια ριζοσπαστική πολιτική άποψη. Με εμάς το νόημα του όρου πρόσφυγας έχει αλλάξει. Τώρα «πρόσφυγες» είναι εκείνοι από εμάς που ήταν τόσο άτυχοι ώστε να φτάσουν σε μια καινούργια χώρα δίχως καθόλου οικονομικούς πόρους και πρέπει να βοηθηθούν από τις επιτροπές προσφύγων.»
Η Άρεντ μιλά για την ταπείνωση, για τον εξευτελισμό του ανθρώπου, για το οριακό εκείνο σημείο της σχέσης μεταξύ τεχνικού και πραγματικού στη μετάβαση από «εχθρικούς αλλοδαπούς» και «αυριανούς πολίτες». Μιλά εν τέλει για την ανθρώπινη κατάσταση σε ζοφερούς καιρούς, θέμα το οποίο την έχει απασχολήσει σχεδόν σε όλη τη βιβλιογραφία της . Έχει κάποιο νόημα η πολιτική υπό τέτοιες συνθήκες. Μπορεί η δύναμη, με τη μορφή της ισχυρής πολιτικής εξουσίας να αντιπαραταχθεί στη βία αυτής της συνθήκης;
Ο Αγκάμπεν, από την άλλη πλευρά, συνεχίζοντας τη σκέψη της Άρεντ και ταυτόχρονα επηρεασμένος από εκείνη του Φουκώ διερωτάται: «Εάν, στο σύστημα του έθνους-κράτους, ο πρόσφυγας συνιστά ένα τόσο ανησυχητικό στοιχείο, αυτό συμβαίνει πάνω απ' όλα επειδή, σπάζοντας την ταύτιση μεταξύ ανθρώπου και πολίτη, μεταξύ γέννησης και εθνικότητας, ο πρόσφυγας βυθίζει σε κρίση την πρωταρχική πλασματική εξομοίωση της κυριαρχίας. Φυσικά, μεμονωμένες εξαιρέσεις στην αρχή αυτή πάντοτε υπήρξαν· η καινοτομία της εποχής μας, που απειλεί τα ίδια τα θεμέλια του έθνους-κράτους, είναι ότι όλο και περισσότερα τμήματα της ανθρωπότητας δεν μπορούν πλέον να εκπροσωπηθούν μέσα σε αυτό. Γι' αυτό -επειδή δηλαδή ο πρόσφυγας αποδιαρθρώνει την παλαιά τριάδα κράτος/έθνος/έδαφος- αυτή η φαινομενικά περιθωριακή φιγούρα αξίζει να θεωρηθεί μάλλον ως κεντρική φιγούρα της πολιτικής μας ιστορίας. Θα ήταν καλό να μην ξεχνάμε ότι τα πρώτα στρατόπεδα στην Ευρώπη χτίστηκαν ως χώροι για τον έλεγχο των προσφύγων, και ότι η χρονική διαδοχή -στρατόπεδα εγκλεισμού, στρατόπεδα συγκέντρωσης, στρατόπεδα εξόντωσης- εκπροσωπεί μια απολύτως πραγματική σχέση καταγωγής.»
Ο Αγκάμπεν θεωρεί ότι η ταύτιση της έννοιας του πρόσφυγα με αυτήν της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων είναι παντελώς λανθασμένη. Εξίσου λανθασμένη θεωρεί την αποκλειστικότητα που καταλαμβάνει στο δημόσιο διάλογο η ταύτιση του θέματος του ασύλου με τη λύση του προβλήματος. Εδώ ο Αγκάμπεν επίσης συμφωνεί με την Άρεντ ότι είναι αναγκαία μια αναδιατύπωση των ορισμών και η αποδόμηση της κυρίαρχης πολιτικής που αντιλαμβάνεται τον πρόσφυγα σαν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που είναι de facto, δηλαδή «μια οριακή έννοια που θέτει υπό ριζική διερώτηση τις αρχές του έθνους-κράτους.»
Προάγει κατά συνέπεια μία α-εδαφική Ευρώπη-αφού ούτως ή άλλως θεωρεί ότι η Ευρώπη των εθνών είναι μία ανέφικτη και δυστοπική Ευρώπη η οποία δεν οδηγεί πουθενά-στην οποία όλοι οι κάτοικοι-πολίτες και μη πολίτες- «θα ήταν σε θέση εξόδου ή καταφυγίου, και το καθεστώς του Ευρωπαίου θα σήμαινε το «είναι εν εξόδω» (έστω και σε ακινησία, προφανώς) του πολίτη.»
Τέλος, ο νεώτερος των τριών Έντζο Τραβέρσο επικεντρώνει στη σχέση εξορίας και βίας και ερμηνευτική της επιρροής της απόστασης εξόριστων και αυτοεξόριστων διανοούμενων όπως η Χάνα Άρεντ, ο Βίκτορ Σερζ στη διαμόρφωση του έργου τους.
Το 1951, τη χρονιά που κυκλοφόρησαν Οι ρίζες του ολοκληρωτισμού, η Χάνα Άρεντ απόχτησε την αμερικάνικη υπηκοότητα. Την ίδια στιγμή που κέρδισε τη φήμη χάρι στο βιβλίο αυτό, έπαψε επίσης να είναι άπατρις και εξόριστη. Την επόμενη χρονιά, το 1952, ο Τζέιμς φυλακίστηκε στο Έλις Άιλαντ σαν «ανεπιθύμητος ξένος» (undesirable alien). Οι προσπάθειές του για απόχτηση υπηκοότητας, μετά το δεύτερο γάμο του, είχαν αποτύχει. Όντας γόνιμος μαρξιστής συγγραφέας και αντιαποικιακός αγωνιστής, δεν είχε θέση στην Αμερική του γερουσιαστή Μακάρθι. «Ήμουν ένας ξένος χωρίς άδεια μόνιμης παραμονής. Δεν είχα δικαιώματα», θα γράψει αργότερα. Μετά από αρκετούς μήνες εγκλεισμού, απελάθηκε τελικά στη Μεγάλη Βρετανία.
Ακολουθούν τρία αποσπάσματα από το βιβλίο:
“Ο άνθρωπος είναι ένα κοινωνικό ζώο και η ζωή δεν είναι εύκολη γι'αυτόν όταν κόβονται οι κοινωνικοί δεσμοί. Τα ηθικά πρότυπα τηρούνται πιο εύκολα μέσα στην δομή της κοινωνίας. Πολύ λίγα άτομα έχουν το σθένος να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους αν η κοινωνική, πολιτική τους θέση είναι εντελώς συγκεχυμένη. Μη έχοντας το κουράγιο να παλέψουμε για κάποια αλλαγή της κοινωνικής και νομικής μας θέσης, αντ'αυτού, πολλοί από εμας, έχουμε αποφασίσει να αλλάξουμε ταυτότητα. Και τούτη η περίεργη συμπεριφορά κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Η σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε είναι εν μέρει δικό μας έργο”.
HANNAH ARENDT, 1η δημοσίευση “We refugees the Memorah Journal” Ιανουάριος 1943
“Προτού ανοίξουν πάλι τα στρατόπεδα εξόντωσης στην Ευρώπη (κάτι που αρχίζει ήδη να συμβαίνει), τα έθνη-κράτη πρέπει να βρουν το θάρρος να θέσουν υπό διερώτηση την ίδια την αρχή της εγγραφής της γέννησης-και την τριάδα κράτος/έθνος/έδαφος που βασίζεται σε αυτήν. Δεν είναι εύκολο να υποδείξουμε από τώρα τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να συμβεί συγκεκριμένα κάτι τέτοιο. Είναι αρκετό εδώ να προτείνουμε μια πιθανή κατεύθυνση. Οπως είναι γνωστό, μια από τις επιλογές που εξετάζονται για τη λύση του προβλήματος της Ιερουσαλήμ είναι να γίνει η πρωτεύουσα, ταυτόχρονα και χωρίς εδαφική διαίρεση, δυο διαφορετικών κρατικών οργανισμών. Η παράδοξη κατάσταση της αμοιβαίας εξωεδαφικότητας* (ή καλύτερα α-εδαφικότητας) που αυτό θα συνεπαγόταν, θα μπορούσε να γενικευτεί ως πρότυπο νέων διεθνών σχέσεων. Αντί για δύο εθνικά κράτη που τα χωρίζουν αβέβαια και απειλητικά σύνορα, θα μπορούσαμε να φανταστούμε δύο πολιτικές κοινότητες που κατοικούν στην ίδια περιοχή και βρίσκονται σε κατάσταση εξόδου η μια προς την άλλη, οι οποίες διαρθρώνονται μεταξύ τους με μία σειρά αμοιβαίων ετεροδικιών, όπου η καθοδηγητική έννοια δεν θα ήταν πλέον το ius [δικαίωμα] του πολίτη, αλλά μάλλον το refugium [άσυλο] του ατόμου”.
GIORGIO AGAMBEN
* Στο πρωτότυπο εμφανίζεται ο όρος extraterritorialita ο οποίος από νομική άποψη σημαίνει ετεροδικία(=το δικαίωμα κάποιων προσώπων, συνήθως μελών ξένων αποστολών, να υπάγονται στο δίκαιο της χώρας καταγωγής και όχι της χώρας τοποθέτησής τους. [Σ.τ.Μ.]
“Οι εξόριστοι δεν αποτελούσαν ομοιογενή ομάδα σε πολιτισμικό, ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Συχνά δεν γνωριζόντουσαν καν και δεν συνειδητοποιούσαν τις “εκλεκτικές συγγένειές” τους. Εκείνο που τους συνέδεε ήταν η κοινή κατάσταση του πρόσφυγα, μια γεμάτη ανησυχία προσοχή για τον κόσμο που είχαν αφήσει πίσω τους και ένα παρόν σημαδεμένο από στέρηση και ανασφάλεια. Η κατάσταση του εξόριστου αντιστοιχούσε με ακρίβεια σε κάποια μοντέλα που είχε διαμορφώσει η ευρωπαϊκή κοινωνιολογία στο γύρισμα του αιώνα: στον “ξένο” (Fremde) του Γκέοργκ Ζίμελ, στη διανόηση “χωρίς δεσμούς” (freischwebend) του Καρλ Μανχαιμ και στον “εξωεδαφικό” διανοούμενο του Ζίγκφριντ Κρακάουερ. Από τη μία, ο εξόριστος είναι ο “προσκαλεσμένος που μένει” (der Gast der bleibt) ,ο “περιπλανώμενος” που τείνει να υιοθετεί κριτική προοπτική, δημιουργώντας μια γόνιμη ένταση ανάμεσα στη σκοπιά της χώρας προέλευσης κι εκείνη της χώρας υποδοχής. Από την άλλη, η διανόηση “χωρίς δεσμούς” διαμορφώνει τις απόψεις της απαλλαγμένη από τους παραδοσιακούς ταξικούς περιορισμούς”.
ENZO TRAVERSO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου