«Ξύπνα μαμά»
Ξύπνα μαμά. Φοβάμαι και κρυώνω μαμά. Και βάζει και βροχές και δυναμώνει κι ο αέρας. Έχω αφήσει πίσω τα ρούχα μου, δεν πρόλαβα να τα φορτώσω μαμά.
Έτριζε το σπίτι μας κι από το μπαλκόνι έβλεπες κύμα καταστροφής να έρχεται. Λέγαμε για πολέμους στο σχολείο και τα διάβαζα στα βιβλία και δεν φαινόταν τόσο τρομακτικό. Παίζαμε πόλεμο με τα παιδιά κάθε απόγευμα, στήναμε τα παιχνίδια μας -εκείνα που ξέχασα- και ρίχναμε το ένα πάνω στο άλλο. Γελούσαμε. Τότε γελούσαμε. Δεν ήταν παιχνίδια για παιδιά αυτά μαμά. Γιατί δεν μου τράβηξες τα παιχνίδια; Δεν είναι παιχνίδι ο πόλεμος και τα παιδιά δεν μπορούν να τον ελέγξουν, τα τρώει.
Ξύπνα μαμά. Φοβάμαι και κρυώνω μαμά. Και βάζει και βροχές και δυναμώνει κι ο αέρας. Έχω αφήσει πίσω τα ρούχα μου, δεν πρόλαβα να τα φορτώσω μαμά.
Έτριζε το σπίτι μας κι από το μπαλκόνι έβλεπες κύμα καταστροφής να έρχεται. Λέγαμε για πολέμους στο σχολείο και τα διάβαζα στα βιβλία και δεν φαινόταν τόσο τρομακτικό. Παίζαμε πόλεμο με τα παιδιά κάθε απόγευμα, στήναμε τα παιχνίδια μας -εκείνα που ξέχασα- και ρίχναμε το ένα πάνω στο άλλο. Γελούσαμε. Τότε γελούσαμε. Δεν ήταν παιχνίδια για παιδιά αυτά μαμά. Γιατί δεν μου τράβηξες τα παιχνίδια; Δεν είναι παιχνίδι ο πόλεμος και τα παιδιά δεν μπορούν να τον ελέγξουν, τα τρώει.
Τα άφησα πίσω τα παιχνίδια αυτά μαμά. Πόλεμος στον πόλεμο κι άφησα πίσω τους δικούς μου μαχητές. Έμειναν εκεί μαζί με τον μπαμπά. Φεύγοντας του είπα «Μπαμπά, σου αφήνω δυνατούς βοηθούς να σε προσέχουν». Κι εμένα μου είπε να προσέχω εσένα και την Αλίζ. Ξύπνα μαμά, ο μπαμπάς θα γυρίσει και θέλω να δει πως σε πρόσεχα.
Ξύπνα μαμά. Εδώ που ήρθαμε ο κόσμος έχει ηρεμία. Δεν μοιάζει με τον δικό μας. Μπορεί να δυναμώνει το κρύο και να μην έχουμε τοίχους να βάλουμε τα σώματά μας, μπορεί να πεινάμε λίγο παραπάνω αλλά δεν απειλούμαστε τόσο μαμά.
Ξύπνα μαμά κι έχουμε να διασχίσουμε τον σιδηροδρομικό σταθμό και δεν μπορώ να σηκώσω την Αλίζ και τις τσάντες μας, κι ο κόσμος περνάει και δεν σε σηκώνει κανείς. Τους κοιτάω στα μάτια και δεν έρχονται. Βιάζονται. Έχουν δρόμο. Έχουμε δρόμο, ξύπνα μαμά.
Όταν έβαζα τις μπλούζες μου στην πορτοκαλί μου τσάντα μου έλεγες πως δεν χάθηκε κι ο κόσμος που φεύγουμε, πως είμαστε δυνατοί, μαχητές και υπερήρωες, όπως αυτοί στα παιδικά. Μου έλεγες να μην τα βάλω κάτω κι όποτε κουραστώ να πεισμώσω μαζί μου που κουράστηκα και να παλέψω ακόμη πιο δυνατά. Τα έλεγες και δάκρυζες μαμά κι εγώ σε αγκάλιαζα διαβεβαιώνοντάς σε να μην ανησυχείς.
Ξύπνα μαμά, έχω αφήσει την Αλίζ σε μία κυρία αγκαλιά και φοβάμαι μη μας την πάρει. Ξύπνα μαμά, γιατί δεν έχω τι να της πω. Είναι μωρό και στα μωρά δεν κάνει να μαυρίσουμε τις καρδούλες τους μαμά, έτσι δεν είναι;
Άνοιξε τα μάτια σου μαμά κι έχουμε να ζήσουμε πολλά ακόμη. Τώρα φτάνουμε. Περάσαμε τα δύσκολα. Περπατήσαμε, κολυμπήσαμε, τρέξαμε. Τώρα φτάνουμε μαμά.
Χθες σε ρώτησα πότε φτάνουμε. «Σε λίγο», μου ψιθύριζες και μου χάιδευες το κεφάλι. Το ίδιο κάνω κι εγώ τώρα.
«Ξύπνα μαμά, σε λίγο φτάνουμε, το υπόσχομαι, μ’ ακούς;»
Άνοιξε τα μάτια σου, έχεις να μας δεις να μεγαλώνουμε.
Άνοιξε τα μάτια σου, έχεις να περιμένεις τον μπαμπά.
Άνοιξε τα μάτια σου, έρχεται η γαλήνη.
Ξύπνα μαμά και πες μου πως έκλεισες τα μάτια για πλάκα.
Δεν είναι αστείο, μα θα σε συγχωρήσω και θα γελάσω.
Ξύπνα μαμά,
δεν είναι όμορφοι οι άνθρωποι με τα μάτια κλειστά.
Δημιουργούνε φόβο στους γύρω μη δεν τα ξανανοίξουν.
Φοβάμαι μαμά, ξύπνα.
Το κείμενο ειναι της Σπυριδούλας Γεωργοκίτσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου