Συντάκτης:
Μαρία Καραμεσίνη*
Στο Συμβούλιο των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής της Ε.Ε. το οποίο πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, αποφασίστηκαν νέες κατευθυντήριες γραμμές για την πολιτική απασχόλησης των κρατών-μελών, πέντε χρόνια μετά την αναμόρφωση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης (ΕΣΑ) στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής «Ε.Ε. 2020».
Επίσης το Συμβούλιο ενέκρινε σύσταση για την «Ενταξη των μακροχρόνια ανέργων στην αγορά εργασίας», που υιοθετεί για τις προς αυτούς παρεχόμενες υπηρεσίες παρόμοια προσέγγιση με αυτήν της σύστασης του 2013 για τη θέσπιση «Εγγυήσεων για τη νεολαία».
Οι παραπάνω εξελίξεις ενισχύουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημόσιοι φορείς/υπηρεσίες απασχόλησης των κρατών-μελών της Ε.Ε. από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας – και ορισμένοι όπως ο ΟΑΕΔ ακόμα περισσότερο, λόγω της έντασης της οικονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της στην αγορά εργασίας καθώς και χρόνιων υστερήσεών τους στους τομείς εκείνους όπου καλούνται σήμερα να ανταποκριθούν.
Οι βασικοί στόχοι της ΕΣΑ, τόσο το 2010 όσο και σήμερα, είναι η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας, η αύξηση της συμμετοχής του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας στην αγορά εργασίας και η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού.
Για τους σκοπούς αυτούς προκρίνονται πολιτικές και μέτρα που ωθούν στην αμειβόμενη εργασία εκείνες τις πληθυσμιακές ομάδες που εμφανίζουν χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό (νέοι, γυναίκες με μικρά παιδιά, μακροχρόνια άνεργοι, ηλικιωμένοι, φτωχές οικογένειες ή κατηγορίες ανενεργών ατόμων που λαμβάνουν εισοδηματικές ενισχύσεις, π.χ. ανάπηροι, μονογονείς κ.λπ.), προωθούν την ευελιξία της αγοράς εργασίας, την επαγγελματική και γεωγραφική κινητικότητα των εργαζομένων και, παράλληλα, τη διά βίου μάθηση (κατάρτιση, επανεκπαίδευση), ώστε ο/η ευέλικτος/η και κινητικός/ή εργαζόμενος/η –το νέο πρότυπο που οφείλει να αντικαταστήσει αυτό του πλήρως και σταθερά εργαζομένου– να εξασφαλίζει γρήγορη μετάβαση από τη μία δουλειά στην άλλη, αποφεύγοντας τα μεγάλα διαστήματα ανεργίας, την υπερβολική εργασιακή επισφάλεια και υποβάθμιση και τον κίνδυνο οριστικής απομάκρυνσης από την αγορά εργασίας και περιθωριοποίησης.
Σύμφωνα με τους παραπάνω βασικούς στόχους και κατευθύνσεις της ΕΣΑ, ο νέος ρόλος των δημόσιων φορέων/υπηρεσιών απασχόλησης στις χώρες της Ε.Ε. –πέραν της εισοδηματικής ενίσχυσης των ανέργων και της επιδότησης των επιχειρήσεων για την πρόσληψη ανέργων– είναι να ενθαρρύνει, να καθοδηγεί και να διευκολύνει τις μεταβάσεις σε θέσεις μισθωτής ή ανεξάρτητης απασχόλησης όλων όσοι μπορούν να εργαστούν και δεν έχουν αμειβόμενη εργασία, είτε αυτοί λαμβάνουν επίδομα είτε όχι. Τρεις είναι οι βασικές τομές με το παρελθόν ως προς τον ρόλο των δημόσιων φορέων/υπηρεσιών απασχόλησης. Αυτοί καλούνται πλέον:
1. Να εξυπηρετούν όλους τους μη απασχολουμένους, δηλαδή όχι μόνο τους ανέργους -όπως μέχρι τώρα- αλλά και τους οικονομικά μη ενεργούς.
2. Να παρέχουν προς ανέργους και μη ενεργούς σειρά εξατομικευμένων υπηρεσιών ανάλογα με την εκτίμηση των προσωπικών αναγκών (πληροφόρηση, συμβουλευτική για αναζήτηση εργασίας, διάγνωση αναγκών εκπαίδευσης/κατάρτισης, επαγγελματικός προσανατολισμός, τοποθέτηση σε κενές θέσεις εργασίας ή σε προγράμματα απασχόλησης-κατάρτισης-κινητικότητας, ανίχνευση θέσεων εργασιακής εμπειρίας/πρακτικής άσκησης για τους νέους κ.λπ.).
3. Να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην οργάνωση του συστήματος κατάρτισης και τη διαμόρφωση των προγραμμάτων απασχόλησης, ως οι καταλληλότεροι ενδιάμεσοι κρίκοι για να φέρουν εις πέρας την προσαρμογή της παροχής υπηρεσιών και προγραμμάτων (προσφορά) στις ανάγκες των εξυπηρετούμενων πολιτών (ζήτηση).
Με αυτά τα δεδομένα, η υλοποίηση της σύστασης του Συμβουλίου περί «Εγγυήσεων για τη νεολαία» και της άρτι εγκριθείσας σύστασης για την «Ενταξη των μακροχρόνια ανέργων» προϋποθέτει την παροχή εξατομικευμένων υπηρεσιών σε όλους τους νέους που δεν απασχολούνται ούτε εκπαιδεύονται και σε όλους τους μακροχρόνια ανέργους εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από τη στιγμή που αυτοί περιέρχονται σε αυτή την κατάσταση.
Αυτό βάζει σε μεγάλη δοκιμασία τους δημόσιους φορείς/υπηρεσίες απασχόλησης.
Οσο μεγαλύτερο το ύψος της ανεργίας και της φτώχειας που αντιμετωπίζει μια χώρα, όσο πιο περιορισμένες είναι οι δαπάνες της για ενεργητικά προγράμματα αγοράς εργασίας και όσο λιγότερο είναι το ειδικευμένο προσωπικό που διαθέτει ο δημόσιος φορέας απασχόλησης της χώρας για την παροχή εξατομικευμένων υπηρεσιών τόσο μεγαλύτερη είναι η αντικειμενική αδυναμία του τελευταίου να ανταποκριθεί στον ρόλο του.
Αυτό ακριβώς ισχύει στην περίπτωση του ΟΑΕΔ που, με πολύ περιορισμένο αριθμό εργασιακών συμβούλων, θα κληθεί πολύ σύντομα να υποστηρίξει και τους δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για την εργασιακή τους ένταξη, πέραν των νέων και των μακροχρόνια ανέργων, σε συνθήκες ανεπάρκειας ευκαιριών απασχόλησης και διαθέσιμων θέσεων σε ενεργητικά προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης σε σχέση με τον όγκο της ανεργίας.
Η εξεύρεση νέων χρηματοδοτικών πόρων για την επέκταση των ενεργητικών προγραμμάτων αγοράς εργασίας και η ενίσχυση του ΟΑΕΔ με εργασιακούς συμβούλους αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να μπορέσει ο τελευταίος να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο σημερινό δύσκολο και σύνθετο εθνικό και ευρωπαϊκό περιβάλλον.
*Πρόεδρος και διοικήτρια ΟΑΕΔ, καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου