Λύση στην έλλειψη εργατικού δυναμικού, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, δίνει η γερμανική κυβέρνηση ανοίγοντας τις πόρτες της στους πρόσφυγες από τη Συρία. Απώτερος στόχος είναι να συμπληρωθούν θέσεις εργασίας σε βάθος χρόνου, δεδομένου ότι το δημογραφικό πρόβλημα της Γερμανίας είναι αρκετά οξύ. Με την ανεργία ήδη στο χαμηλό του 6,4%, ο πληθυσμός της Γερμανίας αναμένεται να έχει μειωθεί από τα 80 εκατ. φέτος στα 68 εκατ. το 2060. Παράλληλα, η δημιουργία νέων αναγκών στην οικονομία αναμένεται να ενισχύσει τη δραστηριότητα σε αρκετούς τομείς. Οι δαπάνες στέγασης για τις νέες αφίξεις εκτιμάται να κοστίσουν 5,4 δισ. ευρώ, τονώνοντας το ΑΕΠ της χώρας κατά 0,25% το επόμενο 18μήνο. Η Γερμανία έχει δεχτεί πάνω από το ένα τρίτο των 185.000 αιτήσεων για πολιτικό άσυλο που συμπληρώθηκαν το πρώτο τρίμηνο του έτους.
«Η Γερμανία αντιμετωπίζει τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα», δήλωσε ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Γενς Βάιντμαν. «Η χώρα θα επωφεληθεί από τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού, ενισχύοντας την προοπτική ανάπτυξης αλλά και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της χώρας», σχολίασε ο ίδιος. Ανάλογη στάση είχε υιοθετήσει η Γερμανία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, επιδιώκοντας να συμπληρώσει κενές θέσεις εργασίας στις εργοστασιακές μονάδες της χώρας όσο αναπτυσσόταν ραγδαία η οικονομία. Υιοθέτησε τον όρο των «επισκεπτών εργατών» ή Gastarbeiter, και δέχτηκε εργατικό δυναμικό από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία. Το καθεστώς αυτό αποτέλεσε μία από τις σημαντικές κινητήριες δυνάμεις στην ανάπτυξη της χώρας το διάστημα αυτής της περιόδου.
«Οι μετανάστες έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα και αυτό είναι ότι έχουν ισχυρά κίνητρα», παρατηρεί ο Ενζο Βέμπερ του Ινστιτούτου Ερευνών στην Απασχόληση, που χρηματοδοτείται από το κράτος και εδρεύει στη Νυρεμβέργη. Τα τελευταία 42 χρόνια, η Γερμανία δεν είχε παρουσιάσει τόσο πολλές κενές θέσεις εργασίας παρά σήμερα. H σωστή και αποδοτική ενσωμάτωση πολιτικών προσφύγων ή οικονομικών μεταναστών στη γερμανική αγορά εργασίας απαιτεί την κατάλληλη εκπαίδευση. Αν και ορισμένοι εργαζόμενοι είναι πλήρως καταρτισμένοι, «σχεδόν το 90% του συνόλου δεν έχουν την εκπαίδευση να αντικαταστήσουν άμεσα έμπειρους εργαζομένους», επισημαίνει ο Ράιμουντ Μπέκερ, μέλος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης. Πολύ συχνά, τα ωρομίσθια περιορίζονται στο ένα ευρώ, αλλά η απασχόληση δίνει ένα σκοπό και βοηθά στην προσαρμογή των πολιτικών προσφύγων.
Η περίπτωση της Χαλίμα Γκουντάλ από τη Σομαλία είναι χαρακτηριστική. Είναι κοινωνική λειτουργός και κατανοεί τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ένας νεοφερμένος ξένος στη Γερμανία. Εφθασε στην ηλικία των 15 ετών από τη Σομαλία, το 1996, χωρίς να γνωρίζει καν τη γλώσσα. Συνάντησε εμπόδια σε κάθε βήμα της, δηλαδή για την πληρωμή λογαριασμών, την εύρεση διαμερίσματος και την εγγραφή στο σχολείο. Με το τελευταίο κύμα των πολιτικών προσφύγων από τη Συρία, η κ. Γκουντάλ δημιούργησε το πρόγραμμα απασχόλησης Pfungstadt στην πόλη όπου κατοικεί, με πληθυσμό 24.000 κατοίκων και περίπου 100 πολιτικούς πρόσφυγες. «Δεν επιθυμούμε παράλληλες κοινωνίες, με Γερμανούς από τη μια πλευρά και πολιτικούς μετανάστες από την άλλη. Η Γερμανία πάντα καθοδηγούσε τους μετανάστες της για να συνεισφέρουν στην οικονομία. Τα επόμενα χρόνια, όμως, θα είναι αρκετά δύσκολα», καταλήγει η ίδια.
«Η Γερμανία αντιμετωπίζει τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα», δήλωσε ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Γενς Βάιντμαν. «Η χώρα θα επωφεληθεί από τη μετανάστευση εργατικού δυναμικού, ενισχύοντας την προοπτική ανάπτυξης αλλά και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της χώρας», σχολίασε ο ίδιος. Ανάλογη στάση είχε υιοθετήσει η Γερμανία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60, επιδιώκοντας να συμπληρώσει κενές θέσεις εργασίας στις εργοστασιακές μονάδες της χώρας όσο αναπτυσσόταν ραγδαία η οικονομία. Υιοθέτησε τον όρο των «επισκεπτών εργατών» ή Gastarbeiter, και δέχτηκε εργατικό δυναμικό από την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Γιουγκοσλαβία. Το καθεστώς αυτό αποτέλεσε μία από τις σημαντικές κινητήριες δυνάμεις στην ανάπτυξη της χώρας το διάστημα αυτής της περιόδου.
«Οι μετανάστες έχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα και αυτό είναι ότι έχουν ισχυρά κίνητρα», παρατηρεί ο Ενζο Βέμπερ του Ινστιτούτου Ερευνών στην Απασχόληση, που χρηματοδοτείται από το κράτος και εδρεύει στη Νυρεμβέργη. Τα τελευταία 42 χρόνια, η Γερμανία δεν είχε παρουσιάσει τόσο πολλές κενές θέσεις εργασίας παρά σήμερα. H σωστή και αποδοτική ενσωμάτωση πολιτικών προσφύγων ή οικονομικών μεταναστών στη γερμανική αγορά εργασίας απαιτεί την κατάλληλη εκπαίδευση. Αν και ορισμένοι εργαζόμενοι είναι πλήρως καταρτισμένοι, «σχεδόν το 90% του συνόλου δεν έχουν την εκπαίδευση να αντικαταστήσουν άμεσα έμπειρους εργαζομένους», επισημαίνει ο Ράιμουντ Μπέκερ, μέλος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης. Πολύ συχνά, τα ωρομίσθια περιορίζονται στο ένα ευρώ, αλλά η απασχόληση δίνει ένα σκοπό και βοηθά στην προσαρμογή των πολιτικών προσφύγων.
Η περίπτωση της Χαλίμα Γκουντάλ από τη Σομαλία είναι χαρακτηριστική. Είναι κοινωνική λειτουργός και κατανοεί τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ένας νεοφερμένος ξένος στη Γερμανία. Εφθασε στην ηλικία των 15 ετών από τη Σομαλία, το 1996, χωρίς να γνωρίζει καν τη γλώσσα. Συνάντησε εμπόδια σε κάθε βήμα της, δηλαδή για την πληρωμή λογαριασμών, την εύρεση διαμερίσματος και την εγγραφή στο σχολείο. Με το τελευταίο κύμα των πολιτικών προσφύγων από τη Συρία, η κ. Γκουντάλ δημιούργησε το πρόγραμμα απασχόλησης Pfungstadt στην πόλη όπου κατοικεί, με πληθυσμό 24.000 κατοίκων και περίπου 100 πολιτικούς πρόσφυγες. «Δεν επιθυμούμε παράλληλες κοινωνίες, με Γερμανούς από τη μια πλευρά και πολιτικούς μετανάστες από την άλλη. Η Γερμανία πάντα καθοδηγούσε τους μετανάστες της για να συνεισφέρουν στην οικονομία. Τα επόμενα χρόνια, όμως, θα είναι αρκετά δύσκολα», καταλήγει η ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου