Της Ελένης Παπαγεωργίου*
Οι αλλαγές που συντελούνται στις εργασιακές σχέσεις με αφορμή την οικονομική κρίση και τα Μνημόνια δεν είναι κάτι που μας εκπλήσσει.
Στην ουσία, η επίθεση του κεφαλαίου στην εργασία για την κατ' επίφαση "στήριξη της ελληνική οικονομίας" συντελείται στον ελλαδικό χώρο την τελευταία 20ετία, αν και όχι τόσο συστηματικά και εντατικοποιημένα, όπως τα τελευταία 6 χρόνια. Μέσω της εισαγωγής ποικίλων μέτρων για την αύξηση του ανταγωνισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, αναπτύσσεται η ευελιξία της εργασίας και ουσιαστικά η κατάρρευση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποτελούν πανευρωπαϊκό φαινόμενο στη συνολικότερη λογική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και κατάρρευσης της εργασίας.
Η διαδικασία επιλεκτικής υποτίμησης της εργασίας, ακόμα και πριν την κρίση, περιλαμβάνει εμφατικά τη νεολαία, παίρνοντας μεγάλες διαστάσεις στο σήμερα.
Οι νέοι άνθρωποι, οι γυναίκες και οι μετανάστες ήταν τα πρώτα θύματα της κρίσης στον τομέα της εργασίας, καθιστώντας την επισφάλεια, την ανεργία και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης κανόνα. Οι νέοι άνθρωποι ειδικά, αποτελούν πλεονάζον προσωπικό σε μια επιχείρηση υπό εκκαθάριση.
Ο κανόνας της απασχόλησης για τους νέους δομείται πάνω σε 5 άξονες: 1) ανεργία, 2)ανασφάλιστη εργασία, 3) επισφαλής και μειωμένη απασχόληση, 4) πολυαπασχόληση, 5)απασχόληση μέσω προγραμμάτων διαχείρισης της ανεργίας και μετανάστευση.
Η διόγκωση της ανεργίας στο 28%, δηλαδή 1.350.000 άνεργοι κατά το έτος 2014, αποτελεί οδυνηρή συνέπεια της κρίσης και των μνημονιακών μέτρων ανατροφοδότησης της ύφεσης. Εκτιμάται, μάλιστα, ότι το ποσοστό της πραγματικής, και όχι της στατιστικής, ανεργίας είναι υψηλότερο κατά 3, τουλάχιστον, εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τα επίσημα μεγέθη.
Αν συνυπολογισθεί και ο αριθμός όσων έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κρίσης, ο αριθμός της πραγματικής ανεργίας είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Στην κατηγορία των ανέργων, οι μακροχρόνια άνεργοι συνθέτουν την πλειοψηφία (το 75% από το 58% στην αρχή της κρίσης), ενώ στην κατηγορία των νέων ηλικίας έως 25 ετών η ανεργία εκτοξεύεται στο 60%.
Οι νέοι, η πιο δυναμική κοινωνική κατηγορία της χώρας, αντιμετωπίζουν καθημερινά τη σκληρότερη αντίφαση των πολιτικών που ασκούνται από τις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις από την έκρηξη της κρίσης. Αν και η νεολαία χαρακτηρίζεται από τη διάθεση για δημιουργία, τη δύναμη και κυρίως την ανάγκη για τον σχεδιασμό του μέλλοντός της, βλέπουμε ότι οι νέοι βουλιάζουν στην περιθωριοποίηση, αλλά και την περιφρόνηση όλων των κοινωνικών διεργασιών που τους αφορούν άμεσα. Διεργασίες στις οποίες θα μπορούσαν να συμμετέχουν δυναμικά και δημιουργικά.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, οι νέοι ωθούνται σε λύσεις όπως τα προγράμματα διαχείρισης της ανεργίας.
Τα συγκεκριμένα προγράμματα αποτέλεσαν τις επονομαζόμενες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης. Δεν αποτελούν ελληνική μνημονιακή ιδιαιτερότητα, αλλά τη βασική πολιτική για την απασχόληση, με βάση τις στρατηγικές επιλογές της Ε.Ε.
Ιδιαιτερότητα για τη χώρα όμως αποτελεί το γεγονός ότι, παρά τον διακηρυγμένο σκοπό τους ως συμπληρωματική πολιτική για την εργασία και όχι υποκατάστατό της, αναδείχθηκαν στην κύρια απάντηση για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Αυτό, λοιπόν, που επιδιώκεται μέσω της γενίκευσής τους είναι οι αλλαγές στη δομή της αγοράς εργασίας και οι μεταβολές στο κυρίαρχο πρότυπο της σχέσης μισθωτής εργασίας (παράδειγμα είναι η συρρίκνωση της πλήρους και σταθερής εργασίας και η επέκταση ευέλικτων μορφών εργασίας).
Οι παραπάνω ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και ιδίως οι επιταγές εισόδου στην αγορά εργασίας (voucher), που εφαρμόστηκαν από τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση Ν.Δ. - ΠΑΣΟΚ, δεν στόχευαν στην καταπολέμηση της ανεργίας, αλλά στη διαχείρισή της, εισάγοντας ταυτόχρονα το μοντέλο εργασίας που αντιστοιχεί στην «άνεργη ανάκαμψη» των Μνημονίων και στο μοντέλο του φτωχού εργαζόμενου (working poor) χωρίς εργασιακά δικαιώματα και δυνατότητα βιοπορισμού και αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ανταποδοτική πρόνοια
Η επέκταση των προγραμμάτων σε ευρύτερες ηλικιακές κατηγορίες 30 έως 64 αλλά και 18 έως 24 και μάλιστα με απολαβές κατώτερες του κατώτατου μισθού αποδεικνύουν πως δεν πρόκειται ούτε για προγράμματα επιμόρφωσης ούτε για προγράμματα εργασίας, αλλά για προγράμματα ανταποδοτικής κοινωνικής πρόνοιας.
Στην πράξη, η «ωφέλεια», η επιταγή εισόδου στην αγορά εργασίας (voucher), είναι διακηρυκτικά ένας συνδυασμός θεωρητικής κατάρτισης των νέων σε συγκεκριμένες ειδικότητες διάρκειας από 80 έως 120 ωρών και 4ωρης ή 6ωρης «εργασιακής εμπειρίας» για 6 μήνες.
Ο πάροχος κατάρτισης (KEK) λαμβάνει για κάθε ωφελούμενο υψηλά δυσανάλογες αμοιβές σε σχέση με τον ίδιο τον «ωφελούμενο». Στην ουσία, λοιπόν, πρόκειται για ένα μοντέλο ενοικιαζόμενου εργαζόμενου, μέσω του δανεισμού του «ωφελούμενου» από τον πάροχο κατάρτισης στην επιχείρηση - άμεσο εργοδότη. Χωρίς να καταβάλλεται μισθός, αλλά επίδομα κατάρτισης, το οποίο δίνεται σε τρεις δόσεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι η παροχή υπηρεσιών επαγγελματικής κατάρτισης απαλλάσσεται από ΦΠΑ (αρ. 22 Ν. 2859/2000), χωρίς να ισχύει το ίδιο βέβαια για το επίδομα του ωφελούμενου.
Αν και το συγκεκριμένο πρόγραμμα απευθυνόταν κατά πλειοψηφία στους αποφοίτους υποχρεωτικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αυτοί που κατά βάση συμμετέχουν και εν τέλει ενεργοποιούν τα προγράμματα αυτά, είναι το πιο εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Ενώ τα προγράμματα αυτά δεν κατάφεραν να γίνουν θέσεις εργασίας για όσους συμμετείχαν αν και αυτός διακηρυκτικά ήταν ο στόχος τους.
Αυτό ενισχύει το φαινόμενο της πολυαπασχόλησης. Ένας καινούργιος σχετικά όρος που φτιάχτηκε για να περιγράψει τη διάσταση μεταξύ του αντικειμένου σπουδών και της εργασίας. Μπορεί κάποιος να έχει σπουδάσει μια συγκεκριμένη επιστήμη, την οποία όμως, δεν μπορεί να εξασκήσει επαγγελματικά, εξαιτίας χαμηλών αμοιβών και ανεργίας στον κλάδο, οπότε και αναγκάζεται να κάνει πολλές και διαφορετικές δουλειές.
Αποτέλεσμα είναι, η νεολαία να στερείται σταθερής προοπτικής, ελεύθερου χρόνου αλλά και σε καθαρά εργασιακό επίπεδο, να αποκλείεται από τους συνδικαλιστικούς φορείς και ο εργαζόμενος να καθίσταται απροστάτευτος απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία.
Συμπερασματικά, η δική μας απάντηση στη κρίση δεν μπορεί, παρά να περνάει μέσα από την αναδιανομή εξουσιών και πόρων προς τον κόσμο της εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, συμμετέχω στη συλλογικότητα των «V for Voucheraδων» που δημιουργήθηκε απέναντι στην αυθαιρεσία των voucher και των ΚΕΚ και για το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία, για τη νεολαία, τις γυναίκες και τους μετανάστες. (...)
* Η Ελένη Παπαγεωργίου είναι εργαζόμενη σε «Προγράμματα Voucher»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου