Συντάκτης:
Σάββας Γ. Ρομπόλης*
Η καταστροφή ενός εκατ. θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, την περίοδο της ύφεσης και της λιτότητας (2010-2014), μείωσε το επίπεδο της απασχόλησης (49%, 2014) και αύξησε σημαντικά την ανεργία (27,5% το 2013, 26,5% -1.240.000 άνεργοι- το 2014), πλήττοντας, μεταξύ των άλλων ομάδων ηλικιών, τους νέους (55%, 15-24 ετών - 700.000 άτομα) και τους ηλικιωμένους ανέργους (22%, 45-64 ετών - 300.000 άτομα).
Παράλληλα, η συντελούμενη καθίζηση της παραγωγικής και τεχνολογικής βάσης της ελληνικής οικονομίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις διατήρησης της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα κατά την περίοδο της σταδιακής ανάκαμψης μετά το 2014, εκτός και εάν η καταπολέμησή της αποτελέσει τον καταλύτη της οικονομικής πολιτικής της χώρας. Κι αυτό γιατί μέσα σ’ ένα περιβάλλον αναιμικής ανάκαμψης, η δημιουργία 50.000 θέσεων εργασίας τον χρόνο θα απαιτεί ετήσια αύξηση του ΑΕΠ 3% κατά μέσο όρο.
Πιο συγκεκριμένα, σ’ ένα σενάριο (AWG 2015) ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίαςκατά μέσο όρο 1% τον χρόνο την περίοδο 2015-2050, το επίπεδο της ανεργίας από 26% το 2014 μειώνεται σε 22,1% το 2020, σε 11% το 2030, σε 10,1% το 2035 και σε 7,5% το 2050, δηλαδή όσο περίπου ήταν η ανεργία το 2008. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι με αυτά τα δεδομένα των προβλέψεων η ελληνική οικονομία θα στερείται τη δυναμική απορρόφηση του αποθέματος της ανεργίας που έχει συσσωρεύσει η παρατεταμένη ύφεση 2009-2014. Ομως αξίζει να σημειωθεί ότι μία δυναμικότερη απορρόφηση του αποθέματος της ανεργίας προϋποθέτει ενίσχυση της αύξησης του επιπέδου της ανάκαμψης με ένα επενδυτικό σοκ δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, στο πλαίσιο ενός σχεδίου ανασύστασης και ανασυγκρότησης της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αντικατάσταση της πολιτικής λιτότητας από μία οικονομική πολιτική συστολής των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής οικονομίας θα συμβάλει στην παράταση μετασχηματισμού της σ’ έναν οικονομικό σχηματισμό υψηλού κινδύνου, με χαρακτηριστικά υπανάπτυξης, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής ανασφάλειας.
Το ίδιο και με την ανεργία, όπου μετά την ύφεση κατά την περίοδο 2010-2013, τη στασιμότητα του 2014 και την αναιμική ανάκαμψη το 2015, πολύ δύσκολα θα διαμορφωθεί κάτω από το 17% (800.000 άτομα) μέχρι το 2025, καθώς αυτό το ποσοστό αποδίδεται, κατά κύριο λόγο, στα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Ετσι, για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία σε επίπεδα ανεργίας του έτους 2009 (450.000 άνεργοι, 9,5%) και να δημιουργηθούν ένα εκατομμύριο θέσεις εργασίας που χάθηκαν την περίοδο 2009-2013, θα χρειαστούν από σήμερα τουλάχιστον είκοσι χρόνια, αφού το 2035 η ανεργία εκτιμάται ότι θα είναι 10,1%.
Παράλληλα, στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας η ανεργία εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα επίπεδα του 22% (1.100.000 άνεργοι) του εργατικού δυναμικού. Κατά συνέπεια, είναι προφανές ότι τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις της ανεργίας στη χώρα μας θα μπορέσει να αναχαιτίσει η οικονομική και αναπτυξιακή πολιτική της παραγωγικής ανασυγκρότησης, αμβλύνοντας, μεταξύ των άλλων, την ισορροπία τρόμου που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική αγορά εργασίας, όπου σήμερα 1.250.000 άνεργοι αντιστοιχούν σε 1.400.000 απασχολούμενους του ιδιωτικού τομέα. Η αναγκαιότητα αυτή επιβάλλεται, εκτός των άλλων, από το γεγονός ότι στην ελληνική οικονομία έχουν πλέον εξαντληθεί οι όροι και οι προϋποθέσεις ακόμη και ορθολογικών και διαχειριστικών πολιτικών.
Ομως διαπιστώνεται, δυστυχώς, ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρώπης δεν συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός σοβαρού προβληματισμού κατανόησης της καταστροφής των θέσεων εργασίας και της αναγκαιότητας ανάκτησης του παραγωγικού ελλείμματος, τη στιγμή μάλιστα που κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες εκτιμάται ότι θα εμφανιστεί η μεγάλη σύγκρουση της εποχής μεταξύ της νέας τεχνολογίας και της εργασίας, η ισορροπία των οποίων απαιτεί, για να αποτραπεί το υψηλό επίπεδο ανεργίας, αλλαγή στη σχέση του εργάσιμου και του ελεύθερου χρόνου.
Από την άποψη αυτήν, η ύφεση κατά την περίοδο 2010-2014 στην Ελλάδα δεν σηματοδοτεί νομοτελειακά στο μέλλον τη στασιμότητα, την αποβιομηχάνιση, την καταστροφή των θέσεων εργασίας, την ανεργία, τη φτωχοποίηση ή την ασθενική ανάκαμψη, αλλά αποτελεί την απόδειξη επιδείνωσης των σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, τα οποία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει όχι η επανεμφάνιση μιας σειράς από «φούσκες» που ενίσχυαν τη ζήτηση και έκρυβαν ουσιαστικά τη στρεβλή ανάπτυξη για περισσότερο από τρεις δεκαετίες πριν από το 2010, αλλά η στρατηγική της παραγωγικής και βιομηχανικής ανασυγκρότησης, η οποία στον μετα-υφεσιακό κύκλο ανάπτυξης θα επιταχύνει, μεταξύ άλλων, τον ρυθμό μείωσης της ανεργίας.
*ομότ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου