Χριστίνα Κοψίνη
Ούτε ένα σημαντικό μέτρο δεν έχει αναληφθεί τα τελευταία χρόνια για την ανακούφιση των ανέργων μέσης και μεγάλης ηλικίας. Για το υπουργείο Εργασίας είναι σαν να μην υφίσταται ανεργία των μεσήλικων. Οι ιδιαιτερότητες των ηλικιακών ομάδων χάνονται μέσα σε οριζόντια και γενικά προγράμματα στα οποία χωράνε όλοι και όλα, αφού βασικά κριτήρια παραμένουν η απορροφητικότητα των κονδυλίων και η όπως όπως εκπλήρωση δεσμεύσεων που αναλάβαμε με το μνημόνιο, όπως το κοινωφελές πρόγραμμα, το οποίο, με τον τρόπο που γίνεται, αποτελεί μια συγκεκαλυμμένη μορφή επιδόματος. Ομως το θέμα με την ανεργία της μέσης και τρίτης ηλικίας δεν είναι μόνο κοινωνικό. Είναι και δημοσιονομικό και ασφαλιστικό, αφού όσο πλησιάζει η χώρα προς την αύξηση των συνταξιοδοτήσεων (baby booming) καθώς (με ή χωρίς κρίση) ολοκληρώνεται ο εργασιακός βίος για τις γενεές που γεννήθηκαν από το 1946 έως το 1964 τόσο θα επηρεάζεται αρνητικά και το έλλειμμα των ταμείων.
Τα στοιχεία που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια της ημερίδας που διοργάνωσε η ΟΚΕ είναι συντριπτικά για την ιδιαίτερα δυσμενή θέση που έχουν οι άνεργοι κάποιας ηλικίας. Και δεν μιλάμε για μια οποιαδήποτε ηλικιακή κατηγορία. Οι πολίτες αυτής της ηλικίας είναι το 51,8% του πληθυσμού αλλά και το 67,4% των οικονομικά μη ενεργών. Κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που παρουσίασε ο καθηγητής Σ. Ρομπόλης, οι άνεργοι σε αυτή την ηλικία είναι διπλάσιοι από τους νέους σε ηλικία ανέργους και υπολογίζονται σε 359.000 άτομα έναντι 178.000 ανέργων στις μικρότερες ηλικίες. Οι μεγαλύτεροι απορροφούν πιο δύσκολα τις επιπτώσεις από την αναγκαστική παραμονή στο σπίτι και αναγκάζονται είτε να βγουν πολύ πιο νέοι στη σύνταξη, εξαγοράζοντας ακριβά με τις οικονομίες που είχαν κάποια πλασματικά χρόνια -διακινδυνεύοντας έτσι και τη χλεύη όλων όσοι νομίζουν ότι είναι παράδεισος σήμερα η συνταξιοδότηση- ή αναζητώντας δουλειές του ποδαριού με όποιο κόστος. Διότι σε αυτή την κατηγορία των εργαζομένων ηλικίας 45-64 ετών μόλις ένα 3,2% έχει μεταπτυχιακό τίτλο και μόνο ένας στους 5 φέρει κάποιο πτυχίο Ανώτατης Σχολής. Επίσης μόνο το 30% εξ αυτών έχει μόνο απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης. Στην πλειονότητά τους είναι χαμηλών τυπικών προσόντων. Ενας στους τρεις είναι αυτοαπασχολούμενος, ενώ το ποσοστό της μισθωτής εργασίας ανέρχεται στο 54,5%. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν στην ανεργία, κι όταν γίνει αυτό, μένουν για πολύ καιρό εκτός αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 359.000 ανέργους ηλικίας 45-64 ετών το 77,6% είναι στη μακροχρόνια ανεργία. Δηλαδή βρίσκονται εκτός εργασίας για 12 ή και περισσότερους μήνες και αποτελούν το 93,6% των «παλαιών» ανέργων. Η μεγάλη πλειονότητα των ανέργων αυτής της ηλικίας έχει τα περισσότερα «ένσημα» στις κατασκευές (1 στους 5), στο εμπόριο (18%), στη μεταποίηση (15,7%).
Ούτε ένα σημαντικό μέτρο δεν έχει αναληφθεί τα τελευταία χρόνια για την ανακούφιση των ανέργων μέσης και μεγάλης ηλικίας. Για το υπουργείο Εργασίας είναι σαν να μην υφίσταται ανεργία των μεσήλικων. Οι ιδιαιτερότητες των ηλικιακών ομάδων χάνονται μέσα σε οριζόντια και γενικά προγράμματα στα οποία χωράνε όλοι και όλα, αφού βασικά κριτήρια παραμένουν η απορροφητικότητα των κονδυλίων και η όπως όπως εκπλήρωση δεσμεύσεων που αναλάβαμε με το μνημόνιο, όπως το κοινωφελές πρόγραμμα, το οποίο, με τον τρόπο που γίνεται, αποτελεί μια συγκεκαλυμμένη μορφή επιδόματος. Ομως το θέμα με την ανεργία της μέσης και τρίτης ηλικίας δεν είναι μόνο κοινωνικό. Είναι και δημοσιονομικό και ασφαλιστικό, αφού όσο πλησιάζει η χώρα προς την αύξηση των συνταξιοδοτήσεων (baby booming) καθώς (με ή χωρίς κρίση) ολοκληρώνεται ο εργασιακός βίος για τις γενεές που γεννήθηκαν από το 1946 έως το 1964 τόσο θα επηρεάζεται αρνητικά και το έλλειμμα των ταμείων.
Τα στοιχεία που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα κατά τη διάρκεια της ημερίδας που διοργάνωσε η ΟΚΕ είναι συντριπτικά για την ιδιαίτερα δυσμενή θέση που έχουν οι άνεργοι κάποιας ηλικίας. Και δεν μιλάμε για μια οποιαδήποτε ηλικιακή κατηγορία. Οι πολίτες αυτής της ηλικίας είναι το 51,8% του πληθυσμού αλλά και το 67,4% των οικονομικά μη ενεργών. Κατ’ αρχάς, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που παρουσίασε ο καθηγητής Σ. Ρομπόλης, οι άνεργοι σε αυτή την ηλικία είναι διπλάσιοι από τους νέους σε ηλικία ανέργους και υπολογίζονται σε 359.000 άτομα έναντι 178.000 ανέργων στις μικρότερες ηλικίες. Οι μεγαλύτεροι απορροφούν πιο δύσκολα τις επιπτώσεις από την αναγκαστική παραμονή στο σπίτι και αναγκάζονται είτε να βγουν πολύ πιο νέοι στη σύνταξη, εξαγοράζοντας ακριβά με τις οικονομίες που είχαν κάποια πλασματικά χρόνια -διακινδυνεύοντας έτσι και τη χλεύη όλων όσοι νομίζουν ότι είναι παράδεισος σήμερα η συνταξιοδότηση- ή αναζητώντας δουλειές του ποδαριού με όποιο κόστος. Διότι σε αυτή την κατηγορία των εργαζομένων ηλικίας 45-64 ετών μόλις ένα 3,2% έχει μεταπτυχιακό τίτλο και μόνο ένας στους 5 φέρει κάποιο πτυχίο Ανώτατης Σχολής. Επίσης μόνο το 30% εξ αυτών έχει μόνο απολυτήριο μέσης εκπαίδευσης. Στην πλειονότητά τους είναι χαμηλών τυπικών προσόντων. Ενας στους τρεις είναι αυτοαπασχολούμενος, ενώ το ποσοστό της μισθωτής εργασίας ανέρχεται στο 54,5%. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες έχουν περισσότερες πιθανότητες να βρεθούν στην ανεργία, κι όταν γίνει αυτό, μένουν για πολύ καιρό εκτός αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 359.000 ανέργους ηλικίας 45-64 ετών το 77,6% είναι στη μακροχρόνια ανεργία. Δηλαδή βρίσκονται εκτός εργασίας για 12 ή και περισσότερους μήνες και αποτελούν το 93,6% των «παλαιών» ανέργων. Η μεγάλη πλειονότητα των ανέργων αυτής της ηλικίας έχει τα περισσότερα «ένσημα» στις κατασκευές (1 στους 5), στο εμπόριο (18%), στη μεταποίηση (15,7%).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου