«Θα
έρθει καιρός που η σιωπή μας θα είναι πολύ πιο βροντερή
από
τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα»
Όγκαστ
Σπάις
της Βαλεντίνης Καμπύλη
Πτυχιούχου τμήματος
Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης
1. Η Αμερική από την ανεξαρτησία της μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα
Το 1775 ξέσπασε η επανάσταση για
την ανεξαρτησία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (Η.Π.Α), την οποία κατέκτησαν
στις 4 Ιουλίου 1776 και τέθηκαν τα θεμέλια της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής της οικοδόμησης.
Στις Η.Π.Α η περίοδος από το 1775
μέχρι το 1905 χαρακτηρίζεται από την έντονη ανάπτυξη και τις διαδικασίες ενσυνείδητης δημιουργίας έθνους. Οι
πρώτοι άποικοι της Αμερικής τη βρήκαν αραιοκατοικημένη από τους αυτόχθονες
Ινδιάνους, τους οποίους σχεδόν εξολόθρευσαν. Με εξαίρεση τους αυτόχθονες
Ινδιάνους, ολόκληρος ο πληθυσμός των ΗΠΑ αποτελείται από μετανάστες και τους
απογόνους τους, καθώς επίσης και από εισαγόμενους Αφρικανούς σκλάβους. Ο
πληθυσμός της σε αυτά τα 130 χρόνια (1775-1905) αυξήθηκε από 2,5 σε 80 εκατομμύρια,
από τους οποίους πάνω από 30 εκατομμύρια ήταν νεοεισερχόμενοι μετανάστες που
σχεδόν όλοι τους έγιναν μόνιμοι κάτοικοί της.
Οι πρώτοι σκλάβοι στη Βόρεια
Αμερική έφτασαν το 1619. Ο αριθμός τους αυξάνεται θεαματικά, όταν οι γαιοκτήμονες των νοτίων επαρχιών της Αμερικής,
για να καλύψουν τις τεράστιες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό για τις φυτείες
τους, εισήγαγαν (με δουλεμπόριο) μαζικά σκλάβους από την Αφρική. «Ο αριθμός των
σκλάβων στις ΗΠΑ από 700.000 το 1790 ανήλθε σε 2.500.000 το 1840 και σε 3.200.000
το 1850»[1]. Από το 1804 στις
Βορειοανατολικές πολιτείες άρχισε η άμεση ή σταδιακή κατάργηση της δουλείας.
Αντίθετα στις πολιτείες του Νότου διατηρήθηκε μέχρι τον εμφύλιο πόλεμο (1861-1865)
και καταργήθηκε το 1865 με το 13ο
άρθρο του Συντάγματος, επί προεδρίας Αβραάμ Λίνκολν .
Από το 1775 μέχρι το 1905 η
Αμερική γνώρισε τρομακτική οικονομική ανάπτυξη και από μια κατεξοχήν γεωργική
χώρα εξελίχθηκε στην πρώτη βιομηχανική δύναμη του κόσμου. Η ανάπτυξή της
οφείλεται σε δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα: αφενός στο γεγονός ότι δεν
υπήρχαν ισχυροί γείτονες ή ανταγωνίστριες δυνάμεις που να εμποδίζουν την
επέκτασή της και αφετέρου στο ότι η οικονομική της ανάπτυξη ήταν εξαιρετικά
ταχύρυθμη. Η ανάπτυξή της αυτή δε, στηρίχθηκε
αφενός στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών και αφετέρου στις άφθονες
πλουτοπαραγωγικές πηγές της. Τα απαραίτητα κεφάλαια και εργατικό δυναμικό από
τα οποία είχε έλλειψη, τα εισήγαγε από τις χώρες της Ευρώπης, τα μεν κεφάλαια
κυρίως από τη Βρετανία, το δε εργατικό
δυναμικό από την υπόλοιπη Ευρώπη (Γερμανία, Πολωνία, Τσεχία κ.λ.π.). Ανάμεσα
στο 1816 και στο 1850 περίπου 4.000.000 Ευρωπαίοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, «που
στη δεκαετία του 1830 άρχισε να γίνεται η χώρα των ονείρων των φτωχών
Ευρωπαίων»[2]. Μετά το 1860 και ειδικά
μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου η οικονομία της Αμερικής απογειώνεται.«Το
μέλλον της αμερικάνικης οικονομίας καθορίστηκε μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου
1861-1865 που ήταν στην ουσία η ενοποίηση της Αμερικής από και υπό τον
καπιταλισμό του Βορρά»[3].
2.
Η
βιομηχανία, η τεχνολογία και το «εργασιακό ζήτημα» στην Αμερική του 19ου
αιώνα.
Το ζήτημα του ελέγχου της παραγωγικής
διαδικασίας ήταν η βασικότερη αντιπαράθεση του βιομηχανικού κόσμου (βιομήχανοι
– εργάτες) το 19ο αιώνα. Μία από τις σημαντικότερες συνέπειες της
χρήσης μηχανών στη βιομηχανική παραγωγή
ήταν η αντικατάσταση της εργασίας των εργατών από αυτές. Οι
μεγαλοβιομήχανοι θεωρούσαν ότι, εφόσον το κεφάλαιο (μηχανές κλπ) ήταν στην
κατοχή τους, ήταν νόμιμο δικαίωμά τους, να αποφασίζουν πώς θα το εκμεταλλευτούν. Οι εργάτες, από την πλευρά τους, θεωρούσαν ότι υπάρχουν διάφοροι βαθμοί
ελέγχου της παραγωγής που εξαρτώντο από την διαπραγματευτική δύναμη του εργάτη.
Η διαπραγματευτική δύναμη του
εργάτη εξαρτάτο από διάφορους παράγοντες όπως: η ειδίκευση, η εμπειρία, η
ζήτηση της αγοράς εργασίας, το φύλο, η ηλικία, η εθνική και θρησκευτική
καταγωγή. Η βιομηχανική ανάπτυξη οδηγούσε τις ομάδες που δεν διέθεταν
εμπορεύσιμα προσόντα, (γυναίκες, παιδιά, μετανάστες και μαύροι), σε μειονεκτική
θέση. Αυτές οι ομάδες καταλάμβαναν τις
κατώτερες θέσεις στην παραγωγική διαδικασία
και δεν είχαν διαπραγματευτική δύναμη. Αντίθετα
οι άνδρες και ειδικότερα οι ειδικευμένοι τεχνίτες που κατείχαν περισσότερο
εμπορεύσιμα προσόντα, είχαν μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη και ισχύ απέναντι
στους εργοδότες. «Η πραγματική πηγή της ισχύος τους, δεν ήταν βέβαια η κατοχή
των εργαλείων, αλλά η ειδίκευσή τους και η γνώση του επαγγέλματος… Κατά
συνέπεια, οι τεχνίτες ήταν εκείνοι που είχαν να χάσουν τα περισσότερα από την επέλαση
του εργοστασιακού συστήματος, καθώς οι αυτόματες μηχανές, ο καταμερισμός της
εργασίας, η πληρωμή με το κομμάτι και οι λοιπές καινοτομίες έτειναν να
μεταβάλλουν τις συνθήκες παραγωγής»[4].
Η διαρκής αντιπαράθεση ανάμεσα στους
εργάτες και τους εργοδότες, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ήταν οι
τροποποιήσεις στην διαδικασία παραγωγής και ο ανταγωνισμός για τον έλεγχό της. Οι εργάτες και οι εργοδότες
βρίσκονταν σε μια διαρκή διαμάχη για τους μισθούς, τις ώρες εργασίας και τις συνθήκες εργασίας. Από την πλευρά τους
οι εργοδότες προσπαθούσαν να μειώσουν τις αμοιβές και να εντατικοποιήσουν το ρυθμό της παραγωγής, ενώ οι εργάτες από την δική τους πλευρά αντιστέκονταν
σε αυτές τις προσπάθειες των εργοδοτών, είτε μέσω απεργιών και
διαπραγματεύσεων, είτε μέσω της καθημερινής συμπεριφοράς στη δουλειά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίστασης στην εντατικοποίηση της παραγωγής που
προωθούσαν οι εργοδότες, ήταν αφενός ο «συλλογικός
καθορισμός του επιπέδου παραγωγής» (pacing) ή αλλιώς «ταρίφα» ή όπως το ονόμασε ο F.W. Taylor[5] «χασομέρι» και αφετέρου η καθημερινή «λούφα» (δηλαδή τα κάθε είδους διαλλείματα χωρίς άδεια για φαγητό,
κάπνισμα, τουαλέτα, το ψάξιμο και η δήθεν επισκευή των εργαλείων, το διάβασμα
εφημερίδας κλπ).
Μέχρι τη δεκαετία του 1880, το εργασιακό
ζήτημα και η σχέση του με τη μείωση του ρυθμού παραγωγής ήταν τόσο σημαντικό,
που οι διάφοροι «βιομηχανικοί μεταρρυθμιστές», όπως ο F.W. Taylor,
εφάρμοσαν μια σειρά από τυποποιημένες
διαδικασίες, που έμειναν στην ιστορία ως «επιστημονικό μάνατζμεντ», για να
αφαιρέσουν τον έλεγχο της παραγωγής από τους ειδικευμένους τεχνίτες. Είναι
χαρακτηριστικές οι υποδείξεις των
επιτρόπων για τα στοιχεία που θα έπρεπε να έχουν οι επιστάτες σε δημόσιο
εργοστάσιο όπλων «ο επιστάτης θα πρέπει
να είναι άνθρωπος της επιστήμης, πλήρως εξοικειωμένος με τα καλύτερα μοντέλα
μουσκέτων, εντριβής στην κατασκευή και λειτουργία των μηχανών, σπουδαγμένος
στις συνήθειες της συνέπειας και της τάξης, και μαθημένος να ελέγχει και να
καθοδηγεί την εργασία των άλλων»[6].
3. Ο ρόλος των μεταναστών εργατών στην
Αμερικάνικη βιομηχανία.
Σε όλη τη διάρκεια του 19ο
αιώνα και στις αρχές του 20ου ο ρυθμός μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ αυξανόταν σταθερά.
Χαρακτηριστικά ο μέσος όρος των μεταναστών
που εισήλθαν στις ΗΠΑ την δεκαετία του 1820 ήταν 14.000 ετησίως, τη
δεκαετία του 1840 ξεπέρασε τις 171.000 και το 1907 έφθασε το 1.500.000. Οι
κυριότερες χώρες προέλευσης των μεταναστών ήταν από την Κεντρική και Νότια
Ευρώπη όπως Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία, Ιρλανδία, Τσεχία, Ρωσία, Ελλάδα, κλπ,
αλλά και από την υπόλοιπη Αμερική (κυρίως Μεξικανοί) και από την Άπω Ανατολή
(Κινέζοι και Ιάπωνες). Σχεδόν όλοι οι μετανάστες έμπαιναν στην οικονομική ζωή
της χώρας ως εργάτες, κυρίως ως ανειδίκευτοι
αλλά και ως εξειδικευμένοι (τεχνίτες). Η
συνεισφορά των μεταναστών στην ανάπτυξη της
Αμερικανής βιομηχανίας ήταν ότι σε αυτούς βρήκαν οι εργοδότες μια
δεξαμενή άφθονης, φθηνής και πρόθυμης
εργατικής δύναμης. Ο William M. Leiserson έγραφε
χαρακτηριστικά το 1924. «Οι μετανάστες
αποτελούν μεγάλο μέρος των εργασιακών αποθεμάτων της χώρας μας, και η
Αμερικανική βιομηχανία τους
χρησιμοποίησε με τον ίδιο τρόπο που οι Αμερικανοί αγρότες χρησιμοποίησαν τα
έγγεια αποθέματα»[7].
O καθηγητής Χένρι Πρατ Φερτσάιλντ περιγράφει με σαφή τρόπο πώς
χρησιμοποιήθηκαν οι μετανάστες εργάτες από τους Αμερικανούς. «Στο
μυαλό του μέσου Αμερικανού οι σύγχρονοι μετανάστες θεωρούνται εν γένει κατώτεροι
άνθρωποι – φυλές τις οποίες κοιτάει υπεροπτικά και με τις οποίες δεν θέλει να
συναναστρέφεται με όρους κοινωνικής ισότητας. Όπως τους νέγρους, έτσι και
αυτούς τους έφεραν για οικονομικούς
λόγους, για να αναλάβουν τις σκληρές και βοηθητικές εργασίες, με τις οποίες ο
Αμερικανός δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί. Είναι δουλειά του ξένου να μπει στις
στοές, στα χυτήρια, στους υπονόμους, στην αποπνικτική ατμόσφαιρα των
εργοστασίων και των εργαστηρίων, έξω στους δρόμους και στους σιδηροδρόμους,
κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού ήτο χιονόνερο και χιόνι. Αν αποδειχθεί
πραγματικός άνδρας και υπερβεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και αποκτήσει
πλούτη και ξεπλύνει το στίγμα πάει καλά, θα τον δεχτούμε έπειτα από μια δυο
γενιές. Προς το παρόν, όμως, βρίσκεται πολύ χαμηλότερά μας και το βάρος της
απόδειξης πέφτει στην πλάτη του»[8].
Οι μετανάστες που έφθαναν στην
Αμερική στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν
αγρότες ή κατείχαν κάποιες ειδικότητες οι οποίες είχαν ελάχιστη ζήτηση από τις Αμερικάνικες
βιομηχανίες. Για τους εργοδότες ήταν το
άφθονο, φτηνό και ανειδίκευτο προσωπικό που είχαν ανάγκη και δεν ενδιαφέρονταν ούτε
για την εκπαίδευσή του ούτε και την ασφάλειά του. Η μεγάλη μάζα των μεταναστών δούλευε
στις νέες βιομηχανίες χωρίς να κατέχει τις γνώσεις της παραγωγικής διαδικασίας,
οι οποίες γνώσεις ήταν ενσωματωμένες στην τεχνική οργάνωση του εργοστασίου,
δηλαδή στους εργοδότες. Επειδή δε οι μηχανικοί καθόριζαν τη μέθοδο παραγωγής,
δεν υπήρχε ανάγκη για εκπαίδευση και
βελτίωση των μεταναστών και οι προσπάθειες είχαν επικεντρωθεί στην εκπαίδευση
των επιστατών. Ο μετανάστης εργάτης, στο χαμηλότερο σκαλί τη ιεραρχίας του
εργοστασίου, έρμαιο στις διαθέσεις των ανωτέρων του, σημαδεύτηκε βαθιά από την
επαφή του με το εργοστάσιο, «από την αυθαίρετη μικροπρεπή τυραννία του
αρχιμάστορα, του ειδικευμένου εργάτη και του υπεύθυνου προσλήψεων»[9].
Οι μετανάστες εργάτες και κυρίως
οι μετανάστριες αμείβονταν με το κομμάτι. Οι εργοδότες προτιμούσαν να τους πληρώνουν
με το κομμάτι γιατί οι περισσότεροι από αυτούς
(τους μετανάστες) ήταν πρόθυμοι να εντατικοποιήσουν τη δουλειά τους για
να αυξήσουν την αμοιβή τους. Το σύστημα πληρωμής με το κομμάτι, (στο οποίο
αντιστέκονταν σθεναρά οι ειδικευμένοι τεχνίτες), βοηθούσε στην ανάπτυξη του
συστήματος της υπεργολαβίας[10]. Αν και το επιστημονικό
μάνατζμεντ προωθούσε περίπλοκα συστήματα «παρακίνησης μέσω των αμοιβών»,
ελάχιστοι βιομήχανοι υιοθέτησαν αυτά τα συστήματα και προτιμούσαν τις αμοιβές
με το κομμάτι. Επίσης οι μετανάστες, και κυρίως οι νέοι, χρησιμοποιήθηκαν για
να σπάσουν ένα από τα βασικά όπλα των ειδικευμένων τεχνιτών (μαστόρων) που ήταν
ο καθορισμός από το σωματείο ενός ανώτατου επίπεδου παραγωγής δηλαδή την «ταρίφα».
Οι μετανάστες εργάτες ήταν φορείς
κυρίως προβιομηχανικών συνηθειών και δεν συμμορφώθηκαν αμέσως και εύκολα στις
απαιτήσεις του νέου βιομηχανικού περιβάλλοντος, αντιδρώντας με διάφορους
τρόπους όπως:
Ø
Με την εναλλαγή περιόδων εντατικής εργασίας και
περιόδων σχόλης και με την άτακτη
απασχόληση.
Ø
Με τη συχνή και οικειοθελή αποχώρηση από τη δουλειά
(turnover). Ενώ οι
ειδικευμένοι και καλύτερα αμειβόμενοι δύσκολα άλλαζαν δουλειά, «οι νεοφερμένοι
ανειδίκευτοι περνούσαν μέσα από τα αμερικάνικα εργοστάσια γρήγοροι σαν τον
άνεμο»[11]
Ø
Με την ευλαβική τήρηση των εθνικών και
θρησκευτικών τους γιορτών (που έφερναν
από την πατρίδα τους)και τις συχνές απουσίες
χωρίς άδεια «τσαγκαροδευτέρες» (blue Mondays).
Ø
Σχηματίζοντας μικρές άτυπες ομάδες που
αποτελούσαν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστρεφόταν η καθημερινότητά τους. Οι
παλιότεροι δίδασκαν στους νεοφερμένους τεχνικές επιβίωσης στο νέο εργασιακό
περιβάλλον και υπόγειους τρόπους συλλογικής αντίστασης.
Ø
Μετά το 1910 και σε περιόδους οικονομικής
ανάπτυξης κατά τις οποίες το απεργιακό κίνημα φούντωνε, οι μετανάστες συμμετείχαν ενεργά σε αυτό και
εκατομμύρια από αυτούς εντάχθηκαν σε σωματεία των βασικών βιομηχανικών
κλάδων.
4. Οι σημαντικότερες κινητοποιήσεις και απεργίες.
Από το Σικάγο στο Λάντλοου.
4.1 Οι σημαντικότερες κινητοποιήσεις πριν το
1886
Πριν από το εμφύλιο πόλεμο δεν υπήρχε ενιαίο εργατικό
κίνημα. Τα περισσότερα σωματεία ήταν τοπικής εμβέλειας και ελάχιστα από αυτά ήταν οργανωμένα σε
εθνικό επίπεδο. Οι συνδικαλιστές «είχαν
μια συντεχνιακή παρά ταξική συνείδηση, κρατώντας μακριά γυναίκες και ελεύθερους
μαύρους, ενώ έκλειναν τις πόρτες σε γυναίκες, σε παιδιά και σε μετανάστες
“μισθωτούς σκλάβους”, που δούλευαν στα εργοστάσια»[12].
Το Μάιο του 1965 το Σικάγο αποχαιρετούσε τον Πρόεδρο
Λίνκολν, τελείωνε ο εμφύλιος πόλεμος και «η ελεύθερη εργασία είχε θριαμβεύσει
έναντι της δουλείας»[13]. Στα χρόνια που
ακολούθησαν μετά τον θάνατο του Λίνκολν, η οικονομική ανάπτυξη είναι ραγδαία.
Κατασκευάζονται χιλιάδες εργοστάσια τα οποία απαιτούν ένα συνεχώς
αυξανόμενο πλήθος πρόθυμων εργατών. Οι
συνθήκες εργασίας εξακολουθούν να είναι άθλιες, οι ώρες δουλειάς ατέλειωτες, οι
μισθοί χαμηλοί, τα δικαιώματα ελάχιστα και οι εργαζόμενοι, «αυτοί οι ειδικευμένοι τεχνίτες που ωφελήθηκαν όσο κανείς άλλος από το
σύστημα της ελεύθερης εργασίας (…) άρχισαν να αμφιβάλλουν για τη φύση της
ελευθερίας τους»[14].
Πρωτοπόροι συνδικαλιστές που είχαν επηρεαστεί από τις ριζοσπαστικές ιδέες των
χαρτιστών, όπως ο Γουίλιαμ Σίλβις και ο Άντριου Κάμερον, συνειδητοποίησαν ότι
μόνο αν συσπειρώνονταν οι εργάτες θα μπορούσαν να κατακτήσουν αυτάρκεια και
ανεξαρτησία και θα μπορούσαν να προσδιορίσουν τη δική τους συμμετοχή στον
αυξανόμενο πλούτο. Συνειδητοποίησαν ότι οι εργάτες μόνο ενωμένοι, χωρίς να
υπάρχουν διακρίσεις φυλής και εθνικότητας,
μπορούν να αντιμετωπίσουν τους
συσπειρωμένους εργοδότες και άρχισαν να δημιουργούν τοπικά σωματεία. Επίσης
κατανόησαν την αναγκαιότητα οι εργάτες των σωματείων να ενταχθούν σε μία
πανεθνική ομοσπονδία εργασίας «που θα περιφρουρούσε τα δικαιώματα των
μισθωτών από τη συρρίκνωσή τους σε όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας»[15].
Πίστευαν ότι η δημιουργία ενός ισχυρού κινήματος ικανού να πετύχει μια
ιστορική νίκη, όπως η νομοθετική κατοχύρωση του οκτάωρου, θα ήταν το πρώτο βήμα για την «κοινωνική χειραφέτηση
των εργαζομένων».
Το 1866 δημιουργούνται σύνδεσμοι για το οκτάωρο, το
εργατικό κίνημα αναβιώνει και οργανώθηκαν σε όλη τη χώρα δυναμικές
συγκεντρώσεις και πορείες εργατών. Την
ίδια χρονιά ιδρύεται η Εθνική Ένωση
Εργασίας η οποία στην ιδρυτική της διακήρυξη υπογράμμιζε ότι το οκτάωρο
ήταν ζωτικής σημασίας για την υγεία και ευημερία των εργαζομένων. Οι
κινητοποιήσεις αυτές φέρνουν αποτελέσματα και στις 25 Μαρτίου του 1867 ο
κυβερνήτης του Ιλινόις (Σικάγο) υπέγραψε τον πρώτο νόμο της χώρας για το οκτάωρο που θα ίσχυε
από την 1η Μαΐου. Για να εφαρμοστεί όμως το οκτάωρο δεν επαρκούσε η
πολιτειακή νομοθεσία αλλά απαιτούσε και την
συναίνεση των εργοδοτών, οι οποίοι όμως ήταν πολέμιοι του νόμου.
Την 1η
Μαΐου 1867, στο Σικάγο, σαράντα τέσσερα σωματεία και χιλιάδες εργάτες
διαδήλωσαν για να γιορτάσουν την εφαρμογή του οκτάωρου. Όμως οι εργοδότες
αρνήθηκαν να σεβαστούν τον καινούργιο νόμο και απαίτησαν από τους εργαζόμενους
να εφαρμόσουν τις καθιερωμένες 10 και 11 ώρες δουλειάς. Στις 2 Μαΐου οι εργάτες
κατέβηκαν σε γενική απεργία διεκδικώντας το οκτάωρο. Η απεργία πήρε μεγάλες διαστάσεις και οι συγκρούσεις ανάμεσα στους απεργούς και
τους απεργοσπάστες ήταν βίαιες. Στις 5 Μαΐου
οι εργοδότες ζήτησαν την επέμβαση του στρατού και της αστυνομίας, και με
τη βία κατέπνιξαν την εξέγερση των εργατών. Η απεργία μέχρι τις 8 Μαΐου είχε
κατασταλεί. Οι εργάτες επέστρεψαν στα εργοστάσια ηττημένοι και η ήττα αυτή ήταν
ένα ισχυρό κτύπημα στο κίνημα για την
κατάκτηση του οκτάωρου. Μετά την ήττα των απεργών οι εργοδότες προχώρησαν σε
απολύσεις και μειώσεις μισθών. Η ανεργία διογκώθηκε. Οι εργάτες εγκατέλειψαν τα
σωματεία, το πνεύμα αλληλεγγύης χάθηκε και η Εθνική Ένωση Εργασίας διαλύθηκε.
Όμως οι αγώνες για το οκτάωρο είχαν και
θετικά αποτελέσματα όταν στις 25 Ιουνίου 1868 το Κογκρέσο ψήφισε νόμο που κατοχύρωνε
το οκτάωρο για τους εργάτες που δούλευαν
για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1870, ο ρυθμοί ανάπτυξης
στην Αμερική συνεχίζονται με έντονους ρυθμούς και εισρέουν κατά χιλιάδες οι
μετανάστες – εργάτες από την Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και πολλοί πολιτικοί
πρόσφυγες. Το Μάρτιο του 1871 στο Παρίσι
οι πολίτες, μετά από εξέγερση, δημιούργησαν μια ανεξάρτητη Κομμούνα, γνωστή ως
«Παρισινή Κομμούνα» [16],
της οποίας ο απόηχος έφθασε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Τον Οκτωβρίο του 1871 το Σικάγο θα καταστραφεί
σχεδόν ολοσχερώς από πυρκαγιά και τα Μ.Μ.Ε. θα ρίξουν τις ευθύνες στις πλάτες
των μεταναστών και στους κομμουνιστές. Η οικονομία του Σικάγο γρήγορα θα
ανακάμψει, οι επιχειρηματίες θα αποκομίσουν
τεράστια κέρδη και αρκετοί από αυτούς θα δημιουργήσουν ιδιωτικούς
στρατούς για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Το φθινόπωρο του 1873 εξαιτίας μίας οικονομικής κρίσης θα
απολυθούν χιλιάδες εργαζόμενοι οι οποίοι θα οδηγηθούν γρήγορα στην εξαθλίωση.
Δημιουργήθηκε ένα δυναμικό και ενωμένο κίνημα ανέργων, που αποτελείτο από
αδελφοποιημένους μετανάστες διαφόρων εθνικοτήτων, το οποίο μέσα από ογκώδεις συγκεντρώσεις και
πορείες και με σύνθημα «Ψωμί ή δουλειά»,
διεκδίκησε «το δικαίωμα στην εργασία» αλλά οι επιχειρηματίες αρνήθηκαν κάθε διάλογο
μαζί τους.
Το 1874 στο
Λονδίνο θα ιδρυθεί από τους αναρχικούς οπαδούς του Μπακούνιν και
και εμπνευστή τον Γιόχαν Μοστ η καινούρια «Διεθνής Ένωση Εργαζομένων» η
«Μαύρη Διεθνής» (IWPA)[17]. Η Μαύρη Διεθνής θα
εξασφαλίσει στο Σικάγο μεγάλη υποστήριξη, κυρίως από τους μετανάστες που
συνεχώς κατακλύζουν την πόλη και θα αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη του εργατικού
κινήματος. Ο Άλμπερτ Πάρσονς, ο Όγκαστ
Σπάις και πολλοί άλλοι ριζοσπάστες, οι
οποίοι ανήκαν στην επαναστατική τάση του σοσιαλιστικού κόμματος, διαχώρισαν
τη θέση τους από αυτό και εντάχθηκαν στη Μαύρη Διεθνή. Αναπροσδιόριζονταν ως «κοινωνικοί
επαναστάτες» και απέρριπταν τη λογική των εκλογικών διαδικασιών και υιοθέτησαν την άποψη ότι η λύση βρισκόταν στην
πλήρη οργάνωση των εργατών σε μαχητικά σωματεία. Εξέδωσαν εφημερίδες και
περιοδικά τα οποία πολύ σύντομα εξέφραζαν ολόκληρη την εργατική τάξη του
Σικάγο. Οι Άλμπερτ Πάρσονς και Όγκαστ Σπάις, υιοθέτησαν το παλιό αίτημα για το
οκτάωρο και δημιούργησαν την πρώτη οργάνωση του «Τάγματος των Ιπποτών της Εργασίας» στο Σικάγο, στο
οποίο σύντομα εντάχθηκαν χιλιάδες εργάτες από πολλούς κλάδους, και οργάνωσαν
πολλές απεργίες. Επειδή οι βιομήχανοι αντιμετώπιζαν τις απεργιακές
κινητοποιήσεις βίαια, χρησιμοποιώντας
απεργοσπαστικούς μηχανισμούς και τα όπλα της εθνοφρουράς και των ιδιωτικών στρατών τους, οι αναρχικοί
-κοινωνικοί επαναστάτες-, επιβεβαίωσαν την πεποίθησή τους πως «χωρίς όπλα και οργάνωση ο εργάτης βρίσκεται
στο έλεος αυτών που τον ληστεύουν, τον δολοφονούν και τον σκλαβώνουν»[18].
Δημιουργήθηκαν ένοπλες αγωνιστικές εργατικές
οργανώσεις και η μεγαλύτερη από αυτές, η Lehr und Wehr Verein, δημιουργήθηκε
από γερμανούς σοσιαλιστές του Σικάγου το 1875, με στόχο να προστατευθούν από
τους τραμπουκισμούς της αστυνομίας και ιδιωτικών στρατών των εργοδοτών.
Στις 17 Ιουλίου
1877 οι σιδηροδρομικοί στο Μάρτινσμπουργκ στη Δυτικής Βιρτζίνια,
αντιδρώντας στις περικοπές μισθών κατέβηκαν σε
απεργία ακινητοποιώντας τα τρένα. Η εξέγερση πήρε διαστάσεις και στις
συγκρούσεις των απεργών με τους εθνοφρουρούς σκοτώθηκε ένας απεργός και ένας
εθνοφρουρός. Η απεργία-εξέγερση γρήγορα επεκτάθηκε και σε άλλες πολιτείες. Στη Βαλτιμόρη οι απεργοί συγκρούστηκαν με
τους εθνοφρουρούς και μετά από λυσσώδη μάχη
σκοτώθηκαν από τους στρατιώτες δέκα άτομα. Στις 22 Ιουλίου στο Πίτσμπουργκ,
σε μία ογκώδη συγκέντρωση διαδηλωτών, οι εθνοφρουροί πυροβόλησαν εναντίον τους
με αποτέλεσμα να σκοτωθούν είκοσι διαδηλωτές,
ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά. Τα εξαγριωμένα πλήθη επιτέθηκαν
εναντίον τους, σκότωσαν πολλούς από αυτούς και τους εκδίωξαν από την πόλη. Στις
23 Ιουλίου οι φορτοεκφορτωτές των
σιδηροδρόμων στο Σικάγο κατέβηκαν σε
απεργία και με σύνθημα «Ας μην
περιμένουμε άλλο! Ας οργανωθούμε τώρα», οργάνωσαν ένα τεράστιο συλλαλητήριο
με κεντρικό ομιλητή τον Άλμπερτ Πάρσονς, στο οποίο συμμετείχαν πάνω από 30.000
άνθρωποι. Στις 24 Ιουλίου η απεργία πήρε μεγάλες διαστάσεις και το Κόμμα των
Εργαζομένων «έβγαλε μια προκήρυξη για μια
πανεθνικά συντονισμένη απεργία για το
οκτάωρο, χωρίς μείωση μισθού»[19].
Τις επόμενες ημέρες οι συγκρούσεις, ανάμεσα στους απεργούς από τη μία
πλευρά και στους εθνοφρουρούς, αστυνομικούς
και απεργοσπάστες από την άλλη, παίρνουν διαστάσεις και σκοτώνονται
πολλοί διαδηλωτές. Στις 27 Ιουλίου με
την παρέμβαση του τακτικού στρατού των Η.Π.Α. η εξέγερση κατεστάλη. Το τίμημα
ήταν και πάλι βαρύ για την εργατική τάξη που μέτρησε τριάντα νεκρούς ενώ η
αστυνομία δεν είχε απώλειες. Οι επιχειρηματίες και η πολιτική εξουσία του
Σικάγο, επειδή φοβόντουσαν ότι οι εξεγέρσεις θα συνεχιστούν, εξόπλισαν με
κανόνια την εθνοφρουρά και το στρατό και εξαπέλυσαν ένα κύμα τρομοκρατίας
εναντίον των ηγετών της εξέγερσης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1880 η βιομηχανική
παραγωγή του Σικάγου αναπτυσσόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Πάνω από 250.000
μετανάστες εργάτες από την Ευρώπη και τον Καναδά φθάνουν στην πόλη τη δεκαετία αυτή για να
δουλέψουν στα καινούργια εργοστάσια που διαρκώς φτιάχνονται. Οι βιομήχανοι
αρχίζουν να εφαρμόζουν το επιστημονικό μάνατζμεντ στην παραγωγική διαδικασία
και η ανελέητη εισβολή των μηχανών αντικαθιστά τους εξειδικευμένους τεχνίτες,
διαλύοντας τους ηθικούς κώδικες και τους κανονισμούς των συντεχνιών των
μαστόρων. Τα κέρδη των βιομηχάνων εκτινάσσονται «αποτέλεσμα της καταλήστευσης των εργατών τους»[20], ενώ οι εργάτες βυθίζονται σε ακραία φτώχια και ανεργία. Οι κοινωνικές
ανισότητες διευρύνονται. Το Σικάγο
παρουσιάζει δύο όψεις: «μια πόλη με
δύσοσμους δρόμους και σπίτια που οι άνθρωποι ζούσαν στριμωγμένοι και όπου μια
επιδημία ευλογιάς είχε κοστίσει 2.000 ζωές, και μιαν άλλη πόλη με μεγάλες
επαύλεις και καλοφροντισμένους λεωφόρους
όπου οι διαβάτες απολαμβάνουν τον καθαρό αέρα της λίμνης»[21].
4.2 Ο Μεγάλος
ξεσηκωμός του 1886 και τα γεγονότα στο Χέιμαρκετ
Στις 14 Οκτωβρίου 1883, με πρωτοβουλία του Γιόχαν
Μοστ, εκπρόσωποι επαναστατικών ομάδων από 26 πόλεις συγκεντρώθηκαν στο
Πίτσμπουργκ για να αναδιοργανώσουν τη Διεθνή Ένωση Εργατών (Δ.Ε.Ε.). Η Δ.Ε.Ε.
απέκτησε σε πολλές πόλεις μεγάλη
επιρροή, ιδιαιτέρα όμως στο Σικάγο, απόρροια των ικανοτήτων του Πάρσονς του
Σπάις και των άλλων αναρχοσυνδικαλιστών. Από το 1984 οι Σοσιαλιστές του Σικάγου
άρχισαν να αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί και εμπνεόμενοι από την Παρισινή
Κομμούνα υποστήριξαν ένα μείγμα αναρχισμού και επαναστατικού συνδικαλισμού που έμεινε
γνωστή ως “η ιδέα του Σικάγου”. Πίστευαν ότι «ο σοσιαλισμός είναι εφικτός μόνο μέσω της συλλογικής δύναμης των
οργανωμένων εργατών σε μαχητικά εργατικά συνδικάτα, ο αποτελεσματικός μοχλός
για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης»[22].
Τον Ιούνιο του 1884, ίδρυσαν το συνδικάτο
«Κεντρική Ένωση Εργατών» στο οποίο εντάχθηκε η πλειοψηφία των εργατικών
σωματείων της πόλης.
Η Δ.Ε.Ε., από τις αρχές του 1885, άρχισε να
διοργανώνει συγκεντρώσεις και πορείες
και άρχισε να αναβιώνει εκ νέου το κίνημα για το οκτάωρο. Το απεργιακό κίνημα
φούντωσε και κατά τη διάρκεια του 1885 σε ολόκληρη την Αμερική
πραγματοποιήθηκαν 645 απεργίες στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 250.000 εργάτες
και επλήγησαν 2.467 επιχειρήσεις.
Από τις αρχές του 1886, σε όλα τα βιομηχανικά κέντρα
της Αμερικής η εργατική τάξη βρισκόταν σε αναβρασμό, καθώς το όραμα για το οκτάωρο φάνηκε πως μπορούσε
να γίνει πραγματικότητα. Το Φεβρουάριο οι εργάτες στο εργοστάσιο ΜακΚόρμικ (Σικάγο) κατέβηκαν σε απεργία και η εργοδοσία κήρυξε
λοκ-άουτ, απέλυσε τους συνδικαλιστές και προσέλαβε απεργοσπάστες. Στις 9
Απριλίου ξέσπασε μεγάλη απεργία στους σιδηρόδρομους Γκουλντ, η οποία γρήγορα
εξαπλώθηκε μέχρι το Ιλινόις. Έγιναν βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις
αντιμαχόμενες πλευρές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν επτά απεργοί και αυτοί για
αντεκδίκηση πυρπόλησαν βαγόνια και αμαξοστάσια. Δημιουργήθηκαν νέα σωματεία,
στα οποία άρχισαν να οργανώνονται οι εργάτες κατά χιλιάδες και μερικά από αυτά
διέθεταν ένοπλα τμήματα. Ξέσπασαν πολλές απεργίες και από τα τέλη του Απριλίου
1986, πάνω από 47.000 εργάτες του Σικάγου είχαν κατακτήσει το μειωμένο ωράριο
και πολλοί από αυτούς χωρίς παράλληλη μείωση των αποδοχών τους.
Ενωμένα όλα τα μεγάλα εργατικά συνδικάτα, αποφάσισαν την
κορύφωση των κινητοποιήσεών τους για την κατάκτηση του οκτάωρου,
προκηρύσσοντας γενική απεργία την 1η Μαΐου 1886. Με σύνθημα «οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ξεκούραση, οκτώ ώρες για ό,τι
λαχταρά η ψυχή μας»[23]
πήραν μέρος στην απεργία περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των
Η.Π.Α.
Όταν την 1η
Μάη του 1886 ο «μεγάλος ξεσηκωμός»
έφθασε στο αποκορύφωμά του το Σικάγο ήταν το επίκεντρό του. Μια «θύελλα
απεργιών» έπληξε όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης. Στο ξεκίνημα της
συμμετείχαν τουλάχιστον 40.000 εργάτες αλλά
με την πάροδο του χρόνου ξεπέρασε τους 65.000 και «η γενική απεργία ρούφηξε στη δίνη της χιλιάδες μετανάστες ανειδίκευτους
και απλούς εργάτες στη βιομηχανία»[24]. Ακόμα και μεγάλο μέρος
από τους απεργοσπάστες του εργοστασίου ΜακΚόρμικ προσχώρησαν στο απεργιακό
κίνημα. Έγινε η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή περίπου 100.000 ανθρώπων
και με ηγέτες τους αναρχοσυνδικαλιστές. Αυτός ο μεγάλος ξεσηκωμός των εργατών
τρομοκράτησε τους εργοδότες οι οποίοι συνασπίστηκαν, αποφάσισαν να αντισταθούν
στην εφαρμογή του οκτάωρου και κάλεσαν για βοήθεια την εθνοφρουρά.
Την Δευτέρα 3 Μαΐου η εξάπλωση της απεργίας στο Σικάγο ήταν
τρομακτική. Όμως συνέβησαν δύο γεγονότα που καθόρισαν τις μετέπειτα εξελίξεις.
Το πρώτο αφορούσε στο σπάσιμο της απεργίας στους σιδηρόδρομους Γκουλντ από τον
ηγέτη των «Ιπποτών της Εργασίας» Τέρενς Πάουντερλι. Το δεύτερο αφορούσε τα
βίαια επεισόδια που έλαβαν χώρα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ όταν απεργοσπάστες
προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η
Αστυνομία και ο ιδιωτικός στρατός της επιχείρησης
επενέβησαν δυναμικά και σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισαν πολλούς,
προκαλώντας οργή στην εργατική τάξη της πόλης. Ο αναρχοσυνδικαλιστής Σπάις έσπευσε και εκτύπωσε προκήρυξη, με τίτλο
«Εκδίκηση – Εργαζόμενοι στα όπλα»[25], με την καλούσε τους
εργάτες να εκδικηθούν τον θάνατο των συναδέλφων τους παίρνοντας τα όπλα.
Αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί την επόμενη ημέρα συλλαλητήριο διαμαρτυρίας
ενάντια στην αστυνομική βία στην Πλατεία Χέιμαρκετ.
Την Τρίτη 4
Μαΐου, με πρωτοστατούντες τους αναρχικούς πραγματοποιήθηκε πολυπληθής και
ειρηνική συγκέντρωση στην πλατεία Χέιμαρκετ. Ομιλητές ήταν ο Σπάις, ο Πάρσονς,
και ο Φίλντεν. Προς το τέλος της
συγκέντρωσης και όταν ήδη είχε αποχωρήσει μεγάλο μέρος του κόσμου οι
αστυνομικές δυνάμεις κινήθηκαν να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση. Τότε μέσα
από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίχτηκε μια βόμβα προς το μέρος των αστυνομικών, η οποία
εξερράγη, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας εξήντα έξι, από τους οποίους οι
έξι υπέκυψαν αργότερα στα τραύματά τους. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση
κατά των συγκεντρωμένων. Η συμπλοκή γενικεύθηκε και είχε ως αποτέλεσμα να
σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστούν δεκάδες.
Τις επόμενες ημέρες χιλιάδες εργάτες εξακολούθησαν να
απεργούν και συντάχθηκαν μαζί τους και άλλοι. Όμως οι συνασπισμένοι εργοδότες είχαν πλέον
κινητοποιηθεί και με τη βοήθεια της αστυνομίας, της εθνοφρουράς και του
ιδιωτικού τους στρατού κατάφεραν δια της βίας να καταπνίξουν την εξέγερση.
Μέχρι τις 18 Μαΐου οι απεργίες για το
οκτάωρο είχαν ξεθυμάνει και οι εργάτες επέστρεψαν ηττημένοι στα εργοστάσια. Το
απεργιακό κίνημα σε όλη τη χώρα σιγά-σιγά κόπασε. Συνολικά το 1886
πραγματοποιήθηκαν 1.400 απεργίες στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 610.000
απεργοί και επλήγησαν 11.562 επιχειρήσεις
Για τη βομβιστική επίθεση, που
προκάλεσε το θάνατο των αστυνομικών, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές: Άλμπερτ Πάρσονς, Όγκαστ Σπάις, Τζωρτζ Ένγκελ, Άντολφ
Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μάικλ
Σουάμπ, Σάμιουελ Φίλντεν
και Όσκαρ Νίμπι που ήταν από τους
οργανωτές της συγκέντωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς (Αμερικανός) και του Φίλντεν (Άγγλος), ήταν γερμανοί
μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886. Ο εισαγγελέας ζήτησε
τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει
κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Ισχυρίστηκε ότι
οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να
πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του και τους έκρινε ένοχους συνωμοσίας. Η υπεράσπιση
ισχυρίστηκε ότι η βομβιστική επίθεση ήταν
προβοκάτσια και τη συνέδεσε με τους ιδιωτικούς στρατούς των βιομηχάνων, το
διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον». Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία
τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους.
Οι Σπάις, Ένγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σουάμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε
θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου
ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, μετέτρεψε τις θανατικές
ποινές των Σουάμπ και Φίλντεν σε ισόβια.
Στις 11 Νοεμβρίου 1887 εκτελέστηκαν δια απαγχονισμού οι:
Πάρσονς, Σπάις, Ένγκελ και Φίσερ, ενώ ο Λίνγκ αυτοκτόνησε στο
κελί του το προηγούμενο βράδυ. Τα
τελευταία λόγια του Σπάις ήταν «Θα
έρθει καιρός που η σιωπή μας θα είναι πολύ πιο βροντερή από τις φωνές που
στραγγαλίζετε σήμερα»[26].
Την κηδεία τους την παρακολούθησε τεράστιο πλήθος που εκτιμήθηκε σε 200.000. Ο απαγχονισμός τους πήρε τεράστια δημοσιότητα και ήταν «μια λυσσασμένη προσπάθεια του κράτους
να κάνει να σιγήσουν οι πιο ηχηρές φωνές διαμαρτυρίας στην Αμερική»[27]. Σε πολλές πόλεις των
Η.Π.Α και της Ευρώπης οργανώθηκαν
εκδηλώσεις διαμαρτυρίας. Τα γεγονότα του Χέιμαρκετ και η ηρωική στάση των
αναρχοσυνδικαλιστών έδωσε ώθηση στο αναρχικό κίνημα, ριζοσπαστικοποίησε πολλούς
διανοούμενους και ενέπνευσε πολλούς
νεαρούς εργάτες όπως την Έμμα Γκόλντμαν, τη Μητέρα Τζόουνς και τον Γουίλιαμ Ντ. Χέιγουντ που έγινε
ιδρυτής και ηγέτης της οργάνωσης «Βιομηχανικοί εργάτες του Κόσμου (IWW)».
Όμως η βόμβα του Χέιμαρκετ έκανε
τεράστια ζημιά στο εργατικό κίνημα. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της
νεοσύστατης Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας Σάμιουελ Γκόμπερς «η βόμβα στο
Χέιμαρκετ δεν σκότωσε μόνο αστυνομικούς, σκότωσε και το κίνημα για το οκτάωρο».
«Η βόμβα του Χέιμαρκετ, έγραψε με
ανακούφιση ηTribune, καταβαράθρωσε την απόπειρα της
Διεθνούς να οικοδομήσει ένα ενιαίο κίνημα ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών
μέσω μιας γενικής απεργίας»[28]
Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης
του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες
ήταν αθώοι, κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους
ανθρώπους του «Πίνκερτον» και ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους
φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπι και Σουάμπ. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο
ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.
4.3 Το εργατικό κίνημα μετά
το 1886
Μετά τα γεγονότα του
Χέιμαρκετ, η «Διεθνής Ένωση Εργατών» εξαφανίζεται από το Σικάγο, η «Κεντρική
Ένωση Εργατών» διαλύεται και το συνδικάτο των «Ιπποτών της εργασίας» πέφτει σε
παρακμή, χάνει πολλά από τα μέλη του και
δεν ανακάμπτει ούτε στο μέλλον.
Παρά την ήττα που
υπέστη το συνδικαλιστικό κίνημα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1890,
δημιουργούνται νέα βιομηχανικά σωματεία ανθρακωρύχων, σιδηροδρομικών και
μεγαλουργών και συνεχίζει να είναι
ισχυρός ο ηθικός κώδικας της συνεργασίας και η πρακτική της
αλληλεγγύης. Ιδρύεται η «Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας»[29]
η οποία προσπαθεί να αναζωπυρώσει το συνδικαλιστικό κίνημα και να αναβιώσει την εκστρατεία για το οκτάωρο με ήπια και μετριοπαθή μέσα.
Η Πρωτομαγιά
καθιερώθηκε ως παγκόσμια ημέρα της εργατικής
τάξης στο ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς που πραγματοποιήθηκε στις 20
Ιουλίου 1889[30]. Από
τις αρχές της δεκαετίας του 1890 η εκστρατεία για το οκτάωρο στις
βιομηχανίες της Αμερικής και ιδιαίτερα
στο Σικάγο αρχίζει να βγαίνει από το
λήθαργο. Την πρωτομαγιά του 1890 στο
Σικάγο έγινε ειρηνική και αξιοπρεπής
παρέλαση από τα σωματεία χωρίς όμως να συνοδευτεί από γενική απεργία
όπως το 1886. Η εργατική τάξη του
Σικάγου έχει χάσει πλέον το μαχητικό ριζοσπαστισμό της και τα στελέχη της
Αμερικάνικης Ομοσπονδίας Εργασίας εστιάζουν σε άμεσους οικονομικούς και
πολιτικούς στόχους. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετοί ριζοσπάστες - ακτιβιστές
συνδικαλιστές που προσπαθούν να αναζωπυρώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα.
Στις 11 Μαΐου του 1894 στην πρότυπη
βιομηχανική πόλη Πούλμαν[31] 2.000 βιομηχανικοί
εργάτες κατέβηκαν σε απεργία διαρκείας, διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές των
μισθών τους κατά 28% χωρίς παράλληλη
μείωση των ενοικίων, για την εφαρμογή του
συστήματος αμοιβής με το κομμάτι και τη δραστική μείωση του προσωπικού.
Σε απεργία συμπαράστασης και μποϊκοτάζ κατά του Πούλμαν κατέβηκε το «Συνδικάτο Σιδηροδρομικών Αμερικής»[32],
του οποίου ηγείτο ο Γιουτζίν Ντεμπς[33]. Στην απεργία συμμετείχαν
πάνω από 50.000 εργάτες στους σιδηροδρόμους δυτικά του Σικάγου, παραλύοντας
τους νευραλγικούς άξονες του εμπορίου. Αδυνατώντας οι εργοδότες να ελέγξουν
τους απεργούς, έσπευσε να τους βοηθήσει η κυβέρνηση των Η.Π.Α., η οποία έστειλε 15.000 στρατιώτες για να
σπάσει την απεργία. Οι μάχες που
ακολούθησαν στο Σικάγο ανάμεσα στο στρατό και τους απεργούς το καλοκαίρι του 1894, ήταν ανάλογες με αυτές
που είχαν γίνει στην μεγάλη απεργία του Πίτσμπουργκ το 1877 και είχαν ως
αποτέλεσμα να σκοτωθούν 34 εργάτες και εκατοντάδες να τραυματισθούν. Η απεργία
άρχισε να φυλλοροεί, αφού δεν είχε την υποστήριξη της «Αμερικάνικης Ομοσπονδίας
Εργασίας» και τέθηκε υπό τον έλεγχο του
στρατού. Ο αρχηγός των απεργών Γιουτζίν Ντέμπς, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε
φυλάκιση 6 μηνών και το συνδικαλιστικό κίνημα
υπέστη βαριά ήττα από τον Πούλμαν και την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Αλλά
και το τίμημα για τον νικητή Πούλμαν ήταν βαρύ, καθώς κατηγορήθηκε και
καταδικάστηκε για εκμετάλλευση των εργατών και πέθανε από καρδιακή προσβολή.
Όμως η μεγαλύτερη ήττα
του συνδικαλιστικού κινήματος αφορούσε στην
απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου που κήρυξε παράνομες δύο από
τις αποτελεσματικότερες μορφές
αλληλεγγύης: το μποϊκοτάζ και την απεργία συμπαράστασης. Επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλινόις
ακύρωσε με νόμο το οκτάωρο που κάλυπτε τις γυναίκες και τα παιδιά που δούλευαν
στη βιομηχανία, μια κατάκτηση των αγώνων του 1886. «Αυτές οι αποφάσεις των δικαστηρίων εγκαινίασαν μια εποχή ακραίας
εχθρότητας της δικαιοσύνης απέναντι σε όλες σχεδόν τις μορφές συνδικαλισμού και
συλλογικών μορφών δράσης των εργαζομένων, μια εποχή όταν κάποιοι
συνδικαλιστικοί ηγέτες εγκατέλειπαν τις μαχητικές κινητοποιήσεις και τα
ριζοσπαστικά όνειρα για να βολευτούν, ενώ
άλλοι στρέφονταν προς μορφές
άμεσης δράσης και δυναμικής αντίστασης»[34].
Το 1903 ο πρόεδρος των
Η.Π.Α. Ρούσβελτ υπέγραψε νόμο που απαγόρευε την είσοδο των αναρχικών στην
Αμερική (όπως των πορνών, των απόρων και των διανοητικά καθυστερημένων),
επιβάλλοντας το νόμο της σιωπής. Όμως τα γεγονότα του 1886 θα συνεχίσουν να
επηρεάζουν και να διαμορφώνουν το εργατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια. Το 1905, με την παρουσία της Λούσι Πάρσονς, πραγματοποιήθηκε στο Σικάγο το ιδρυτικό
συνέδριο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου
(Industrial Workers of the World-IWW). Οι Βιομηχανικοί εργάτες του κόσμου (Wobblies)
υιοθέτησαν την «ιδέα του Σικάγου» και είχαν ως στόχο τη δημιουργία ενός
επαναστατικού εργατικού κινήματος με την
οργάνωση, σε ένα μεγάλο συνδικάτο, της αμέτρητης στρατιάς των μεταναστών
και των απλών εργατών. Στα επόμενα χρόνια
οι Wobblies απέκτησαν μεγάλη επιρροή ανάμεσα στους εργάτες,
οργάνωσαν πολλές απεργιακές
κινητοποιήσεις και ήρθαν σε σκληρές συγκρούσεις με τους εργοδότες.
Ανάμεσα στο 1909 και 1919 ξέσπασαν από άκρη
σε άκρη στις Η.Π.Α. μαζικές απεργίες με την ένταξη και ενεργό συμμετοχή
μεταναστών και ανειδίκευτων εργατών στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου όπως
την πρωτομαγιά του 1913 στο Πάτερσον του
Νιου Τζέρσι -προπύργιο των αναρχικών- στην οποία συμμετείχαν πάνω από 25.000
Ιταλοί εργάτες, στην “Εξέγερση των 20.000” εργατριών στον ιματισμό στη Νέα
Υόρκη, στη θρυλική απεργία για “Ψωμί και Τριαντάφυλλα” στο Λόρενς της
Μασαχουσέτης και στους πολέμους των ανθρακωρύχων του Κολοράντο, με την
αποτρόπαια σφαγή δύο γυναικών και έντεκα παιδιών στο Λάντλοου το 1914[35].
4.4 Η μεγάλη απεργία στα ανθρακωρυχεία του Κολοράντο και η σφαγή στο Λάντλοου το 1914
Στο Νότιο
Κολοράντο λειτουργούσαν ανθρακωρυχεία και άλλα εργοστάσια βαριάς βιομηχανίας όπως
σιδηρόδρομοι και χαλυβουργεία. Η μεγαλύτερη εταιρεία στην περιοχή ήταν η
«Εταιρεία Καυσίμων και Σιδήρου Κολοράντο», ιδιοκτησίας της οικογένειας John Rockefeller[36], που είχε τον απόλυτο οικονομικό και
πολιτικό έλεγχο της περιοχής. Στα ανθρακωρυχεία εργάζονταν πάνω από 13.000
χιλιάδες ανθρακωρύχοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία μετανάστες από τη Νότια
και Ανατολική Ευρώπη και ανάμεσά τους περίπου 350 Έλληνες. Πολλοί από αυτούς
είχαν μεταφερθεί εκεί ως απεργοσπάστες στη μεγάλη απεργία του 1903 και, σύμφωνα
με την Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής, στους οικισμούς των ανθρακωρύχων μιλούσαν
είκοσι τέσσερις διαφορετικές γλώσσες.
Οι
συνθήκες εργασίας στα ορυχεία ήταν άθλιες και τα ατυχήματα ήταν καθημερινό
φαινόμενο. Από το 1910 μέχρι το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους
σε εργατικά ατυχήματα και χιλιάδες είχαν τραυματιστεί. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο
χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που
έφταναν τα 700 δολάρια. Οι εργάτες και οι οικογένειές τους έμεναν σε σπίτια που
ανήκαν στην εταιρεία των ορυχείων καθώς επίσης και τα καταστήματα από τα οποία
ψώνιζαν Η εταιρεία κοστολογούσε τη χρήση των σπιτιών και τα ψώνια 25 %
ακριβότερα από την ελεύθερη αγορά. Οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν
και να ψωνίζουν από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα
μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων.
Στις
23 Σεπτεμβρίου του 1913, με την παρότρυνση της Ένωσης Ανθρακωρύχων Αμερικής οι
εργάτες των ανθρακωρυχείων κατέβηκαν σε απεργία με βασικά αιτήματα:
·
να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας
·
να βελτιωθούν οι μισθοί
·
να αναγνωριστεί το σωματείο.
·
να καθιερωθεί το οκτάωρο,
·
να γίνεται αυστηρή εφαρμογή των νόμων που
αφορούσαν στην ασφάλεια των ορυχείων
·
να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα επιθυμούσαν οι
ίδιοι.
·
να πηγαίνουν σε όποιο γιατρό επιθυμούσαν και όχι
στους γιατρούς της εταιρίας.
·
να καταργηθεί το script[37]
Τις αιτίες που οδήγησαν τους ανθρακωρύχους σε
απεργία, τις περιέγραψε χαρακτηριστικά ο Ethelbert Stewart μεσολαβητής της
ομοσπονδιακής κυβέρνησης. «Με άλλα λόγια, τα πάντα σου παρέχονται από τα
πάνω, ενώ σου απαγορεύουν κάθε σκέψη, λόγο ή έγνοια για οτιδήποτε άλλο πέρα από
την εργασία. Και σε όλα αυτά σε βοηθούν οπλισμένοι άνδρες των οποίων η κύρια
ασχολία είναι να φροντίζουν πως ποτέ μα ποτέ δε θα συζητήσεις για τις συνθήκες
εργασίας με κάποιον άλλο που περιέργως έτυχε να γνωρίζει τη γλώσσα σου. Από
τέτοια ευημερία ξεπήδησε η απεργία. Κι αυτή είναι η αιτία που τούτοι οι
άνθρωποι εξεγέρθηκαν- επειδή είναι άνθρωποι»[38].
Οι
απεργοί βρήκαν απέναντί τους συνασπισμένους τους εργοδότες με επικεφαλής τον John Rockefeller και οι οποίοι τους αντιμετώπισαν
ιδιαίτερα σκληρά. Οι ανθρακωρύχοι και οι οικογένειές τους εκδιώχθηκαν από τις
εταιρικές κατοικίες που έμεναν, και έφτιαξαν πρόχειρους καταυλισμούς στους οποίους πέρασαν το σκληρό χειμώνα. Οι
καταυλισμοί αποτελούνταν από σκηνές και επειδή οι απεργοί δέχονταν συχνά
επιθέσεις από τον ιδιωτικό στρατό του Rockefeller και βρίσκονταν σε
κατάσταση πολιορκίας, έσκαψαν λαγούμια για να προστατεύονται οι γυναίκες και τα
παιδιά. Ο μεγαλύτερος καταυλισμός απεργών ήταν το Λάντλοου, στον οποίο έμεναν 1200 ανθρακωρύχοι με τις οικογένειές
τους και ανάμεσά τους και οι Έλληνες απεργοί. Αρχηγός του καταυλισμού ήταν ο
συνδικαλιστής Λούις Τίκας[39],
μετανάστης από τη Λούτρα Ρεθύμνου.
Οι
συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές (οι απεργοί από τη μια πλευρά και ο
ιδιωτικός στρατός των εργοδοτών και οι απεργοσπάστες από την άλλη) ήταν συχνές.
Οι απεργοί πολλές φορές από την άμυνα πέρασαν στην επίθεση επιτιθέμενοι
εναντίον των απεργοσπαστών και των εγκαταστάσεων της εταιρείας. Επειδή τα
επεισόδια συνεχίζονταν και ήταν βίαια, η πολιτεία κάλεσε την εθνοφρουρά για την τήρηση της τάξης, αλλά
πολύ σύντομα η εθνοφρουρά ανέλαβε να στηρίξει τους απεργοσπαστικούς μηχανισμούς
της εργοδοσίας.
Η απεργία
κρατούσε μήνες και η σύγκρουση κορυφώθηκε τη Δευτέρα του Πάσχα στις 20 Απριλίου
1914. Ο ιδιωτικός στρατός των εργοδοτών μαζί με αστυνομικούς και την
Εθνοφρουρά, εκμεταλλευόμενοι την εορταστική χαλάρωση των απεργών, επιτέθηκαν και έβαλαν φωτιά στον
καταυλισμό του Λάντλοου. Αποτέλεσμα
της επίθεσης ήταν να σκοτωθούν 25 άτομα (μεταξύ των οποίων και 3 εθνοφρουροί). Ανάμεσα
στα θύματα ήταν 2 γυναίκες και 11 παιδιά, που κάηκαν ζωντανοί στα λαγούμια που
είχαν καταφύγει για να προστατευτούν, βρίσκοντας έτσι φριχτό θάνατο. Την ημέρα
αυτή σκοτώθηκε και ο αρχηγός του καταυλισμού Λούις Τίκας, ο οποίος άοπλος και
κρατώντας λευκή σημαία πλησίασε τον αρχηγό των Εθνοφρουρών για να κάνουν
ανακωχή. Όμως αυτός τον δολοφονήθηκε εν ψυχρώ χτυπώντας τον με τον υποκόπανο
του όπλου του στο κεφάλι.
Μετά από
αυτή τη σφαγή οι απεργοί άρχισαν πόλεμο. Επί 10 ημέρες έκαναν επιθέσεις
καίγοντας ορυχεία και δίνοντας πολλές μάχες με τους Εθνοφρουρούς και τον
ιδιωτικό στρατό των εργοδοτών. Η εξέγερση καταπνίγηκε με την επέμβαση του
ομοσπονδιακού στρατού και οι ανθρακωρύχοι του Κολοράντο ηττήθηκαν. Οι νεκροί
και από τα δύο στρατόπεδα ανήλθαν περίπου στα εκατό άτομα. Η απεργία συνεχίστηκε για 11 ακόμα μήνες και
έληξε με απόφαση του συνδικάτου χωρίς να
έχει πετύχει τους στόχους της. Το σωματείο
δεν αναγνωρίστηκε και πολλοί συνδικαλιστές εργάτες απολύθηκαν. Πάνω από
400 απεργοί συνελήφθησαν και στους 332 από αυτούς απαγγέλθηκαν κατηγορίες για
φόνο, χωρίς όμως να καταδικαστεί κανένας. Από τους Εθνοφρουρούς δεν τιμωρήθηκε
κανείς.
Παρά το
γεγονός ότι η απεργία έληξε με ήττα του συνδικάτου, η σφαγή του Λάντλοου
ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη της Αμερικής σχετικά με τις συνθήκες εργασίας
των ανθρακωρύχων στο Κολοράντο, αλλά και γενικότερα τις συνθήκες εργασίας σε
ολόκληρες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι επιχειρηματίες να
αλλάξουν πολιτική, και από τη βίαιη αντιπαράθεση με το εργατικό κίνημα, να ακολουθήσουν μια αφομοιωτική
πολιτική, βελτιώνοντας τις συνθήκες εργασίας σε όλες Η.Π.Α. και αποδυναμώνοντας
με αυτόν τον τρόπο το συνδικαλιστικό
κίνημα.
5. Συμπεράσματα - Επίλογος
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι
μέχρι τη δεκαετία του 1880 ανταγωνίζονται οι εργοδότες- βιομήχανοι με τους ειδικευμένους τεχνίτες για τον έλεγχο
της παραγωγικής διαδικασίας
v
Η διαπραγματευτική δύναμη των βιομηχάνων ήταν η
ιδιοκτησία των κεφαλαίων (μηχανές κλπ)
v
Η εργατική τάξη δεν έχει ενιαία έκφραση-
συμφέροντα. Αφενός υπάρχει μία εργατική ελίτ που αποτελείται από τους
ειδικευμένους τεχνίτες που η πηγή της δύναμής τους είναι η γνώση του
επαγγέλματος και η εμπειρία τους με αποτέλεσμα
να έχουν μεγάλη διαπραγματευτική
ισχύ και αφετέρου οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι γυναίκες, τα παιδιά, οι μετανάστες, και οι μαύροι που δεν
έχουν διαπραγματευτική δύναμη.
v
Οι εργοδότες για να μπορέσουν να αφαιρέσουν τη
δύναμη των ειδικευμένων τεχνιτών, προσπαθούν με αλλαγές στην παραγωγική
διαδικασία (επιστημονικό μάνατζμεντ) να ελέγξουν την παραγωγή.
v
Οι ειδικευμένοι τεχνίτες (μάστορες) οργανώνονται
και μέσα από τους σωματειακούς εργασιακούς κανονισμούς και καθορίζοντας ένα
ανώτατο επίπεδο παραγωγής ταρίφα», με την αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ
διαφορετικών επαγγελμάτων, καθώς και με απεργίες συμπαράστασης, προσπαθούν να
προασπίσουν τα συμφέροντά τους, δηλαδή την ηγετική τους θέση στην παραγωγική
διαδικασία.
v
Οι εργάτες και οι οικογένειές τους στις βιομηχανικές
κοινωνίες, για να αντιμετωπίσουν το δύσκολο παρόν και για να προετοιμαστούν για
τις δραματικές αλλαγές που διαφαίνονταν στο μέλλον, δυνάμωναν τους δεσμούς μεταξύ
τους, έβρισκαν δύναμη στρεφόμενοι στις
παραδόσεις και στα ήθη και έθιμά τους.
v
Οι εργοδότες χρησιμοποίησαν τους μετανάστες για
να μπορέσουν να σπάσουν τη δύναμη των μαστόρων και των συνδικάτων.
v
Η είσοδος των σκλάβων στη βιομηχανική παραγωγή
και η εξειδίκευσή τους σε διάφορα επαγγέλματα είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση
της κοινωνικής τους θέσης και των υλικών συνθηκών της ζωής τους καθώς και την απόκτηση ενός σχετικού ελέγχου
πάνω στη ζωή τους. Όμως παρά την εξειδίκευσή τους παρέμεναν προσωπική περιουσία
των αφεντικών τους και έρμαια στις
διαθέσεις των τοπικών αρχών.
Η ιστορία του εργατικού κινήματος και των
οργανώσεών του στην Αμερική του19ου αιώνα είναι η ιστορία μιας επίμονης μάχης.
Οι αγώνες των εργαζομένων, από αυθόρμητες δράσεις έγιναν οργανωμένοι, και οι
απεργίες για αυξήσεις των μισθών και την μείωση του ωραρίου (8ωρο) έγιναν
συνειδητοί. Οι αμερικανοί συνδικαλιστές θεωρώντας ότι για να χειραφετηθεί η εργατική τάξη χρειαζόταν μία
νίκη στρατηγικής σημασίας προέταξαν το αίτημα «οκτώ ώρες εργασίας χωρίς μείωση μισθού». Σύμφωνα με τη διακήρυξη της American Federation of Labour «το συνδικαλιστικό κίνημα είναι ένα κίνημα λογικής, ένα κίνημα
περίσκεψης, ένα κίνημα που εξαρτάται μόνο από τις ακούσιες, ελεύθερες σκέψεις
των μελών του»[40].
Ο διακεκριμένος Αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ
Χόφσταντερ, σημείωσε ότι οι ΗΠΑ βίωσαν
τη μέγιστη βιομηχανική βία. Σε τουλάχιστον 160 περιπτώσεις απεργιών επενέβησαν
πολιτειακά και ομοσπονδιακά στρατεύματα για να τις καταστείλουν και σε
περισσότερες από 700 εργατικές διαφορές καταγράφηκαν θάνατοι. Σύμφωνα με τον
Χόφσταντερ οι αιτίες για τη βία αυτή θα
πρέπει να αναζητηθούν, ως επί το πλείστον, στο ήθος των Αμερικανών καπιταλιστών
παρά στο ήθος των εργατών[41].
Το 1938 το Κογκρέσο των ΗΠΑ ψήφισε το νόμο
«περί δίκαιων εργατικών μέτρων» θεσπίζοντας το οκτάωρο, δίνοντας έτσι νικηφόρο
τέλος στον πολύχρονο αγώνα του εργατικού κινήματος. Ενός αγώνα που ξεκίνησε το
1867 κορυφώθηκε το 1886 με τα γεγονότα του Χέιμαρκετ και τον απαγχονισμό των
αναρχοσυνδικαλιστών, συνεχίστηκε με τις μεγάλες απεργίες όπως στη βιομηχανική
πόλη του Πούλμαν το 1894, των ανθρακωρύχων
του Κολοράντο και τη σφαγή στο Λάντλοου το 1914.
Βιβλιογραφία:
1.
E. J.
Hobsbawm (2008), Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής
Τραπέζης.
2.
Τζέιμς
Γκριν (2008), Θάνατος στο Χέιμαρκετ, Αθήνα: Καστανιώτης.
3.
M. R. Smith-D. Montgomery-C. Dew,
(2007), Οι μάστορες- Ο εργατικός έλεγχος
πριν το φορντισμό, Αθήνα: Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα.
4.
Z. Papanikolas
(2002), Αμοιρολόιτος, Ο Λούις Τίκας και η
σφαγή στο Λάντλοου, Αθήνα: Κατάρτι
[1] E. J. Hobsbawm
(2008), Η εποχή των επαναστάσεων
1789-1848, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, σ.419
[4] M. R. Smith-D. Montgomery- C. Dew,
(2007), Οι μάστορες- Ο εργατικός έλεγχος
πριν το φορντισμό, Αθήνα: Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα,
σ.18-19
[5] F.W. Taylor,
1856-1915 Αμερικανός Μηχανικός, θεωρείται ως ο πατέρας του επιστημονικού
μάνατζμεντ. Στο βιβλίο του
"Scientific Management" πρότεινε την ορθολογικοποίηση των εργασιών
στα εργοστάσια της Αμερικής, κατανέμοντας την εργασία: 1ο) Οριζόντια, έτσι ώστε ο κάθε εργάτης να
εκτελεί μέρος της συνολικής εργασίας και 2ο) Κάθετα, έτσι ώστε να διαχωρίζεται η σύλληψη της οργάνωσης της
εργασίας από την εκτέλεσή της. Επειδή
οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κάνουν οι ίδιοι την επιστημονική ανάλυση της
εργασίας τους, το συγκεκριμένο έργο ανατίθεται στους ειδικούς. Έτσι οι εργάτες
γίνονται αποτελεσματικοί αφού μπορούν να περιοριστούν στην επανάληψη μερικών
απλών κινήσεων.
[8] Z. Papanikolas (2002), Αμοιρολόιτος, Ο
Λούις Τίκας και η σφαγή στο Λάντλοου, Αθήνα: Κατάρτι, σ.69
[10] Με το σύστημα
της υπεργολαβίας ένας εργάτης που πληρωνόταν και ο ίδιος με το κομμάτι,
μπορούσε να προσλάβει άλλους να δουλέψουν για λογαριασμό του.
[12] Τζέιμς Γκριν
(2008), Θάνατος στο Χέιμαρκετ, Αθήνα:
Καστανιώτης, σ.27
[13] Τζέιμς Γκριν
(2008), ο.π., σ.25
[14] Τζέιμς Γκριν
(2008), ο.π., σ.26
[15] Τζέιμς Γκριν
(2008), ο.π., σ.29
[16] Παρισινή
Κομμούνα.28-3-1871/21-5-1871
[18] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.139
[19] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.93
[20] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.126
[21] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.132
[22] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.151
[23] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.178
[24] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.170
[25] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.197
[26] Τζέιμς Γκριν (2008),ο.π.,
σ.305
[27] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.311
[28] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π.,σ,280
[29] Η Αμερικάνικη
Ομοσπονδία Εργασίας (American Federation of Labor)
ήταν ομοσπονδία συνδικάτων που ιδρύθηκε
το 1886 με πρόεδρο τον Samuel Gompers. Προωθούσε την οργάνωση των μαστόρων σε
συντεχνιακή βάση και αντιτίθεντο στη μαζική οργάνωση των εργατών ανα
βιομηχανικό κλάδο. Δεν προωθούσε την κοινωνική αλλαγή αλλά αλλαγές στα πλαίσια
του υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος με συνέπεια να δέχεται την σκληρή
κριτική από τις άλλες ριζοσπαστικές εργατικές οργανώσεις της εποχής. Σύντομα
όμως κατάφερε να αποτελέσει την επίσημη
φωνή των εργατών και το 1904 έφθασε να έχει 1,7 εκατομμύρια μέλη. Λειτουργεί
μέχρι σήμερα και αποτελεί μια σοβαρή πολιτική δύναμη στις ΗΠΑ.
[30] Η 1η Μάη καθιερώθηκε ως παγκόσμια ημέρα της
εργατικής τάξης στο ιδρυτικό συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς που
πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου 1889. Το συνέδριο πήρε την εξής απόφαση «Το
συνέδριο αποφασίζει να οργανώσει μια μεγάλη διεθνή διαδήλωση, έτσι που σε όλες
τις χώρες και σε όλες τις πόλεις και σε μια, από πριν καθορισμένη, μέρα οι
εργατικές μάζες να ζητήσουν από τα κρατικά όργανα την ελάττωση με νόμο της
εργάσιμης μέρας σε 8 ώρες και την εκπλήρωση των αποφάσεων του συνεδρίου του
Παρισιού. Εφόσον η Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας καθόρισε κι αυτή στο συνέδριό της του Αγίου
Λουδοβίκου μια παρόμοια διαδήλωση για την πρωτομαγιά του 1890, η μέρα αυτή
ορίστηκε σαν μέρα της διεθνούς διαδήλωσης. Οι εργάτες των διαφόρων χωρών πρέπει
να οργανώσουν τη διαδήλωσή τους σύμφωνα με τις υπάρχουσες σε κάθε χώρα
συνθήκες. Αυτή η απόφαση ανανεώθηκε στα
κατοπινά συνέδρια και η πρωτομαγιά έγινε η μεγάλη μαχητική γιορτή των εργατών
όλου του κόσμου» (Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ: «Ιστορία των τριών Διεθνών» Εκδόσεις
Γνώσεις, Αθήνα 1975, σ. 175).
[31] Ο βιομήχανος
Τζορτζ Πούλμαν, εφευρέτης του Βαγκόν-λι (λεωφορείο), πίστευε ότι οι εργατικές
αναταραχές προέρχονται από τις χαμηλές αμοιβές και τις κακές συνθήκες ζωής των
εργαζομένων. Έκτισε μια πρότυπη εταιρική πόλη έξω από το Σικάγο στην οποία
έμεναν, πληρώνοντας ενοίκιο, οι εργαζόμενοι της επιχείρησής του.
[32] Το Συνδικάτο
Σιδηροδρομικών Αμερικής ήταν ένα
νεοσύστατο πολυκλαδικό σωματείο των εργαζομένων στους σιδηρόδρομους, το οποίο
συνέχιζε την παράδοση των «Ιπποτών της εργασίας» και ανέστησε το πνεύμα του
1886.
[33] Γιουτζίν Ντεμπς: Ριζοσπάστης
συνδικαλιστής, φυλακίστηκε το 1894 ως ο υποκινητής της απεργίας των
Σιδηροδρομικών. Στη φυλακή υιοθέτησε ριζοσπαστικές ιδέες και όταν
αποφυλακίστηκε προσπάθησε να οικοδομήσει ένα λαϊκό κίνημα που θα βοηθούσε τους εργάτες
να ανακτήσουν τις χαμένες τους ελευθερίες. Ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος
Αμερικής, κατέβηκε πέντε φορές στις προεδρικές εκλογές υποψήφιος πρόεδρος,
κερδίζοντας, το 1912, 900.000 ψήφους δηλαδή το 6% των ψήφων. Διακήρυττε ότι «‘Όσο υπάρχει μια κατώτερη τάξη, θα ανήκω
σε αυτήν. Όσο υπάρχουν “εγκληματικά στοιχεία” θα ανήκω σε αυτά. Όσο θα υπάρχει
έστω και μια ψυχή στην φυλακή, εγώ δεν θα είμαι ελεύθερος».(Εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη» Νο 765)
[34] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.334
[35] Τζέιμς Γκριν
(2008),ο.π., σ.343
[36] John Rockefeller (1839 - 1937). Γερμανοεβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στο Richford της Νέας
Υόρκης σε μια άπορη εργατική οικογένεια. Ιδρυτής και ιδιοκτήτης της εταιρίας
Standard Oil Company, που αναδείχθηκε σε
μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες της υφηλίου. Δέχτηκε πολλές κριτικές για τις μεθόδους που
χρησιμοποιούσε προκειμένου να επιτύχει τους σκοπούς του. Αποδείχθηκε ότι μέσω
της εταιρείας του είχε εξαγοράσει πολλούς δικαστές και πολιτικούς, και
κατηγορήθηκε για την υπερβολικά σκληρή στάση του απέναντι στους χιλιάδες εργαζομένους των εταιρειών του.
[37] Απόδειξη που
αντιστοιχεί σε κάποια ανταλλακτική αξία και δίνεται αντί για μετρητά
[38] M. R. Smith-D. Montgomery- C. Dew,
(2007), Οι μάστορες- Ο εργατικός έλεγχος
πριν το φορντισμό, Αθήνα: Λέσχη κατασκόπων του 21ου αιώνα, σ.150
[39] Ο Λούις Τίκας ή Ηλίας Σπαντιδάκης, ήταν
Έλληνας συνδικαλιστής από την Κρήτη, που δολοφονήθηκε το 1914 στο Λάντλοου του
Κολοράντο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας των ανθρακωρύχων.
Γεννήθηκε στη Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και το 1906 σε ηλικία 20 ετών
μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ του Κολοράντο κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του
Πουέμπλο, με ημερομίσθιο 1,75 $, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε
Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ, μια εργατική γειτονιά
του Ντένβερ στην οποία ζούσαν περίπου 240 Έλληνες. Εντάχθηκε στους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου (Wobblies),
των οποίων τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης ήταν δίπλα στο καφενείο του. Η
ένταξή του στους Wobblies ήταν η αιτία να απορριφτεί η ένταξή του στο
αστυνομικό σώμα. Το 1910 ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που έκαναν
απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς). Ο Λούις Τίκας
αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα στους Έλληνες, γιατί μιλούσε καλύτερα τη
γλώσσα από όλους τους συμπατριώτες του και τους βοηθούσε στις συναλλαγές τους
με τις τράπεζες και το ταχυδρομείο.
[40]
Τζέιμς Γκριν (2008),ο.π., σ.49
[41]
Τζέιμς Γκριν (2008),ο.π., σ.347
ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 2014 ΓΙΝΕΤΑΙ ΧΑΜΟΣ .ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΣΑΚΟΥΛΑ ΑΓΓΟΥΡΙΑ ΔΩΡΕΑΝ ΣΤΙΣ ΛΑΙΚΕΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΟΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΣΑΜΠΑ ΠΡΑΜΑ ΚΑΙ ΚΑΝΕΝΑ ΕΠΙΔΟΜΑ ΤΡΕΧΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΑΡΑΔΕΣ ΘΕΟΙ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΟΙ.....ΣΟΥΛΤΑΝΟΙ ΜΑΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή