oaednews

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Νέοι και επαγγελματική κατάρτιση

Από την ποιοτική ανάλυση της έρευνας επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα πως η επαγγελματική κατάρτιση μονομερώς δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας

ΑΡΘΡΟ Του ΝΙΚΟΥ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ επίκουρου καθηγητή Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί το πρώτο χαρακτηριστικό που δηλώνουν πως επιθυμούν οι εκπαιδευόμενοι στην εύρεση μιας μελλοντικής εργασίας. Η επαγγελματική κατάρτιση εδώ και χρόνια (αρχική και συνεχιζόμενη) λειτουργεί στο εκπαιδευτικό μας σύστημα ως ένα διακριτό πεδίο στο πλαίσιο της μη τυπικής εκπαίδευσης, διαδραματίζοντας έναν ορατό ρόλο στην παροχή και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.



Ωστόσο στη χώρα μας ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η υλοποίηση και εν τέλει η αξιοποίηση των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης δεν φαίνεται να έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα με συνέπεια οι εκροές του συστήματος αυτού να εμφανίζουν ελάχιστη σύνδεση με την απασχόληση, χαμηλό βαθμό συγκράτησης της εργασίας, χαμηλό βαθμό συνάφειας μεταξύ εργασίας και γνωστικού αντικειμένου κατάρτισης. Τα συμπεράσματα αυτά παρουσιάζονται σε σχετική πρόσφατη έρευνα του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ) αναδεικνύοντας τη διαχρονική αναποτελεσματικότητα των συστημάτων αρχικής και συνεχιζόμενης κατάρτισης στη χώρα μας, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που η ανεργία και ειδικότερα η ανεργία των νέων καταγράφει δυσθεώρητα ποσοστά.
Η έρευνα που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2012, πέρα από την πληθωρική ποσοτική αλλά και ποιοτική ανάλυση των δεδομένων (πανελλαδική έρευνα σε 2.400 αποφοίτους προγραμμάτων κατάρτισης του 2008-09, με τη συνεργασία της Metron Analysis), καταγράφει και αναλύει τις «εκροές» της επαγγελματικής κατάρτισης από τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) και τα Κέντρα Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ), χαρτογραφώντας τη διαδρομή και τη μετάβαση των αποφοίτων στην απασχόληση. Τα βασικά ευρήματα της έρευνας, τα οποία παρουσιάστηκαν στη Θεσσαλονίκη σε ειδική εκδήλωση στο CEDEFOP (Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Επαγγελματική Κατάρτιση), μεταξύ άλλων επισημαίνουν:
Την πολύ χαμηλή σύνδεση των συστημάτων επαγγελματικής κατάρτισης, αρχικής και συνεχιζόμενης με την απασχόληση, αφού μόλις το 15,7% των αποφοίτων της συνεχιζόμενης και το 21,85% της αρχικής κατάρτισης βρήκαν δουλειά μέσα στο πρώτο 6μηνο από την αποφοίτησή τους. Το χαμηλό βαθμό συγκράτησης της απασχόλησης, αφού από αυτούς που βρήκαν εργασία, περίπου μέσα σε 18 μήνες αργότερα, το 81,5% από τους αποφοίτους της συνεχιζόμενης και το 81,2% της αρχικής βρέθηκαν εκτός απασχόλησης.
Τη χαμηλή σχέση/συνάφεια του αντικειμένου κατάρτισης με το επάγγελμα/ειδικότητα εργασίας αυτών που τελικά κατάφεραν να βρουν δουλειά (27% για τη συνεχιζόμενη και 31% για την αρχική κατάρτιση).
Μόλις το 37,7% των αποφοίτων της αρχικής κατάρτισης που συμμετείχαν στην έρευνα δηλώνει πως κατάφερε να αποκτήσει την πιστοποίηση των σπουδών του στα ΙΕΚ.
Τη γενική απογοήτευση των καταρτιζομένων από την ολοφάνερη αδυναμία και αναποτελεσματικότητα του συστήματος να προσδώσει στέρεα πρόσβαση στην εργασία καθώς και το χαμηλό βαθμό αξιοποίησης των γνώσεων που έλαβαν από την κατάρτιση προς την εργασία τους. Παρ' όλα αυτά οι καταρτιζόμενοι εμφανίζονται ικανοποιημένοι (ή όχι τόσο δυσαρεστημένοι όσο θα περίμενε κανείς) από τη συμμετοχή τους στα προγράμματα, δείχνοντας όχι μόνο να εμπιστεύονται αλλά και να προσδοκούν πολύ περισσότερα πράγματα από το πεδίο της μη τυπικής εκπαίδευσης και ειδικότερα από την επαγγελματική κατάρτιση.
Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί το πρώτο χαρακτηριστικό που δηλώνουν πως επιθυμούν οι εκπαιδευόμενοι στην εύρεση μιας μελλοντικής εργασίας, την ίδια στιγμή που οι 8 στους 10 δέχονται να εργαστούν ακόμα και αν απουσιάζουν επιθυμητά χαρακτηριστικά όπως η ασφάλιση, οι ικανοποιητικές αποδοχές, η πλήρης απασχόληση, οι καλές εργασιακές σχέσεις. Την ιδιαίτερα χαμηλή συμμετοχή των αποφοίτων των προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης σε μορφές συλλογικής έκφρασης και εκπροσώπησης όπως τα συνδικάτα, οι εθελοντικές οργανώσεις, οι ΜΚΟ, τα πολιτικά κόμματα.
Με αφορμή τα βασικά πορίσματα της έρευνας, αναδεικνύεται πως εκτός από το διαρκές ζητούμενο για την ποιοτική αναβάθμιση των συστημάτων επαγγελματικής κατάρτισης στη χώρα μας, απαιτούνται ενεργητικές πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης οι οποίες να συνδέονται με το επιβεβλημένο αίτημα της διαρθρωτικής ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού της χώρας. Από την ποιοτική ανάλυση της έρευνας επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα πως η επαγγελματική κατάρτιση μονομερώς δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της ανεργίας κι αυτό αποτελεί μια απάντηση σε όσους πιστεύουν πως μπορεί να αποτελέσει το αντίδοτο στην οικονομική κρίση. Ωστόσο, οφείλει να συνεχίζει να αποτελεί μια δημόσια πολιτική ενίσχυσης, εξειδίκευσης και εκσυγχρονισμού των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο που στρατηγικά είναι ζωτικής σημασίας να δημιουργεί θέσεις εργασίας και όχι να βυθίζει την οικονομία στην ύφεση και τον παραγωγικό μαρασμό.
Το ζήτημα της ανεργίας άλλωστε καθώς και ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η επαγγελματική κατάρτιση στο πρόβλημα αυτό δεν απασχολούν μόνο την Ελλάδα. Στην Ε.Ε. η ανεργία των νέων αποτελεί ένα από τα επείγοντα θέματα στην ατζέντα των προτεραιοτήτων, με συνέπεια η επαγγελματική κατάρτιση να καλείται να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές απασχόλησης, καθώς και στις πρακτικές επαναπροσδιορισμού των προσόντων, των επαγγελματικών περιγραμμάτων αλλά και των επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Αξίζει επίσης να επισημανθεί πως στην έρευνα γίνονται σαφείς αναφορές σε διεθνείς πρακτικές όπως η μαθητεία, η πρακτική άσκηση, τα κουπόνια κατάρτισης κ.ά. καθώς διαπιστώνεται πως κανένα μέτρο δεν μπορεί να ευδοκιμήσει όπως σε άλλες χώρες (π.χ. Γερμανία, Αυστρία κ.α.) όσο οι πρακτικές αυτές θα τείνουν να υποκαταστήσουν τις πραγματικές θέσεις εργασίας που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα πρακτικές όπως η μείωση των μισθών, η μαύρη και απλήρωτη εργασία, η μεθοδευμένη κατάργηση θέσεων εργασίας μέσω της δημιουργίας θέσεων «εικονικής μαθητείας», αποτελούν παθογένειες οι οποίες εκτός από το ότι συμβάλλουν στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, αναπαράγουν και ενισχύουν την ανεργία, την υποαπασχόληση και την εργασιακή εκμετάλλευση των νέων. Ταυτόχρονα αφαιρούν και το τελευταίο ψήγμα κοινωνικής εμπιστοσύνης σε οποιοδήποτε μέτρο ή πολιτική αντιμετώπισης της ανεργίας προτείνεται, με συνέπεια την αναξιοπιστία και εν τέλει την ενίσχυση του εργασιακού και κοινωνικού χάους. Είναι σαφές πως η ανάδειξη και η αξιοποίηση των διεθνών καλών πρακτικών απαιτούν πολιτική βούληση, διευρυμένες κοινωνικές συμφωνίες, αυστηρό θεσμικό και νομικό πλαίσιο και κυρίως πιλοτικές και μεταβατικές περιόδους εφαρμογών σε κλαδικό και γεωγραφικό επίπεδο με θεσμικά ακλόνητη τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων αλλά και της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Σις μέρες μας είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για τη διά βίου μάθηση, με τρόπο που η επαγγελματική κατάρτιση να αποτελέσει μια δημόσια πολιτική, κοινωνικά αξιόπιστη και όχι μια ευκαιριακή υπόθεση απορρόφησης κοινοτικών/εθνικών πόρων ή κερδοφορίας μεμονωμένων ιδιωτών που εκμεταλλεύονται τις ελπίδες και τα όνειρα χιλιάδων νέων ανθρώπων. Ειδικότερα, οφείλει να διαδραματίσει με επάρκεια το ρόλο που της αναλογεί προκειμένου να καταστεί ένα αξιόπιστο πεδίο του εκπαιδευτικού μας συστήματος, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ενίσχυση και τη διεύρυνση της τεχνογνωσίας του εργατικού δυναμικού της χώρας. Ταυτόχρονα, η λειτουργία της είναι επιβεβλημένο να συνδεθεί με την αναγκαία προσπάθεια για την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας με έμφαση στη στήριξη των ανέργων, των εργαζομένων με χαμηλά εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προσόντα, των νέων που δικαιούνται να ζουν και να δημιουργούν στον τόπο τους με αξιοπρέπεια και όνειρα για το αύριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου