Πέρασες σαν σίφουνας από μπροστά μου. Μια ζωή αυτό κάνεις άλλωστε. Πάλι κρυβόσουν σαν χαμένη στης πόλης τα στενά, έτσι απλά γιατί γουστάρεις να τρέχεις χωρίς προορισμό. Τα μάγουλά σου έγιναν κόκκινα από το κρύο και το λαχανητό. Πέταξες το κασκόλ σου στα γρήγορα και μου ’δωσες μια βιαστική αγκαλιά. Έβγαλες από την τσέπη το τσαλακωμένο σου πακέτο που ’χε μέσα, όλα κι όλα, τρία τσιγάρα από τράκες. Πήρες ένα και, κοιτώντας ανήσυχα τριγύρω, το άναψες, αφήνοντας τον καπνό να βουτήξει βαθιά μέσα στα πνευμόνια σου. Μου χαμογέλασες, ενώ έβηχες και ξεφυσούσες, κάνοντας καρδούλες με το στόμα και τα μάτια. Ξεκόλλα, λέμε. Πρέπει να το πάρεις απόφαση ότι μεγαλώνουμε, ότι δεν θα είναι όλα πάντα καρδιές και σχήματα και ρομαντικές βόλτες και κρυφά ραντεβού πίσω από το Λύκειο. Μη ρίχνεις τις στάχτες κάτω, ρε όργιο. Δεν είναι ο κόσμος το τασάκι σου.
Ξέρω, έχεις φρικάρει τελευταία. Απολύσανε το γέρο σου και η μάνα σου όλο γκρινιάζει γιατί ξεσυνήθισε από τα χλιδάτα ψώνια και τα Mall. Θέλεις κάπου να ξεσπάσεις. Και ’μένα μου τη σπάει που δεν μας δίνουν καμία σημασία και μας έχουν μόνο για πειράματα, για συστήματα εκπαιδευτικά που αλλάζουν από τάξη σε τάξη, που μας θεωρούν παπαγάλους μιας θεωρίας αποτυχημένης πια. Έχουμε στριμωχτεί άσχημα ανάμεσα σε φροντιστήρια, διαβάσματα κι αγχωμένες γλώσσες, ξένες. Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που μου σφίγγεις το χέρι κάτω από το θρανίο, έλα, σταμάτα, με αποσυντονίζεις. Πρέπει, λέει, να μείνουμε συγκεντρωμένοι, να περάσουμε σ’ ένα Πανεπιστήμιο, έτσι, για να καλύψουμε τα απωθημένα όλων των άλλων εκτός από τα δικά μας. Και, το νου σου, η σχολή πρέπει να ’ναι κοντά στο σπίτι γιατί λεφτά πια δεν υπάρχουν ούτε για χαρτζιλίκι για το κυλικείο. Ρε συ, παίζει κάνα ψιλό γιατί ξέμεινα και κοντεύω να λιποθυμήσω από την πείνα;
Έλα να τρέξουμε πάλι μακριά, όπως μας αρέσει, να χαθούμε στα αυτοκίνητα μέσα, να κρυφτείς και να σε βρω, να κυληθούμε στα πεζοδρόμια, μέχρι να συναντηθούν αντικριστά οι ματιές μας. Δεν μας θεωρούν τίποτα σπουδαίο ως γενιά, ρε γαμώτο. Για να παίζουμε μόνο. Για εφαρμογές, για συσκευές, για posts και chat και κάψιμο σε μια οθόνη μπροστά που συνεχώς αναβαθμίζεται. Χτες δεν σου έκανα like, αποκοιμήθηκα. Δεν είμαστε λέει ικανοί ούτε για επανάσταση ούτε για να φέρουμε νέες ιδέες και ότι η εξέγερσή μας φτάνει το πολύ μέχρι τη Βουλή των Εφήβων. Ξέρω, ακόμα κι εκείνο το κατεβατό που περήφανα θα διαβάσεις μπροστά στην ελληνική Δημοκρατία είναι γραμμένο από το μεγάλο σου τον αδελφό. Δεν πρέπει να παίξουμε έτσι, ρε. Στην τελική, μη γράψεις τίποτα. Πες τα όπως τα σκέφτεσαι, ρε, όπως τα νιώθεις να βγαίνουν μέσα από τα σπλάχνα σου, χωρίς φοβερές, σπάνιες λέξεις, πες τα όπως τα λέμε οι δυο μας. Έτσι, για να τους αποστομώσεις.
Πες τους ότι είμαστε τα παιδιά με τα αναστατωμένα μαλλιά, που είναι όπως η ψυχή μας, ανακατεμένη, πες τους για την πρέζα της φτώχειας που είναι το χειρότερο ναρκωτικό και κυκλοφορεί παντού και ότι μας έχουν υποτιμήσει και ότι είναι λες και μας έχουν βάλει μέσα σε μια φυλακή, αόρατη, που έχει για κάγκελα τις ανασφάλειες και τους φόβους και τα άγχη τα εφηβικά. Πες τους ότι σ’ αυτές τις ηλικίες θρανίο είναι το σώμα και βιβλίο η καρδιά και ότι παιδεία δεν είναι μόνο η εκπαίδευση. Ότι είμαστε εύκολοι στο να πέφτουμε ψυχολογικά και συχνά μελαγχολούμε με το παραμικρό και μας αρέσει να γράφουμε ανορθόγραφα συνθήματα στους τοίχους και να υπερβάλουμε και να κάνουμε όνειρα τρελά. Πες τους ότι σκοτώνουν τον ελεύθερό μας χρόνο, ότι ποτέ δεν θέλησαν να μάθουν τί είναι αυτό που στ’ αλήθεια μας απασχολεί, ότι δεν είναι τυχαίο που μιλάμε ελληνικά γραμμένα στ’ αγγλικά. Είναι γιατί φτιάξαμε τη δική μας γλώσσα. Μη μ’ ευχαριστείς για τις ιδέες. Dn kanei tpt.
Πέρασε η ώρα και μου τη δίνει που πρέπει να γυρίσω σπίτι. Άκου, έχω μια ιδέα, ξέρω ένα μέρος εδώ πιο κάτω, δίπλα απ’ το πάρκο. Έλα, να ξαπλώσουμε πλάι-πλάι, στο γρασίδι, να δούμε τον ουρανό, έχει ξαστεριά απόψε. Να μαντέψω ποιες θα είναι οι ευχές σου, να μετρήσω τ’ άστρα και εσύ να μου λες πόσα βγαίνουν. Να νιώσουμε ότι τα σώματά μας αιωρούνται σαν τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα, καθώς χανόμαστε σε ένα ταξίδι ατέλειωτο από πλανήτη σε πλανήτη. Ξέρω, προσπαθείς να δεις το μέλλον. Αναρωτιέσαι ποιο είναι το δικό σου αστέρι. Αν θα είναι για πάντα έτσι φωτεινό ή θα πέσει πρόωρα και θα γίνει σκόνη στο πέρασμα του χρόνου. Τις προάλλες κρυφάκουσες τους δικούς σου να λένε ότι σκέφτονται να φύγετε όλοι μακριά από εδώ. Να αφήσετε τη γειτονιά που μεγαλώσαμε, να βρεθείτε σε χώρες άλλες, για μια ζωή κάπως καλύτερη. Ότι μπορεί και να μη με ξαναδείς ποτέ. Ότι θέλεις να μείνεις και να παλέψεις. Ότι μάντεψα την ευχή σου αμέσως. Να δούμε μια μέρα τη χώρα μας ελεύθερη ξανά. Ησύχασε. Και κράτα με.
Κράτα με γερά.
Ξέρω, έχεις φρικάρει τελευταία. Απολύσανε το γέρο σου και η μάνα σου όλο γκρινιάζει γιατί ξεσυνήθισε από τα χλιδάτα ψώνια και τα Mall. Θέλεις κάπου να ξεσπάσεις. Και ’μένα μου τη σπάει που δεν μας δίνουν καμία σημασία και μας έχουν μόνο για πειράματα, για συστήματα εκπαιδευτικά που αλλάζουν από τάξη σε τάξη, που μας θεωρούν παπαγάλους μιας θεωρίας αποτυχημένης πια. Έχουμε στριμωχτεί άσχημα ανάμεσα σε φροντιστήρια, διαβάσματα κι αγχωμένες γλώσσες, ξένες. Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που μου σφίγγεις το χέρι κάτω από το θρανίο, έλα, σταμάτα, με αποσυντονίζεις. Πρέπει, λέει, να μείνουμε συγκεντρωμένοι, να περάσουμε σ’ ένα Πανεπιστήμιο, έτσι, για να καλύψουμε τα απωθημένα όλων των άλλων εκτός από τα δικά μας. Και, το νου σου, η σχολή πρέπει να ’ναι κοντά στο σπίτι γιατί λεφτά πια δεν υπάρχουν ούτε για χαρτζιλίκι για το κυλικείο. Ρε συ, παίζει κάνα ψιλό γιατί ξέμεινα και κοντεύω να λιποθυμήσω από την πείνα;
Έλα να τρέξουμε πάλι μακριά, όπως μας αρέσει, να χαθούμε στα αυτοκίνητα μέσα, να κρυφτείς και να σε βρω, να κυληθούμε στα πεζοδρόμια, μέχρι να συναντηθούν αντικριστά οι ματιές μας. Δεν μας θεωρούν τίποτα σπουδαίο ως γενιά, ρε γαμώτο. Για να παίζουμε μόνο. Για εφαρμογές, για συσκευές, για posts και chat και κάψιμο σε μια οθόνη μπροστά που συνεχώς αναβαθμίζεται. Χτες δεν σου έκανα like, αποκοιμήθηκα. Δεν είμαστε λέει ικανοί ούτε για επανάσταση ούτε για να φέρουμε νέες ιδέες και ότι η εξέγερσή μας φτάνει το πολύ μέχρι τη Βουλή των Εφήβων. Ξέρω, ακόμα κι εκείνο το κατεβατό που περήφανα θα διαβάσεις μπροστά στην ελληνική Δημοκρατία είναι γραμμένο από το μεγάλο σου τον αδελφό. Δεν πρέπει να παίξουμε έτσι, ρε. Στην τελική, μη γράψεις τίποτα. Πες τα όπως τα σκέφτεσαι, ρε, όπως τα νιώθεις να βγαίνουν μέσα από τα σπλάχνα σου, χωρίς φοβερές, σπάνιες λέξεις, πες τα όπως τα λέμε οι δυο μας. Έτσι, για να τους αποστομώσεις.
Πες τους ότι είμαστε τα παιδιά με τα αναστατωμένα μαλλιά, που είναι όπως η ψυχή μας, ανακατεμένη, πες τους για την πρέζα της φτώχειας που είναι το χειρότερο ναρκωτικό και κυκλοφορεί παντού και ότι μας έχουν υποτιμήσει και ότι είναι λες και μας έχουν βάλει μέσα σε μια φυλακή, αόρατη, που έχει για κάγκελα τις ανασφάλειες και τους φόβους και τα άγχη τα εφηβικά. Πες τους ότι σ’ αυτές τις ηλικίες θρανίο είναι το σώμα και βιβλίο η καρδιά και ότι παιδεία δεν είναι μόνο η εκπαίδευση. Ότι είμαστε εύκολοι στο να πέφτουμε ψυχολογικά και συχνά μελαγχολούμε με το παραμικρό και μας αρέσει να γράφουμε ανορθόγραφα συνθήματα στους τοίχους και να υπερβάλουμε και να κάνουμε όνειρα τρελά. Πες τους ότι σκοτώνουν τον ελεύθερό μας χρόνο, ότι ποτέ δεν θέλησαν να μάθουν τί είναι αυτό που στ’ αλήθεια μας απασχολεί, ότι δεν είναι τυχαίο που μιλάμε ελληνικά γραμμένα στ’ αγγλικά. Είναι γιατί φτιάξαμε τη δική μας γλώσσα. Μη μ’ ευχαριστείς για τις ιδέες. Dn kanei tpt.
Πέρασε η ώρα και μου τη δίνει που πρέπει να γυρίσω σπίτι. Άκου, έχω μια ιδέα, ξέρω ένα μέρος εδώ πιο κάτω, δίπλα απ’ το πάρκο. Έλα, να ξαπλώσουμε πλάι-πλάι, στο γρασίδι, να δούμε τον ουρανό, έχει ξαστεριά απόψε. Να μαντέψω ποιες θα είναι οι ευχές σου, να μετρήσω τ’ άστρα και εσύ να μου λες πόσα βγαίνουν. Να νιώσουμε ότι τα σώματά μας αιωρούνται σαν τα σωματίδια στην ατμόσφαιρα, καθώς χανόμαστε σε ένα ταξίδι ατέλειωτο από πλανήτη σε πλανήτη. Ξέρω, προσπαθείς να δεις το μέλλον. Αναρωτιέσαι ποιο είναι το δικό σου αστέρι. Αν θα είναι για πάντα έτσι φωτεινό ή θα πέσει πρόωρα και θα γίνει σκόνη στο πέρασμα του χρόνου. Τις προάλλες κρυφάκουσες τους δικούς σου να λένε ότι σκέφτονται να φύγετε όλοι μακριά από εδώ. Να αφήσετε τη γειτονιά που μεγαλώσαμε, να βρεθείτε σε χώρες άλλες, για μια ζωή κάπως καλύτερη. Ότι μπορεί και να μη με ξαναδείς ποτέ. Ότι θέλεις να μείνεις και να παλέψεις. Ότι μάντεψα την ευχή σου αμέσως. Να δούμε μια μέρα τη χώρα μας ελεύθερη ξανά. Ησύχασε. Και κράτα με.
Κράτα με γερά.
ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ ΚΑΙ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕΣ ΧΑΪΝΤΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΜΟΝΟ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΩΣ ΣΧΟΛΙΟ:<< ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΝΗΚΕΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ>>
ΣΟΥ ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΥΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ,
Κάποτε θα 'ρθουν να σου πουν
πως σε πιστεύουν, σ' αγαπούν
και πώς σε θένε
Έχε το νου σου στο παιδί,
κλείσε την πόρτα με κλειδί
ψέματα λένε
Κάποτε θα 'ρθουν γνωστικοί,
λογάδες και γραμματικοί
για να σε πείσουν
Έχε το νου σου στο παιδί
κλείσε την πόρτα με κλειδί,
θα σε πουλήσουν
Και όταν θα 'ρθουν οι καιροί
που θα 'χει σβήσει το κερί
στην καταιγίδα
Υπερασπίσου το παιδί
γιατί αν γλιτώσει το παιδί
υπάρχει ελπίδα
ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΘΑ ΣΟΥ ΚΡΑΤΩ ΚΙ ΕΓΩ ΤΟ ΧΕΡΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝΩΝΥΜΑ