Του Δημήτρη Αρβανιτάκη
Φτιάχνει κεραμικά. Έφτιαχνε κεραμικά σε ένα εργαστήριο που έκλεισε. Ανεργία. Δοκίμασε να σταθεί μόνη της. Δεν τα κατάφερε. Ανεργία. Οι ώρες στάζουν η μία πιο κούφια από την άλλη. Γυροφέρνει ανύπαρκτη μέσα στις μέρες της εβδομάδας, τρυπώνει από τη μία μέρα στην άλλη: καμιά τους δεν έχει όνομα. Μια φίλη την καλεί σε ένα φεστιβάλ λαϊκής τέχνης στη Βιέννη. Τη βοηθάει να ταξιδέψει, μένει εκεί λίγες μέρες. «Τις τελευταίες μέρες», μου λέει, «δεν ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Καθόμασταν να πιούμε έναν καφέ, περπατάγαμε στον δρόμο και έβλεπα γύρω μου κανονικούς ανθρώπους. Κανονικούς ανθρώπους, καταλαβαίνεις;» Καταλαβαίνω.
Τι είναι ένας κανονικός άνθρωπος; Είναι εκείνος που ξέρει ότι μετά την Κυριακή είναι η Δευτέρα και μετά είναι η Τρίτη και μετά είναι η Τετάρτη… Είναι εκείνος που ξέρει ότι ο μήνας έχει τόσες μέρες, ότι τα μαγαζιά είναι για να έχουνε γάλα και τα νοσοκομεία για να έχουνε φάρμακα. Είναι εκείνος που είναι σίγουρος ότι κάτι εξαρτάται κι απ’ αυτόν. Είναι εκείνος που αισθάνεται ότι δεν είναι, ότι δεν μπορεί να είναι έρμαιο. Δηλαδή κλωτσοσκούφι. Ότι τα παιδιά του, δεν μπορεί, θα γίνουνε καλύτερα απ’ αυτόν.
Κοιτάζω γύρω μου την παράνοια που μας κυβερνάει, την κινούμενη άμμο που μας γλείφει και προσπαθώ να σκεφτώ: πριν από τούτη τη δίνη, πριν από τούτο το βασανιστήριο, ήμασταν «κανονικοί άνθρωποι»; Ναι, βέβαια ναι. Γιατί οτιδήποτε μπορεί να είναι ή να μοιάζει πιο κανονικό, πιο ανθρώπινο από τούτο το μαρτύριο της σταγόνας. Αλλά, αν δούμε πιο καθαρά, αν θυμηθούμε λίγο το βάθος και την επιφάνεια εκείνης της κανονικότητας, θα επαναλάβουμε την κατάφαση; Ο χρόνος που χωρίζει το σήμερα από εκείνη την εποχή είναι γεμάτος πτώματα, αυτοκτονημένους ανθρώπους, κατεστραμμένες ελπίδες και εκτρώσεις ονείρων. Αλλά αυτός ο πυκνωμένος χρόνος δεν είναι τόσο μακρινός. Τόσο τουλάχιστον που να μη θυμόμαστε ότι μιλούσαμε –δίχως να ξέρουμε τι θα ακολουθούσε, ναι– για την απόλυτη παράδοση του ανθρώπου, για την απίσχνανση και την καταστροφή κάθε έννοιας συλλογικότητας, για το σταδιακό εκφασισμό της κοινωνίας, για τον ευνουχισμό των συνειδήσεων, για τη σταδιακή υποταγή της κοινωνίας. Και αν είναι έτσι, θα επαναλάβουμε την κατάφαση; Νομίζω ναι. Γιατί μαζί με όλα αυτά υπήρχε εκείνο που έδινε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δει την επόμενη μέρα σαν επόμενη μέρα και όχι σαν καταστροφή της προηγούμενης: η δυνατότητα της ελπίδας, η δυνατότητα της αξιοπρέπειας, η δυνατότητα να σκαρφαλώνεις μέσα στο χρόνο. Αυτό δεν αναιρεί την κριτική, αποδείχνει όμως ότι ο άνθρωπος –η ζωή του, η αξιοπρέπειά του– είναι πάνω από τους αριθμούς.
Αλλά, μπορεί να πει κανείς εδώ: αυτή είναι μια φοβική συμπεριφορά, που μας φέρνει στο νου εκείνο που έλεγε ο Νίτσε: «Ο ορειβάτης αποφασίζει να περάσει τη νύχτα του σε μία σπηλιά. Όσο η νύχτα προχωράει ξεσπάει χιονοθύελλα και νιώθει ότι το καταφύγιό του δεν είναι ασφαλές. Φεύγει και μες στο σκοτάδι ψάχνει για πιο σίγουρο μέρος. Προχωράει. Νύχτα. Αέρας. Σκοτάδι. Θύελλα. Νύχτα. Συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει περισσότερο. Τότε γυρνάει στη σπηλιά απ’ όπου είχε φύγει γιατί δεν την ένιωθε ασφαλή». Έτσι συμπεριφερόμαστε; Δεν υπάρχει αμφιβολία, υπάρχουν και τέτοιες συμπεριφορές, δεν χρειάζονται ωραιοποιήσεις. Εκείνο όμως που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι πως ο κρυφός πυρήνας εκείνης της «κανονικότητας» είναι που έχει παγώσει την κοινωνία σήμερα. Την έχει παγώσει; Την έχει οπωσδήποτε μουδιάσει. Εκείνη η κανονικότητα μοιάζει να είναι σήμερα η κεφαλή της Μέδουσας. Εκείνη η κανονικότητα ήταν το κέλυφος μέσα στο οποίο επωαζόταν η άρνηση της κοινωνίας, μέσα στο οποίο κούρνιαζε ένα απόλυτο εγώ που έκανε να μαραζώνει ό,τι φύτρωνε γύρω του.
Κι όμως. Έχουμε χρέος να πιστέψουμε στην κανονικότητα, να τη δημιουργήσουμε ξανά, στα μέτρα μας όμως. Να γίνουμε άνθρωποι «κανονικοί», άνθρωποι που μπορούν να ελπίζουν, που μπορούν να διεκδικήσουν οι μέρες τους να έχουν όνομα, που μπορούν να πιστέψουν ότι ο χρόνος είναι ένα άνυσμα πάνω στο οποίο μπορούν να βαδίσουν, που μπορούν να πιστέψουν ότι η μέρα που ξημερώνει δεν είναι ο Καιάδας της προηγούμενης.
Περπατάς στο δρόμο, κοιτάζεις μέσα σου, γύρω σου. Εκείνο που βλέπεις δεν είναι μόνο η όλο και μεγαλύτερη φτώχεια, η εξαθλίωση που ξεσκίζει ανθρώπινες ζωές. Βλέπεις ότι εκείνο που έχει δραπετεύσει από τις ψυχές μας είναι η ελπίδα. Για τον άνθρωπο της Ευρώπης, για τον «κανονικό» δυτικό άνθρωπο, η ελπίδα είναι η συνθήκη του κοινωνικού βηματισμού. Αυτή είναι που μας κάνει να είμαστε «άνθρωποι κανονικοί». Αλλά, θα το καταλάβουμε τώρα; Αυτή η συνθήκη της κανονικότητας έχει ανάγκη τη συλλογικότητα. Θα το καταλάβουμε τώρα; Ειδάλλως, το μέλλον μας θα είναι αυτό που ξεκίνησε να είναι παρόν μας.
Φτιάχνει κεραμικά. Έφτιαχνε κεραμικά σε ένα εργαστήριο που έκλεισε. Ανεργία. Δοκίμασε να σταθεί μόνη της. Δεν τα κατάφερε. Ανεργία. Οι ώρες στάζουν η μία πιο κούφια από την άλλη. Γυροφέρνει ανύπαρκτη μέσα στις μέρες της εβδομάδας, τρυπώνει από τη μία μέρα στην άλλη: καμιά τους δεν έχει όνομα. Μια φίλη την καλεί σε ένα φεστιβάλ λαϊκής τέχνης στη Βιέννη. Τη βοηθάει να ταξιδέψει, μένει εκεί λίγες μέρες. «Τις τελευταίες μέρες», μου λέει, «δεν ήθελα να φύγω, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Καθόμασταν να πιούμε έναν καφέ, περπατάγαμε στον δρόμο και έβλεπα γύρω μου κανονικούς ανθρώπους. Κανονικούς ανθρώπους, καταλαβαίνεις;» Καταλαβαίνω.
Τι είναι ένας κανονικός άνθρωπος; Είναι εκείνος που ξέρει ότι μετά την Κυριακή είναι η Δευτέρα και μετά είναι η Τρίτη και μετά είναι η Τετάρτη… Είναι εκείνος που ξέρει ότι ο μήνας έχει τόσες μέρες, ότι τα μαγαζιά είναι για να έχουνε γάλα και τα νοσοκομεία για να έχουνε φάρμακα. Είναι εκείνος που είναι σίγουρος ότι κάτι εξαρτάται κι απ’ αυτόν. Είναι εκείνος που αισθάνεται ότι δεν είναι, ότι δεν μπορεί να είναι έρμαιο. Δηλαδή κλωτσοσκούφι. Ότι τα παιδιά του, δεν μπορεί, θα γίνουνε καλύτερα απ’ αυτόν.
Κοιτάζω γύρω μου την παράνοια που μας κυβερνάει, την κινούμενη άμμο που μας γλείφει και προσπαθώ να σκεφτώ: πριν από τούτη τη δίνη, πριν από τούτο το βασανιστήριο, ήμασταν «κανονικοί άνθρωποι»; Ναι, βέβαια ναι. Γιατί οτιδήποτε μπορεί να είναι ή να μοιάζει πιο κανονικό, πιο ανθρώπινο από τούτο το μαρτύριο της σταγόνας. Αλλά, αν δούμε πιο καθαρά, αν θυμηθούμε λίγο το βάθος και την επιφάνεια εκείνης της κανονικότητας, θα επαναλάβουμε την κατάφαση; Ο χρόνος που χωρίζει το σήμερα από εκείνη την εποχή είναι γεμάτος πτώματα, αυτοκτονημένους ανθρώπους, κατεστραμμένες ελπίδες και εκτρώσεις ονείρων. Αλλά αυτός ο πυκνωμένος χρόνος δεν είναι τόσο μακρινός. Τόσο τουλάχιστον που να μη θυμόμαστε ότι μιλούσαμε –δίχως να ξέρουμε τι θα ακολουθούσε, ναι– για την απόλυτη παράδοση του ανθρώπου, για την απίσχνανση και την καταστροφή κάθε έννοιας συλλογικότητας, για το σταδιακό εκφασισμό της κοινωνίας, για τον ευνουχισμό των συνειδήσεων, για τη σταδιακή υποταγή της κοινωνίας. Και αν είναι έτσι, θα επαναλάβουμε την κατάφαση; Νομίζω ναι. Γιατί μαζί με όλα αυτά υπήρχε εκείνο που έδινε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δει την επόμενη μέρα σαν επόμενη μέρα και όχι σαν καταστροφή της προηγούμενης: η δυνατότητα της ελπίδας, η δυνατότητα της αξιοπρέπειας, η δυνατότητα να σκαρφαλώνεις μέσα στο χρόνο. Αυτό δεν αναιρεί την κριτική, αποδείχνει όμως ότι ο άνθρωπος –η ζωή του, η αξιοπρέπειά του– είναι πάνω από τους αριθμούς.
Αλλά, μπορεί να πει κανείς εδώ: αυτή είναι μια φοβική συμπεριφορά, που μας φέρνει στο νου εκείνο που έλεγε ο Νίτσε: «Ο ορειβάτης αποφασίζει να περάσει τη νύχτα του σε μία σπηλιά. Όσο η νύχτα προχωράει ξεσπάει χιονοθύελλα και νιώθει ότι το καταφύγιό του δεν είναι ασφαλές. Φεύγει και μες στο σκοτάδι ψάχνει για πιο σίγουρο μέρος. Προχωράει. Νύχτα. Αέρας. Σκοτάδι. Θύελλα. Νύχτα. Συνειδητοποιεί ότι κινδυνεύει περισσότερο. Τότε γυρνάει στη σπηλιά απ’ όπου είχε φύγει γιατί δεν την ένιωθε ασφαλή». Έτσι συμπεριφερόμαστε; Δεν υπάρχει αμφιβολία, υπάρχουν και τέτοιες συμπεριφορές, δεν χρειάζονται ωραιοποιήσεις. Εκείνο όμως που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι πως ο κρυφός πυρήνας εκείνης της «κανονικότητας» είναι που έχει παγώσει την κοινωνία σήμερα. Την έχει παγώσει; Την έχει οπωσδήποτε μουδιάσει. Εκείνη η κανονικότητα μοιάζει να είναι σήμερα η κεφαλή της Μέδουσας. Εκείνη η κανονικότητα ήταν το κέλυφος μέσα στο οποίο επωαζόταν η άρνηση της κοινωνίας, μέσα στο οποίο κούρνιαζε ένα απόλυτο εγώ που έκανε να μαραζώνει ό,τι φύτρωνε γύρω του.
Κι όμως. Έχουμε χρέος να πιστέψουμε στην κανονικότητα, να τη δημιουργήσουμε ξανά, στα μέτρα μας όμως. Να γίνουμε άνθρωποι «κανονικοί», άνθρωποι που μπορούν να ελπίζουν, που μπορούν να διεκδικήσουν οι μέρες τους να έχουν όνομα, που μπορούν να πιστέψουν ότι ο χρόνος είναι ένα άνυσμα πάνω στο οποίο μπορούν να βαδίσουν, που μπορούν να πιστέψουν ότι η μέρα που ξημερώνει δεν είναι ο Καιάδας της προηγούμενης.
Περπατάς στο δρόμο, κοιτάζεις μέσα σου, γύρω σου. Εκείνο που βλέπεις δεν είναι μόνο η όλο και μεγαλύτερη φτώχεια, η εξαθλίωση που ξεσκίζει ανθρώπινες ζωές. Βλέπεις ότι εκείνο που έχει δραπετεύσει από τις ψυχές μας είναι η ελπίδα. Για τον άνθρωπο της Ευρώπης, για τον «κανονικό» δυτικό άνθρωπο, η ελπίδα είναι η συνθήκη του κοινωνικού βηματισμού. Αυτή είναι που μας κάνει να είμαστε «άνθρωποι κανονικοί». Αλλά, θα το καταλάβουμε τώρα; Αυτή η συνθήκη της κανονικότητας έχει ανάγκη τη συλλογικότητα. Θα το καταλάβουμε τώρα; Ειδάλλως, το μέλλον μας θα είναι αυτό που ξεκίνησε να είναι παρόν μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου